Σκέψεις με αφορμή το μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου «Δικά μας παιδιά» (εκδ. Μεταίχμιο), μια ιστορία για τα σημερινά παιδιά και τους γονείς τους, κι αντίστροφα. Στη Θεσσαλονίκη, και παντού.
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
Προϋπόθεση για να αρχίσεις να ψάχνεις είναι να αποδεχτείς ότι δεν γνωρίζεις. Ότι κάτι έχεις πάψει να καταλαβαίνεις. Κάπως έτσι ξεκινάς, αρχίζεις να ρωτάς, προσπαθείς να ακούσεις, να βάλεις τις άγνωστες λέξεις σε μια σειρά. Ποια είναι όλα αυτά τα παιδιά που γεμίζουν στάδια για έναν ραπ μουσικό που οι περισσότεροι από εμάς δεν τον έχουμε καν ακουστά; Τι συμβαίνει με τους πιτσιρικάδες στα γήπεδα και έξω από αυτά; Γιατί μας κλείνουν κατάμουτρα την πόρτα του δωματίου τους και τι στο διάολο κάνουν με τις ώρες εκεί μέσα; Τέτοια και άλλα πολλά ερωτήματα έθεσε η Σοφία Νικολαΐδου στον εαυτό της και μπήκε στη διαδικασία να τα ψηλαφήσει. Το αποτέλεσμα το έχουμε στα χέρια μας: ένα σύγχρονο, ένα σημερινό μυθιστόρημα.
Μια μαμά, η Βάλια, και ο έφηβος γιος της, ο Κωστής. Το «βλαμμένο», όπως τον αποκαλεί από μέσα της, με τρυφερότητα. Ένας μπαμπάς, ο Ιορδάνης, και η έφηβη κόρη του, η Τζίνα. Και οι δυο έχουν μεγαλώσει και μεγαλώνουν τα παιδιά τους μόνοι τους. Από δίπλα ένα πιο «κανονικό» σχήμα, ένα ζευγάρι, η Ζωή και ο Θάνος, και ο γιος τους ο Μάκης. Και παραδίπλα κάποιοι άλλοι γονείς, κάποια άλλα παιδιά, πάντα μοναχοπαίδια. Είναι, φαίνεται, αυτή η νέα κανονικότητα.
Στο σχολείο, «συμμαθητές που δαγκώνουν σαν οχιές», για να δανειστώ μια ακόμη δυνατή φράση της Νικολαΐδου. Ο σχολικός εκφοβισμός, όπως επισήμως τον αποκαλούμε, είναι εδώ μια φυσική κατάσταση – κανείς δεν απορεί, κανείς δεν ασχολείται ιδιαίτερα. Όχι τίποτε πολύ άγριο, καθημερινά ταπεινωτικά τελετουργικά, όπως το να χοροπηδάει ο ψευτονταής πάνω στα αγαπημένα σου αθλητικά παπούτσια. Λεπτομέρειες που μπορεί να κάνουν ορισμένα παιδιά να βιώνουν το σχολείο σαν αληθινή κόλαση. Και που τα οδηγούν στο να κλείνονται ακόμη περισσότερο στον εαυτό τους, και στο δωμάτιό τους.
Ο σχολικός εκφοβισμός, όπως επισήμως τον αποκαλούμε, είναι εδώ μια φυσική κατάσταση – κανείς δεν απορεί, κανείς δεν ασχολείται ιδιαίτερα.
Και να γράφουν μπάρες. Τι είναι οι μπάρες; Ακούστε μερικές...
Την πόρτα σου μην κλείνεις, θα 'ρθω μετά τις δύο / Μου το είπαν στο Μαντείο πως οι δρόμοι είναι σφαγείο (ΛΕΞ)
Μπάρες, λένε οι ράπερς, ή ραπάδες, όπως αυτοαποκαλούνται, τους στίχους τους. Από πού βγαίνει η λέξη; Ποιος ξέρει. Ίσως είναι μια μεταφορά για τις μπάρες της φυλακής, που κι αυτές, οριζόντιες μαύρες γραμμές αν τις δεις κάπως αφαιρετικά, θυμίζουν τους στίχους πάνω στο χαρτί. Πρέπει, πάντως, να αισθάνεσαι κάπως, για να ονομάζεις τους στίχους που γράφεις μπάρες.
Μπάρες, λοιπόν, γράφει ο Κωστής κλεισμένος στο δωμάτιό του και ονειρεύεται ένα beat που θα τις πάρει και θα απογειώσει τις μπάρες του. Η γνωριμία του με την ένα χρόνο μεγαλύτερή του Τζίνα, που ξέρει να φτιάχνει ρυθμούς στον υπολογιστή της, θα είναι καθοριστική. Ένα παράθυρο ανοίγει στη ζωή τους, κάτι που τους ενώνει με τον κόσμο τους, που τους κάνει να αισθάνονται αληθινοί. Το πρώτο κομμάτι που γράφει ο Κωστής έχει τίτλο: Από το τίποτα.
Στον παλιό καναπέ καθισμένη / μ’ ένα φως αλογόνου λουσμένη / την κλωστή της περνά σιωπηλά / απ' το τίποτα [1]
Από το τίποτα, λοιπόν, ξεπηδά κάτι, κι η ζωή παίρνει άλλη τροπή για τους μικρούς πρωταγωνιστές. Αυτοί όμως είναι μονάχα η μία πλευρά του μυθιστορήματος: Η Νικολαΐδου βάζει εξίσου στο μικροσκόπιο και την πλευρά των ενηλίκων, μοιράζοντας το βιβλίο της ανάμεσα στους δύο κόσμους. Κόσμοι που αποκλίνουν και συγκλίνουν, άλλοτε για καλό, κι άλλοτε για κακό.
Παράλληλα, η αφήγηση τρυπώνει στα υπόγεια των ομάδων, της κερκίδας και των συνδέσμων. Στη ζώνη του λυκόφωτος της οπαδικής βίας, που πολύ πρόσφατα έχει αφήσει νεκρά νεανικά κορμιά στα πεζοδρόμια της πόλης. Μια παρόμοια ιστορία, όπου μια αγέλη οπαδών δολοφονούν αγρίως έναν έφηβο με κασκόλ αντίπαλης ομάδας, αναπτύσσεται κι εδώ παράλληλα, εμπλέκοντας πρόσωπα κοντινά στους κεντρικούς ήρωες του μυθιστορήματος. Δικά μας παιδιά, κι αυτά, μοιάζει να μας λέει η Σοφία Νικολαΐδου. Δικά μας παιδιά είναι όλα.
Η Σοφία Νικολαΐδου έχει εκδώσει μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, μελέτες και μεταφράσεις. Το μυθιστόρημά της Χορεύουν οι ελέφαντες (Μεταίχμιο, 2012) μεταφράστηκε στα αγγλικά και κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Melville House. Το μυθιστόρημά της Απόψε δεν έχουμε φίλους (Μεταίχμιο, 2010) μεταφράστηκε στα εβραϊκά (Kester Books) και τα ρουμάνικα (Editura Omonia). Για το βιβλίο αυτό τιμήθηκε με το Athens Prize for Literature 2010. Το βιβλίο της Καλά και σήμερα: Το χρονικό του καρκίνου στο δικό μου στήθος (Μεταίχμιο, 2015) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας ως έργο που προάγει τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά θέματα και μεταφράστηκε στα ρουμάνικα (Editura Omonia). Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορούν επίσης τα μυθιστορήματα Στο τέλος νικάω εγώ (2017) και Vor (2021). Από το 1992 ως το 2018 εργάστηκε ως φιλόλογος σε σχολείο. Από το 2019 Διδάσκει Δημιουργική Γραφή στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. |
Το μυθιστόρημα συναπαρτίζεται από πολλά ευσύνοπτα κεφάλαια, καθένα με τον δικό του τίτλο, καθένα και με τους δικούς του ραπ στίχους, σαν προμετωπίδα.
