
Σκέψεις με αφορμή το μυθιστόρημα της Γερμανίδας Γιούλι Τσε «Περί ανθρώπων» (μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός, εκδ. Μεταίχμιο), που διαπραγματεύεται το ζήτημα της ανόδου της ακροδεξίας στη Γερμανία, τη σχέση κέντρου και περιφέρειας κ.ά. Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία από το θεατρικό ανέβασμα του έργου στη Γερμανία.
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
Το μυθιστόρημα για το οποίο γράφω εδώ διαπραγματεύεται, μεταξύ άλλων, ένα ένα θέμα που μας προβληματίζει πολύ τον τελευταίο καιρό, με διάφορες αφορμές. Το θέμα, όπως όλα τα κοινωνικά και πολιτικά θέματα, είναι σύνθετο και έχει πολλαπλές αιτίες, αλλά στα αυτιά μας φτάνει συνήθως με τον τίτλο «Άνοδος της ακροδεξιάς στη Γερμανία», κι εσχάτως με το ακόμη πιο φοβιστικό «Η Γερμανία κλείνει τα σύνορά της». Μόνο που η δική μας προσέγγιση δεν θα είναι δημοσιογραφική, ούτε θα επιδοθούμε στην πολιτική ανάλυση. Το δικό μας μονοπάτι είναι διαφορετικό, οδηγεί στους ανθρώπους, μέσα από τους ανθρώπους, κι είναι λογικό: μιλάμε για ένα μυθιστόρημα.
Στα απόνερα της πανδημίας
Η πανδημία άφησε πίσω της πολλά απόνερα, από πολιτικά και κοινωνικά διδάγματα μέχρι και βαθιά υπαρξιακά ρήγματα. Ευτυχώς υπάρχουν οι τέχνες της αφήγησης, κυρίως το σινεμά και η λογοτεχνία, χωρίς να ξεχνάμε και το θέατρο, που ανοίγουν ευρύχωρα παράθυρα που μας επιτρέπουν να κοιτάξουμε λίγο πέρα από τα στενάχωρα Δελτία Ειδήσεων. Το «Περί ανθρώπων» διαδραματίζεται καταμεσής της πανδημίας του κόβιντ, που είναι ο καταλύτης που επιτρέπει σε αυτήν τη ιστορία να πάρει μπροστά και να αναπτυχθεί. Τι συμβαίνει; Τίποτε συνταρακτικό, κάτι μάλλον συνηθισμένο και ύπουλο: Η πρωταγωνίστρια, η τριανταεξάχρονη διαφημίστρια Ντόρα, βλέπει τον σύντροφό της τον Ρόμπερτ να μεταλλάσσεται από σύγχρονο ευαίσθητο άνθρωπο, σε ζηλωτή των μέτρων κατά της πανδημίας. Η μετάλλαξη αυτή δεν ήταν βέβαια κεραυνός εν αιθρία: Ο Ρόμπερτ έχει εδώ και κάμποσο καιρό αποφασίσει να κάνει προσωπικό του θέμα την Κλιματική Κρίση, ίνδαλμά του είναι η νεαρή Γκρέτα Τούνμπεργκ, είναι βέβαια βίγκαν και περνά όλη του τη μέρα αρθρογραφώντας στο μπλογκ του για τον επερχόμενο κλιματικό Αρμαγεδώνα, κατακεραυνώνοντας όλους όσοι, όπως η Ντόρα, δεν δίνουν τα πάντα στον αγώνα για τη σωτηρία του πλανήτη. Η Ντόρα, από την πλευρά της, αισθάνεται ότι είναι πλέον αδύνατον να συζητάει ελεύθερα μαζί του, όπως έκαναν οι δυο τους τα περασμένα χρόνια, με ένα μπουκάλι κρασί στη βεράντα του διαμερίσματός τους στο Βερολίνο. Ανάμεσά τους, κάτι έχει ραγίσει.
Η μεγάλη απόδραση
Η Πανδημία τα κάνει όλα χειρότερα. Ο Ρόμπερτ γίνεται όλο και πιο φανατικός και επιβάλει στο σπίτι τους όλο και πιο αυστηρούς κανόνες. Η συνύπαρξη, ήδη δύσκολη, όσο ο καιρός περνάει γίνεται δυσβάσταχτη. Αλλά δεν είναι μονάχα ο Ρόμπερτ: μια ολόκληρη κοινωνία μοιάζει να παθαίνει υστερία. Ακόμη και το να βγάλεις το σκύλο σου βόλτα έχει πλέον γίνει στην πόλη μια περιπέτεια που δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει. Στη δουλειά της τα πράγματα δεν είναι καλύτερα, καθώς οι αναθέσεις πελατών ακυρώνονται η μία μετά την άλλη. Μια υπαρξιακή κρίση που σοβούσε, γίνεται τώρα εκρηκτική, έτσι που η Ντόρα, εν μία νυκτί, παίρνει τη μεγάλη απόφαση: Να τα αφήσει όλα πίσω της – τον Ρόμπερτ, το διαμέρισμα, το μουντό Βερολίνο της πανδημίας, και να αναζητήσει μια νέα ζωή στην ύπαιθρο. Να κάνει, από κάθε άποψη, ένα νέο ξεκίνημα. Κι εδώ είναι που η ιστορία αρχίζει να έχει πραγματικό ενδιαφέρον.
