![tenet 1](/images/2020/SEPTEMVRIOS/tenet-1.jpg)
Πώς ο Christopher Nolan πέτυχε να φτιάξει μια περίπλοκη και υπερφιλόδοξη περιπέτεια που δεν προκαλεί κανένα συναίσθημα στον θεατή.
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Αν κάθε φιλόδοξη ταινία προϋποθέτει (κατασκευάζει ή επινοεί) τον θεατή της, με τον ίδιο τρόπο που ένα λογοτεχνικό έργο προϋποθέτει (κατασκευάζει ή επινοεί) τον αναγνώστη του, αναρωτιέμαι σε ποια αρχή στηρίζεται η θέαση του Tenet, ποια «ουσία» κινεί την ερμηνευτική μηχανή του, τι δουλεύει μέσα μας όταν εγκαταλείπουμε την αίθουσα. Με άλλα λόγια, τι είδους υποκείμενο φανταζόταν ο δημιουργός του, ο Κρίστοφερ Νόλαν, ότι θα στηθεί μπροστά σε μια οθόνη και θα παρακολουθεί επί 150 λεπτά την ταινία του; Τι θα το «δένει» με αυτό που βλέπει, τι θα θρέφει την περιέργειά του;
Η πίστη στην ιδέα ότι το σημαντικότερο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί στην επαφή σου με ένα έργο τέχνης, είναι να το καταλάβεις. Να κυριαρχήσεις δηλαδή πάνω του μέσω λογικών κι ερμηνευτικών σχημάτων, σαν τον κατακτητή μιας απάτητης χώρας
Μια απάντηση θα μπορούσε να είναι η εξής: αυτό που κινεί το «υποκείμενο Tenet» είναι η προσήλωση στο ιδεώδες της κατανόησης· η πίστη στην ιδέα ότι το σημαντικότερο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί στην επαφή σου με ένα έργο τέχνης, είναι να το καταλάβεις. Να κυριαρχήσεις δηλαδή πάνω του μέσω λογικών κι ερμηνευτικών σχημάτων, σαν τον κατακτητή μιας απάτητης χώρας, αισθανόμενος στο τέλος (όταν και αν τα καταφέρεις), αν όχι το ίδιο επιτήδειος και ικανός με τον δημιουργό του (δύσκολο, με έναν Νόλαν απέναντι), τουλάχιστον όχι εντελώς ανόητος. Από αυτήν την άποψη, ήδη από το καλύτερο-σε-όλα-τα-σημεία Inception, o Νόλαν μπορεί να χριστεί εφευρέτης ενός νέου είδους κινηματογραφικής αφήγησης, αυτής που δεν πραγματώνεται μέσα στο δίωρο-τρίωρο της σκοτεινής αίθουσας, δεν βασίζεται στην (όσο απαιτητική κι αν είναι) συνομιλία της με την ψυχή, την καρδιά και το πνεύμα ενός θεατή, αλλά ολοκληρώνεται στο πλαίσιο μιας ερμηνευτικής κοινότητας που, μέρα τη μέρα, κατασκευάζει τις «οδηγίες χρήσης» θέασης του έργου. («Δεν την κατάλαβες; Λογικό. Ούτε κι εγώ την πρώτη φορά. Μπες σε αυτό το σάιτ, την έχουν «αναλύσει» δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο, ατάκα την ατάκα, και θα το πιάσεις το νόημα. Τίποτε δεν είναι τυχαίο στον Νόλαν. Ο τύπος είναι ιδιοφυΐα …»).
