Σκέψεις με αφορμή το κείμενο του Στέφαν Τσβάιχ [Stefan Zweig] «Η ομογενοποίηση του κόσμου» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης), το οποίο κυκλοφορεί στη σειρά «Βιβλίδια» των εκδόσεων Άγρα.
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
Θα σου μιλήσω για ένα βιβλιαράκι που βγήκε πρόσφατα, μα που φιλοξενεί ένα κείμενο που γράφτηκε έναν αιώνα πριν, το 1925. Ένα κείμενο στο οποίο, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο, «ο συγγραφέας του διαβλέπει προφητικά τον κίνδυνο μιας ραγδαίας τάσης για ομοιομορφία, πολλές δεκαετίες πριν από την παγκοσμιοποίηση». Τίτλος του, «Η ομογενοποίηση του κόσμου» και συγγραφέας του ο περιώνυμος Στέφαν Τσβάιχ.
Με τις ευρωπαϊκές εκλογές μπροστά μας, και το αντιευρωπαϊκό μέτωπο ισχυρότερο και πιο διευρυμένο από ποτέ, έχει την αξία του να σκεφτούμε ξανά πώς κάποιες ιδέες και αντιλήψεις διασταυρώνονται μεταξύ τους σε βάθος χρόνου. Είναι ένα ρεύμα που ξεκινά από πολλές και συχνά απομακρυσμένες μεταξύ τους πηγές, αλλά συνήθως εκβάλει σε δύο παραπόταμους: τον φόβο μπροστά στην ρευστότητα που εκφράζει η παγκοσμιοποίηση, και στην τάση για εθνική αναδίπλωση, την επιστροφή στις πατροπαράδοτες ρίζες και αξίες.
Στην περίπτωση του Στέφαν Τσβάιχ έχουμε να κάνουμε πρωτίστως με τον φόβο της ομογενοποίησης που επιφέρει η παγκοσμιοποίηση της κουλτούρας, μέσω της τεχνολογίας. Εκείνος δεν ένιωθε να απειλούνται οι αξίες ενός έθνους-κράτους, αλλά ολόκληρος ο κόσμος ενός πολυεθνικού πολιτισμού, αυτός της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Πράγματι: Η πολυπολιτισμική κοινωνία της Βιέννης στην οποία μεγάλωσε ήταν μια κοινωνία της διαφοράς, μέσα στην οποία κάθε εθνοτική ομάδα μπορούσε να έχει το δικό της αποτύπωμα, τον δικό της ζωτικό χώρο.
Ποια στοιχεία του τότε σύγχρονου κόσμου, που τα περισσότερα έρχονταν από την τρισκατάρατη Αμερική, είναι αυτά που προκαλούσαν στον Βιεννέζο Τσβάιχ τη μεγαλύτερη αποστροφή. Ο ίδιος ξεχωρίζει τρία: Είναι οι μοντέρνοι χοροί, ο κινηματογράφος και το ραδιόφωνο. Και στα τρία διακρίνει τα ίδια χαρακτηριστικά: ευκολία, παθητικότητα, μαζικότητα.
Προκαλεί έκπληξη, ίσως και κατάπληξη, σε εμάς σήμερα, όταν βλέπουμε ποια στοιχεία του τότε σύγχρονου κόσμου, που τα περισσότερα έρχονταν από την «τρισκατάρατη» Αμερική, είναι αυτά που προκαλούσαν στον Βιεννέζο Τσβάιχ τη μεγαλύτερη αποστροφή. Ο ίδιος ξεχωρίζει τρία: Είναι οι μοντέρνοι χοροί, ο κινηματογράφος και το ραδιόφωνο. Και στα τρία διακρίνει τα ίδια χαρακτηριστικά: ευκολία, παθητικότητα, μαζικότητα.
Γράφει ο Τσβάιχ, όχι δίχως κάποια έπαρση: «Τον καινούργιο χορό μπορούν να τον μάθουν ακόμη και οι υπηρετριούλες, ο κινηματογράφος ενθουσιάζει τους αγράμματους χωρίς ν’ απαιτεί απ’ αυτούς μια στάλα έστω μόρφωση, και για ν’ απολαύσει κανείς το ραδιόφωνο δεν έχει παρά να κολλήσει το αυτί του στη συσκευή».
Ποιος είναι άραγε ο καινούργιος χορός στον οποίο αναφέρεται και τον αντιπαραθέτει στους παραδοσιακούς χορούς που συνηθίζονταν τότε στα σαλόνια της Βιέννης; Δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα, αλλά μια και βρισκόμαστε στη δεκαετία του είκοσι, θα τολμούσαμε να υποθέσουμε ότι ίσως έχει στο μυαλό του το φοξ τροτ ή το τσάρλεστον, που είχαν έναν βαθμό ελευθερίας στα βήματα και τις κινήσεις τους – και προέρχονταν αμφότεροι από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μια ψύχραιμη τοποθέτηση
Αντίστοιχα, μιλώντας για κινηματογράφο, είναι επίσης καλά ενημερωμένος, καθώς αναφέρεται τόσο στους Νιμπελούνγκεν του Φριτς Λανγκ, από τη Γερμανία, όσο και στις κωμωδίες του Γάλλου σταρ του βωβού, Μαξ Λίντερ, αλλά και στον Τσάρλι Τσάπλιν, καθώς διαμαρτύρεται ότι «κάθε εμφάνιση του Τζάκι Κούγκαν (του μικρού πρωταγωνιστή στο Χαμίνι του Τσάπλιν) είναι σήμερα μια εμπειρία πιο δυνατή, πιο παγκόσμια απ’ ό,τι ήταν ο θάνατος του Τολστόι πριν από είκοσι χρόνια». Όσο για το ραδιόφωνο, σημειώνει: «Ο Παριζιάνος και ο Βιεννέζος ακούνε ταυτόχρονα το ίδιο πράγμα, κι αυτή η ταυτοχρονία, αυτή η ομοιομορφία μεθά τους πάντες με τις υπερβολικές της διαστάσεις. […] Κι έτσι, χωρίς να το αντιληφθούν, οι ψυχές εξομοιώνονται».