Στον Βρανδεμβούργο, χωρίς «εναλλακτική»
Ο τόπος της ηθελημένης εξορίας της Ντόρας φέρει το όνομα Μπράκεν, μια κοινότητα στο πουθενά, μια τρύπα στον χάρτη στο κρατίδιο του Βρανδεμβούργου, όπου το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία είναι πανίσχυρο (το είδαμε και στις πρόσφατες εκλογές). Κι αυτό θα είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που θα προσέξει η Ντόρα καθώς θα περνάει μπροστά από τα διάσπαρτα σπίτια της κοινότητας, που μοιάζει σαν βομβαρδισμένη, μια και οι κάτοικοί της δεν το κρύβουν: φαίνεται πως είναι όλοι τους, ή σχεδόν, περήφανοι ψηφοφόροι της ακροδεξιάς.
Τα πράγματα θα περιπλακούν ακόμη περισσότερο, όταν η Ντόρα, καθώς θα προσπαθεί να προσαρμοστεί και να εξελιχθεί από διαφημίστρια σε νεοαγρότισσα, διαπιστώνει ότι στο διπλανό οικόπεδο, μέσα στο τροχόσπιτο που το νόμιζε άδειο, ζει ένας γείτονας. Το όνομά του είναι Γκότε, κι ευθύς αμέσως της συστήνεται ως «Ο Ναζί του χωριού». Και καλά θα έκανε να μαζέψει το σκυλάκι της, γιατί αν ξαναπάει και σκαλίσει στις πατάτες του, δεν θα το ξαναδεί ζωντανό!
Πώς θα καταφέρει να πάει για ψώνια χωρίς αυτοκίνητο, αφού οι δημόσιες συγκοινωνίες υπολειτουργούν, κι ακόμη: Ποιο ρόλο έχει πραγματικά στην τοπική οικονομία το γκέι ζεύγος που ζει στο μεγάλο, κοντινό σπίτι;
Μα, τι τόπος είναι αυτός στον οποίο έχει έρθει; Γιατί κάθε φορά που σκαλίζει τον κήπο της ανασύρει παιδικά παιχνίδια; Ποιανού είναι το αόρατο χέρι που, όταν αυτή λείπει, κάνει δουλειές στο σπίτι της και τίνος είναι το κοριτσάκι που την ακολουθεί κατά πόδας κάθε φορά που βγάζει βόλτα το σκυλάκι της στο κοντινό δάσος; Πώς θα καταφέρει να πάει για ψώνια χωρίς αυτοκίνητο, αφού οι δημόσιες συγκοινωνίες υπολειτουργούν, κι ακόμη: Ποιο ρόλο έχει πραγματικά στην τοπική οικονομία το γκέι ζεύγος που ζει στο μεγάλο, κοντινό σπίτι;
Άνθρωποι, όχι ταμπέλες
Το «Περί ανθρώπων», βέβαια, δεν είναι θρίλερ, κι άρα δεν πρόκειται να βρεθεί η Ντόρα σε ένα σπίτι με φαντάσματα, ή σε μια πολίχνη όπου οι κάτοικοί της είναι ζόμπι ή που συμβαίνουν άλλα αλλόκοτα φαινόμενα – μολονότι, σε ένα μεταφορικό επίπεδο, όλα τα παραπάνω ίσως είναι αληθινά. Η Ντόρα θα συνδεθεί με τη μικρή κόρη του ναζί γείτονα, και σταδιακά μια επικοινωνία εγκαθίσταται μαζί του. Τα πράγματα θα πάρουν αναπάντεχη τροπή, όταν… Εδώ σταματώ. Ας μην προδώσουμε έτι περαιτέρω την πλοκή του βιβλίου, γιατί έχει τη σημασία του να την ανακαλύπτει ο κάθε αναγνώστης μόνος του. Το ζουμί άλλωστε βρίσκεται στο εξής: Οι ταμπέλες, πολιτικές, σεξουαλικές, κοινωνικές, περισσότερα κρύβουν παρά αποκαλύπτουν. Όταν μπούμε στον κόπο, ή αναγκαστούμε από τα ίδια τα πράγματα, όπως η Ντόρα, να πλησιάσουμε τους ανθρώπους, αυτοί είναι πάντα πιο πολύπλοκοι, πιο αντιφατικοί, απ’ ό,τι υποθέταμε κοιτώντας τους μέσα από τα γυαλιά των διαφόρων πολιτικών και πολιτισμικών κλισέ. Κι ακόμη βαθύτερα: Μονάχα αν ζήσουμε δίπλα στους ανθρώπους, αναπνεύσουμε τον αέρα που αναπνέουν, βιώσουμε τα προβλήματα που βιώνουν, μονάχα τότε θα είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τις επιλογές τους, τον τρόπο σκέψης τους, και ίσως πάψουμε να τους αντιμετωπίζουμε αφ’ υψηλού.
Το καλό μπορεί να έρθει, το ίδιο αναπάντεχα όπως και το κακό, από εκεί που το περιμένεις λιγότερο.
Κανείς δεν κατέχει την πλήρη αλήθεια, ούτε ο δικαιωματιστής Ρόμπερτ, που έχει πιάσει στασίδι «από την πλευρά του καλού», ούτε και οι κάτοικοι του Μπράκεν που έχουν περιχαρακωθεί στο δίκαιο αίσθημα εγκατάλειψης που νιώθουν από την Πολιτεία. Καθένας, όπως φαίνεται περίτρανα και με την εξέλιξη του ναζί γείτονα, είναι μοναδική περίπτωση, και πίσω από την ταμπέλα που του έχουν φορέσει οι άλλοι ή κι ο ίδιος στον εαυτό του, υπάρχει ένας άνθρωπος – και συχνά, το καλό μπορεί να έρθει, το ίδιο αναπάντεχα όπως και το κακό, από εκεί που το περιμένεις λιγότερο.
Ερωτήματα χωρίς απάντηση
Καθώς διάβαζα το εξαιρετικά καλογραμμένο (κι ευτυχώς, καλά μεταφρασμένο) μυθιστόρημα της Γερμανίδας συγγραφέα, έκανα μια σκέψη που με κατατρέχει συχνά τελευταία: Γιατί μυθιστορήματα σαν κι αυτό δεν γράφονται στη χώρα μας; Γιατί η επαρχία μας είναι γεμάτη εξωτικά και θρύλους, και δύσκολα βλέπουμε εκεί σύγχρονους ανθρώπους με αληθινά προβλήματα; Είμαι βέβαιος ότι μια παραλλαγή του Μπράκεν υπάρχει και στην ελληνική επαρχία, ενώ δεκάδες Ντόρες ασφυκτιούσαν στην πανδημία, και η απόδραση από την Αθήνα ήταν τα τελευταία χρόνια ισχυρή τάση, τουλάχιστον στο φαντασιακό μιας γενιάς μεταξύ τριάντα και σαράντα χρόνων ή και μεγαλύτερων. Το ερώτημα είναι βέβαια ρητορικό και δεν θα επιχειρήσω να το απαντήσω. Ίσως άλλωστε να γράφονται και στη χώρα μας παρόμοια μυθιστορήματα, και να μην έτυχε να πέσουν στα χέρια μου. Κανείς δεν τα διαβάζει όλα, κι είναι πλέον πολύ δύσκολο να έχεις πλήρη εποπτεία της λογοτεχνικής παραγωγής στη χώρα μας.
Χρειαζόμαστε μυθιστορήματα σαν κι αυτό, μυθιστορήματα που ίσως δεν μείνουν στην ιστορία της λογοτεχνίας, αλλά που με μέσα στη συγκεκριμένη συγκυρία έχουν την ικανότητα να λειτουργήσουν ευεργετικά, σε αντίστιξη με τις κυρίαρχες ασπρόμαυρες αφηγήσεις,
Αυτό που γνωρίζω όμως με βεβαιότητα είναι ότι χρειαζόμαστε μυθιστορήματα σαν το Περί Ανθρώπων, μυθιστορήματα που ίσως δεν μείνουν στην ιστορία της λογοτεχνίας, αλλά που με μέσα στη συγκεκριμένη συγκυρία έχουν την ικανότητα να λειτουργήσουν ευεργετικά, σε αντίστιξη με τις κυρίαρχες ασπρόμαυρες αφηγήσεις, καθώς εκμεταλλεύεται εξαιρετικά τη μοναδική ικανότητα της πεζογραφίας: να πηγαίνει κοντά στους ανθρώπους, να τους βλέπει μέσα στην καθημερινότητά τους, στο περιβάλλον τους, ενίοτε και μέσα στο μυαλό τους ή την ψυχή τους. Να τους εξανθρωπίζει. Κι αν ο Ναζί γείτονας δεν είναι τελικά το τέρας που περιμέναμε, τόσο το καλύτερο για όλους μας.
*Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Ακούστε το σχετικό podcast του pod.gr στο spotify