Το ζήτημα της κατανόησης των καλλιτεχνικών έργων, άρα και των λογοτεχνικών ή κινηματογραφικών έργων, ουδέποτε καθόρισε τη μοίρα τους στο χρηματιστήριο αξιών του χρόνου
Το παράξενο είναι ότι το ζήτημα της κατανόησης των καλλιτεχνικών έργων, άρα και των λογοτεχνικών ή κινηματογραφικών έργων, ουδέποτε καθόρισε τη μοίρα τους στο χρηματιστήριο αξιών του χρόνου. Αντίθετα, για να περιοριστούμε στην κινηματογραφική τέχνη, ορισμένες από τις πιο εμβληματικές ταινίες του σύγχρονου κινηματογράφου ήταν από ερμηνευτικά ανοιχτές έως και ερμητικά δυσνόητες (8+1/2 του Φελίνι, Θεώρημα του Παζολίνι, Στάλκερ ή Καθρέφτης του Ταρκόφσκι, Μάτια ερμητικά κλειστά του Κιούμπρικ, Mulholland Drive και άλλες ταινίες του Λυντς, οι ταινίες του Γκρίναγουεϊ και πολλές πολλές ακόμη). Θα συγκινούσαν άραγε ταινίες σαν κι αυτές το «υποκείμενο Tenet»; Αμφιβάλλω. Κι ο λόγος είναι απλός: πέρα από τα ζητήματα κατανόησης μιας πλοκής, μιας ιστορίας, ενός χαρακτήρα, οι ταινίες αυτές, ακόμη και οι πιο «εγκεφαλικές» όπως των Κιούμπρικ, Λυντς ή Γκρίναγουεϊ, απαιτούν από τον θεατή συναισθηματική και ψυχική εγρήγορση, φυσική και σωματική συμμετοχή στη θέασή τους. Είναι ταινίες που μπορούν να σε κάνουν να πονέσεις, να κλάψεις, ή έστω να θαυμάσεις ένα θεωρητικό ή αισθητικό οικοδόμημα, χωρίς να σε περιορίζουν σε λύτη ενός ψευδεπίγραφου γρίφου μιας κάποιας «πλοκής» ή της μαθηματικής αποκατάστασης ενός χαοτικού timeline.
Τα ζητήματα με το Tenet βέβαια δεν εξαντλούνται στις προθέσεις του δημιουργού του, στο τι είδους σινεμά επιδιώκει να κάνει ή με ποια πλευρά της ψυχονοητικής λειτουργίας του ανθρώπινου όντος υποθέτει ότι ανοίγει κάποιον διάλογο. Αυτό που κάνει το Tenet μια ταινία πραγματικά εξαιρετική (με την έννοια της «εξαίρεσης», όχι της σπουδαιότητας), είναι ότι αποτυγχάνει και στο στοιχείο όπου ποντάρει τα περισσότερα: να είναι μια ταινία θεαματική. Και τούτο διότι στην εποχή μας, όταν όλοι μας έχουμε παρακολουθήσει ζωντανά δυο αληθινά αεροπλάνα, με αληθινούς ανθρώπους μέσα, να συντρίβονται πάνω στους Δίδυμους Πύργους, και τους Πύργους στη συνέχεια να καταρρέουν μπροστά στα μάτια μας σαν χάρτινοι, κι έχοντας δει και ξαναδεί αυτές τις εικόνες εκατοντάδες φορές έκτοτε (τι παράξενο, χθες, όταν είδα το Tenet, ήταν 11η Σεπτεμβρίου), πιστεύει κανείς ότι θα μας κοβόταν η ανάσα βλέποντας ένα Μπόινγκ, μέσα στο οποίο δεν βρίσκεται ΚΑΝΕΝΑΣ, να πέφτει αργά αργά πάνω σε ένα υπόστεγο; Ότι θα παρέλυε η κριτική μας ικανότητα στην πληροφορία ότι ο σκηνοθέτης, για τα γυρίσματα αυτής της σκηνής, χρησιμοποίησε (άκουσον- άκουσον) αληθινό αεροπλάνο;
Η οπτική γήτευση γρήγορα εξαντλείται, ενώ στη συνέχεια η «σπαστική» κίνηση των ηρώων καθώς παλεύουν ή τρέχουν αρχίζει ακόμη και να κουράζει. Τι απομένει λοιπόν;