Αυτή η γενιά έχει αποτύχει και το κόστος βαρύ / γιατί από κάτω παίζει αμόνι και από πάνω σφυρί. (Stixoima)
Η γλώσσα της αφήγησης προσαρμόζεται στον ήρωα που εκθέτει κάθε φορά, χωρίς υπερβολές και γραφικότητες. Προσωπικά με κέρδισε η μαμά του Κωστή, η Βάλια, που βγαίνει μέσα από τις σελίδες ολοζώντανη και τόσο τρυφερή και γλυκιά. Θα ήθελα ίσως να έχει μια καλύτερη ζωή, να έχει για παράδειγμα έναν φίλο ή μια φίλη, κάτι δικό της εκτός από τον γιο της, αλλά ίσως κάτι τέτοιο να εξέτρεπε υπερβολικά την κεντρική αφήγηση.
Πολλά θέματα που μας απασχολούν όλους μας όταν μιλάμε για τους νέους, και βέβαια απασχολούν και τους ίδιους, όπως οι σχέσεις και το σεξ, η ρευστότητα των ρόλων και των φύλων, η φιλία, θίγονται εδώ χωρίς τυμπανοκρουσίες, ρευστοποιούνται μέσα στην ίδια την ιστορία.
Ολόκληρο το βιβλίο εμποτίζεται από μια νεανική, ιδιαίτερα παραστατική γλώσσα, που μας βάζει στον κόσμο των εφήβων και νέων των πόλεων, χωρίς όμως να της δίνει περισσότερο χώρο απ’ ό,τι χρειάζεται. Κυρίαρχοι σε αυτό το μυθιστόρημα είναι οι χαρακτήρες, η Βάλια, η Ζωή, ο Ιορδάνης ο καλός μπάτσος, ο Κωστής, η Λένια κι ο Φώτης, αλλά κι ο Σίμος ο κακός μπάτσος, κι ο Τσε και η δόλια η Στεφάνκα η Βουλγάρα, η καλή μαμά του κακού παιδιού: αυτούς βλέπεις, αυτούς ακούς να μιλάνε, με αυτούς πορεύεσαι.
Πολλά θέματα που μας απασχολούν όλους μας όταν μιλάμε για τους νέους, και βέβαια απασχολούν και τους ίδιους, όπως οι σχέσεις και το σεξ, η ρευστότητα των ρόλων και των φύλων, η φιλία, θίγονται εδώ χωρίς τυμπανοκρουσίες, ρευστοποιούνται μέσα στην ίδια την ιστορία. Ομοίως, η σαπίλα που όλοι φανταζόμαστε ότι θάλλει γύρω από τους ποδοσφαιρικούς συλλόγους, αλλά και σε μια μερίδα της αστυνομίας ή του ευρύτερου δικαστικού συστήματος, έχει εδώ το μερίδιό της, χωρίς βερμπαλισμούς και υπερβολές: πάντα στην υπηρεσία των χαρακτήρων και της ιστορίας.
Και βέβαια, πανταχού παρούσα, η πόλη, που στην περίπτωσή μας δεν είναι άλλη από τη Θεσσαλονίκη, τη Σαλονίκη, τη Σαλούγκα ή Σολούν ή SKG (εσκέιτζι), που τη νιώθουμε να πάλλεται κάτω από τις σόλες των εφήβων και των νέων, που άλλοτε σουλατσάρουν σε αυτήν σαν άρχοντες και άλλοτε τρέχουν στα στενά της σαν τρομαγμένα σκυλιά.
1. Το «Από το τίποτα» είναι ποίημα του Σάκη Σερέφα, από την ομότιτλη συλλογή.
*Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.