Αυτά γράφει, μεταξύ άλλων, ο Στέφαν Τσβάιχ, το 1925, στο απόγειο της δόξας του. Είναι πλέον ένας από τους διασημότερους συγγραφείς στον κόσμο, ένας από τους πιο πολυμεταφρασμένους επίσης. Από αυτήν την άποψη, ο πεζογράφος ήταν κι ο ίδιος το προϊόν μιας πρώιμης παγκοσμιοποίησης. Ας αναλογιστούμε μόνο ότι η πρώτη μετάφραση Τσβάιχ στην ταπεινή Ελλάδα μας έγινε το 1922 – εντάξει, ήταν μονάχα ένα ποίημα, αλλά κι αυτό κάτι λέει.
Ο πατέρας του ήταν βιομήχανος, ενώ η μητέρα του κόρη οικογένειας τραπεζιτών. Όταν μιλάει περιφρονητικά για «υπηρετριούλες», έχει προσωπική γνώση και προκατάληψη.
Επίσης, ας μην παραβλέπουμε την καταγωγή του. Εβραίος, βέβαια, αλλά της ανώτερης τάξης. Ο πατέρας του ήταν βιομήχανος, ενώ η μητέρα του κόρη οικογένειας τραπεζιτών. Όταν μιλάει περιφρονητικά για «υπηρετριούλες», έχει προσωπική γνώση και προκατάληψη. Όταν θρηνεί για το τέλος ενός κόσμου, ας μην ξεχνάμε ότι ήταν ένας κόσμος στον οποίο κατείχε προνομιακή θέση.
Εκεί που όμως πραγματικά μας σοκάρει ο Στέφαν Τσβάιχ του 1925 είναι όταν βλέπει στον εθνικισμό ένα ανάχωμα στην επέλαση του κακού. Γράφει, και μεταφέρω αυτολεξεί:
«Η Ευρώπη είναι το τελευταίο οχυρό της ατομικότητας, ίσως μάλιστα η σπασμωδική υπερένταση των λαών, ο υπερβολικός μας εθνικισμός, παρ’ όλη τη βιαιότητά του, να εκφράζει ως έναν βαθμό μια πυρετώδη, υποσυνείδητη αντίδραση, μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια άμυνας ενάντια στην τρομερή απειλή της εξομοίωσης και της ισοπέδωσης».
Βρισκόμαστε λίγα χρόνια μετά το τέλος του 1ου παγκόσμιου πολέμου, όταν ο εθνικισμός έχει μετατρέψει την Ευρώπη σε απέραντο σφαγείο. Είναι επίσης αυτός ο, κάπως «υπερβολικός εθνικισμός», ο οποίος θα φέρει τον Χίτλερ στην εξουσία, αναγκάζοντας εννιά χρόνια μετά τον ίδιο τον Τσβάιχ να εγκαταλείψει την Αυστρία, αρχικά για την Αγγλία, και στην τελευταία φάση της ζωής του για τη Βραζιλία, όπου το 1942, όπως είναι γνωστό, έβαλε τέλος στη ζωή του μαζί με τη σύζυγό του, από απελπισία για το πού είχε οδηγηθεί η αγαπημένη τους Ευρώπη, «το τελευταίο οχυρό της ατομικότητας».
Η πανουργία της Ιστορίας, θα πει κανείς. Αναμφίβολα, ναι.
«Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε...»
Στις τελευταίες σελίδες του κειμένου του, αφού έχει ξεσπαθώσει ενάντια στον χορό, τον κινηματογράφο και το ραδιόφωνο, τρία δεινά ανάμεσα σε πολλά που φέρνουν οι μοντέρνοι καιροί (πρόλαβε άραγε να δει την ομότιτλη ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, το 1936;), αλλάζει τόνο κι επιδίδεται σε έναν ευπρόσδεκτο αυτοκριτικό αναστοχασμό:
«Ας μην αποστρέφουμε υπεροπτικά το βλέμμα» σημειώνει, «ας μην κρατιόμαστε αγέρωχα σε απόσταση – αντίθετα, ας δούμε, ας παρακολουθήσουμε, ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε...»
Να μια παραίνεση που θα μας φαινόταν κι εμάς σήμερα εξόχως χρήσιμη. Οι φόβοι και οι ανησυχίες που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση, ή η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, έχουν αληθινές βάσεις και δεν πρέπει να υποτιμούνται από τις ελίτ, ούτε να χλευάζονται από τους κοσμοπολίτες διανοούμενους. Αλλά, όπως και στα χρόνια του Στέφαν Τσβάιχ, έτσι και σήμερα, ο εθνικισμός και η αναδίπλωση δεν είναι η λύση, αλλά μια κατεύθυνση που μονάχα καταστροφές φέρνει, όπως έχει δείξει η Ιστορία ξανά και ξανά.
Τι να κάνουμε; Ε, «ας δούμε, ας παρακολουθήσουμε, ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε...», στέλνοντας αν μη τι άλλο σοβαρούς και φιλοευρωπαίους συμπολίτες μας να μας εκπροσωπήσουν στην Ευρώπη.
*Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.