Δεν μπορεί κανείς να αγνοεί βέβαια ότι ταινίες σαν κι αυτήν, ταινίες δηλαδή με θηριώδη μπάτζετ (αναλογιστείτε μονάχα ότι ξεπερνάει το άθροισμα των προϋπολογισμών του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου για μια 40ετία), ενσωματώνουν στις διαδικασίες παραγωγής τους νέες τεχνολογίες, καινοτόμες τεχνικές κ.λπ. Εδώ, όλα αυτά δούλεψαν στην υπηρεσία της αναπαράστασης της ιδέας της «χρονικής αναστροφής» (μην με ρωτάτε τι είν’ αυτό), που είναι κάτι διαφορετικό από το να κινούνται όλα και όλοι απλώς ανάποδα (μην με ρωτάτε γιατί), ειδικά όταν στο ίδιο πλάνο συνυπάρχει ο κανονικά ρέον χρόνος με τον «ανεστραμμένο» χρόνο. Και πάλι όμως, η οπτική γήτευση γρήγορα εξαντλείται, ενώ στη συνέχεια η «σπαστική» κίνηση των ηρώων καθώς παλεύουν ή τρέχουν αρχίζει ακόμη και να κουράζει. Τι απομένει λοιπόν;
Όχι πολλά. Οι διάλογοι του Tenet ίσως μείνουν πράγματι στην ιστορία του κινηματογράφου ως κάποιοι από τους πλέον κενόσοφους, σχοινοτενείς και κακογραμμένους που έχουμε ακούσει. Υποθέτουμε (ευσεβείς πόθοι, θα πει κανείς) ότι κάποιες ατάκες του θα γίνουν νούμερα σε επιθεωρήσεις ή σε σταντ-απ κόμεντι, όπως όταν ένας στρατιώτης συστήνει στον «πρωταγωνιστή», όταν μεταφερθεί στο μέλλον, να έχει μαζί του οξυγόνο, γιατί αλλιώς θα τον προδώσουν οι «ανεστραμμένοι πνεύμονες». Ο Νόλαν κατάφερε, ακόμη, να φτιάξει έναν από τους πιο χονδροειδείς και κακοπαιγμένους κακούς που έχουμε να δούμε σε ταινία από την εποχή που τον Μποντ ενσάρκωνε ο Ρότζερ Μουρ – αλλά, και πάλι, κατά κόρον οι ταινίες Τζέιμς Μποντ δεν έπαιρναν τον εαυτό τους στα σοβαρά, δεν προσπαθούσαν να σε πείσουν ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι: σινεμά της διασκέδασης, με τα δικά του «κλειδιά», τις δικές του απαιτήσεις.
Μήπως τελικά η απόλυτη κενότητα που εκφράζει αυτή η ταινία, τεράστιο περιτύλιγμα αλλά καθόλου περιεχόμενο, φέρει πάνω της περισσότερο απ’ όσο μου αρέσει να αναγνωρίζω το στίγμα της εποχής μας;
Αν το στοίχημα ήταν μια παραγωγή που, έχοντας στη διάθεσή της τεράστια μέσα και άπειρα οπτικά κόλπα, θα κατάφερνε (το σχεδόν ακατόρθωτο) να μην προκαλεί κανένα απολύτως συναίσθημα στον θεατή, τότε ίσως να έχουμε να κάνουμε με επίτευγμα. Κι αυτή ακριβώς είναι η πιο μελαγχολική μου σκέψη: μήπως τελικά η απόλυτη κενότητα που εκφράζει αυτή η ταινία, εκθαμβωτικό περιτύλιγμα αλλά στάλα περιεχόμενο (όσο κι αν κραυγάζει περί του αντιθέτου), φέρει πάνω της, περισσότερο απ’ όσο μου αρέσει να αναγνωρίζω, το στίγμα της εποχής μας; Γιατί, δεν μπορώ να πάψω να το σκέφτομαι: σε ποια άλλη εποχή θα αποτολμούσε ποτέ το Χόλιγουντ να πλασάρει στον πλανήτη ως «απάντηση» στη διαρροή των θεατών από τις αίθουσες μια ταινία τόσο ευθαρσώς μεγαλόστομη, τόσο παταγωδώς κούφια; Έτσι ιδωμένο, λοιπόν, ως «σύμπτωμα των καιρών», το Tenet ίσως έχει κάποιο ενδιαφέρον, όχι αυτό καθαυτόν, αλλά ως επίρρωση της ιδέας ότι έχει εγκατασταθεί για τα καλά, γύρω μας και πρωτίστως μέσα μας, η επιθυμία για το ομοίωμα, για το placebo, ότι έχει επέλθει οριστικά η εποχή που το σχεδόν τίποτε παρουσιάζεται και μοσχοπουλιέται ως περίπου τα πάντα, διεκδικώντας πλήρη καλλιτεχνικά credits, κι αυτό φαντάζει απολύτως φυσικό και αυτονόητο.
* Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας.