
Του Κώστα Κατσουλάρη
Ακούγαμε τις προάλλες σε ραδιοφωνικό σταθμό γνωστό δημοσιογράφο να παίρνει συνέντευξη από τον διακεκριμένο στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο. Ο δημοσιογράφος αποκαλούσε τον κύριο Παπαδόπουλο «πρόεδρο» κι εκείνος του απαντούσε ωσάν αυτή η προσφώνηση να ήταν η πλέον φυσιολογική.
Βλέπετε, ο στιχουργός είναι πράγματι πρόεδρος μιας λέσχης θαυμαστών του, των περίφημων «λεφτεριστών». Ενδεχομένως να υπάρχει κάτι το σκωπτικό στη στάση αυτή του ποιητή, αλλά και πάλι: Πού είναι ο Γκράουτσο Μαρξ πού έλεγε «δεν θα ήθελα να είμαι μέλος μιας λέσχης που δέχεται για μέλη της άτομα σαν κι εμένα;»
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα βλέπαμε ξανά και ξανά τον Διονύση Σαββόπουλο να διαφημίζει από τηλεοράσεως πώς θα μας βοηθήσει να «γυρίσει ο χρόνος», έχοντας σκαρφιστεί και φέτος μια παράσταση με κέντρο τον εαυτό του. Κι αυτά, ένα χρόνο μετά από την περσινή, ανοικονόμητη όπως αποδείχτηκε, φιέστα με εμπνευστή και πάλι τον ίδιο, και θέμα, τότε, τη δεκαετία του εξήντα – όπως την έβλεπε ο ίδιος φυσικά, μέσα από τα τραγούδια του, τα λόγια του κ.λπ., εξού και η εντελώς προσωποκεντρική προβολή του γεγονότος.
Τρίτο παράδειγμα, και πιο εμβληματικό: Εδώ και μερικά χρόνια, αλλά με ιδιαίτερη ένταση τον τελευταίο χρόνο, ο Μίκης Θεοδωράκης γίνεται το κέντρο εκδηλώσεων προς τιμή του, εκπομπών προς τιμήν του, τελετών προς τιμήν του, παραστάσεων προς τιμήν του. Εκδόσεις, σιντί, ντιβιντί, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, παιανίζουν αδιάκοπα το μέγεθος του ανδρός, της μουσικής του, του έργου του, της συνολικότερης προσφοράς του, κι όλα αυτά συχνότατα με τον ίδιο παρόντα. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος ευφυής (αν όχι μεγαλοφυής) να αποδέχεται να συμμετέχει σε αυτό το θέατρο εξύμνησής του, χωρίς να συναισθάνεται κάποια στιγμή το… υπερβολικόν του πράγματος;
(Απορία: Δεν βρίσκεται κάποιος να τους πει πως όταν είσαι πραγματικά σπουδαίος ισχύει το ίδιο που ισχύει, κατά τη διάσημη ρήση του Τσόρτσιλ, για τις κυρίες; Αν είσαι, δεν χρειάζεται να το διαλαλείς…)
Άλλοτε συγκαταβατικά, άλλοτε δακρύβρεχτα, άλλοτε πιο χαριτωμένα, «του εξήντα οι εκδρομείς», στη μεγάλη τους πλειονότητα, εκπέμπουν εδώ και χρόνια το ίδιο μήνυμα που έχει τον χαρακτήρα αυτοεκπληρούμενης προφητείας: Τίποτε στη σημερινή εποχή δεν αξίζει, ο χαμένος παράδεισος βρίσκεται πίσω (στη χρυσή δεκαετία), αν όχι πολύ πιο πίσω (στην Κατοχή, στην Αντίσταση). Μιλούν επί παντός επιστητού με ύφος και τόνο εθνάρχη, ενώ τα λόγια τους ουδέπονται αμφισβητούνται σθεναρά από εκείνους που τους προσκαλούν – οι οποίοι συνήθως είναι, έτσι κι αλλιώς, μόνιμοι τιμητές τους.
Κι όμως: Με κάποιες εξαιρέσεις, οι απόψεις και οι θέσεις τους εμφανίζονται συχνά ως σχιζοφρενικές, έτσι καθώς τραμπαλίζονται από το ένα άκρο του πολιτικού φάσματος στο άλλο. Ποιος ξεχνάει τον μετέπειτα «εκσυγχρονιστή» Σαββόπουλο ντυμένο την ελληνική σημαία να τραγουδάει στα στρατόπεδα, αρχές του ενενήντα, όταν περνούσε την ελληνορθόδοξη φάση του; Όσο για τις πολιτικές αντιλήψεις που εκφράζει κάθε τόσο ο αδιαλείπτως «αριστερός» Μίκης με τις παρεμβάσεις του (Οτσαλάν, «Μακεδονικό», υπόθεση βιβλίων της Ιστορίας κ.ά) είναι προφανές σε κάθε απροκατάληπτο παρατηρητή ότι φλερτάρουν σταθερά με την άκρα δεξιά. Ωστόσο, ουδέποτε, στις εκατοντάδες ώρες λόγου και παρουσίας του στα ΜΜΕ όλα αυτά τα χρόνια δεν του έχει τεθεί πιεστικά από κάποιο δημοσιογράφο ή άλλον καλλιτέχνη σχετικό ερώτημα. Μήπως, ελέω του προχωρημένου της ηλικίας του, το «σινάφι» εκφράζει έτσι τον σεβασμό του προς το εθνικό σύμβολο, αποσιωπώντας τις… παρασπονδίες του; Το αντίθετο συμβαίνει: Κάθε νέα του παρέμβαση παίρνει τεράστια δημοσιότητα, κι αναπαράγεται εν χορώ. Παράδειγμα, η ζωντανή ανάγνωση από τον Λάκη Λαζόπουλο επιστολής του σχετικής με «εθνικά» θέματα.
Καταλήγοντας: Δεν χωρά αμφιβολία ότι οι σημαντικοί καλλιτέχνες και οι δημιουργοί πρέπει να τιμώνται όσο βρίσκονται στη ζωή. Δεν χωρά επίσης αμφιβολία ότι έχουν κι αυτοί, όπως κάθε πολίτης, το δικαίωμα να παίρνουν θέση σε σημαντικά ζητήματα, να εκφράζουν τις απόψεις τους δημόσια όταν κρίνουν ότι έχουν κάτι να πουν. Ωστόσο, όταν αυτό συμβαίνει, οι απόψεις τους αυτές, οι πολιτικές θέσεις τους, η αισθητική τους, πρέπει να υπόκεινται στην ελεύθερη και άφοβη κριτική στην οποία υπόκεινται όλες οι απόψεις που διακινούνται στον δημόσιο χώρο. Στις δημοκρατίες, ουδείς βρίσκεται υπεράνω κριτικής κι ουδείς έχει το ακαταλόγιστο, όσο σημαντική κι αν είναι η προσφορά του στον τομέα που δραστηριοποιήθηκε (καλλιτεχνικό ή άλλο). Η αγιοποίηση προσώπων, η αναγωγή τους σε εθνικά σύμβολα, σε ζωντανούς μύθους, καταλύει τον κριτικό λόγο και τον ουσιαστικό διάλογο και μας απομακρύνει από τις βασικές αξίες της ανοιχτής κοινωνίας.