
Ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, από τους κύριους εκπροσώπους του γερμανικού κλασικισμού, πέθανε μια μέρα σαν σήμερα, 22 Μαρτίου 1832. Στη φωτογραφία ο διάσημος πίνακας του Γιόχαν Χάινριχ Βίλχελμ Τισμπάιν «Ο Γκαίτε στην Ιταλία» (1787).
Του Ευθύμιου Σακκά
Είχε γεννηθεί στην Φρανκφούρτη στις 28 Αυγούστου 1749, γόνος ιδιαίτερα εύπορης οικογένειας. Έγραψε τα πρώτα του ποιήματα κατά την παιδική του ηλικία. Σπούδασε αρχικά στην Λειψία παρακολουθώντας μαθήματα ποιητικής, ιατρικής, φιλολογίας και φιλοσοφίας, ενώ αργότερα σπούδασε και νομικά στο Στρασβούργο.
Στα είκοσι πέντε του χρόνια έγραψε και εξέδωσε «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου», που αποτέλεσε τον πρόδρομο του ρομαντισμού και άσκησε μεγάλη επιρροή εκείνη την εποχή όχι μόνο στον χώρο των γραμμάτων αλλά και σε διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής.
Δύο από τους σημαντικότερους σταθμούς της πορείας του σταθήκανε η εγκατάστασή του στην Βαϊμάρη το 1775, οπότε και αναλαμβάνει καθήκοντα Υπουργού του Δούκα και η μετέπειτα γνωριμία και φιλία του με τον Σίλλερ.
Το 1775 επίσης έγραψε και τις πρώτες σκηνές από τον «Φάουστ» που αποδείχθηκε το έργο της ζωής του και το οποίο ολοκληρώθηκε μόλις ένα χρόνο πριν το θάνατό του.
Ο στίχος του τίτλου είναι από το πρώτο μέρος του Φάουστ
Αχ! σπούδασα φιλοσοφία
και νομική και γιατρική,
και αλί μου και θεολογία
με κόπο και μ' επιμονή·
και να με δω με τόσα φώτα,
εγώ μωρός, όσο και πρώτα!
Με λένε μάγιστρο, ακόμα δόκτορα,
και σέρνω δέκα χρόνια τώρα
από τη μύτη εδώ κι εκεί
τους μαθητές μου — και το βλέπω δεν μπορεί
κανένας κάτι να γνωρίζει!
Λες την καρδιά μου αυτό φλογίζει.
Ναι, πιότερα ξέρω παρά όλοι μαζί,
γιατροί, δικηγόροι, παπάδες, σοφοί·
δισταγμοί, υποψίες δε με ταράζουν,
κόλασες, διάολοι δε με τρομάζουν —
έτσι όμως κι η χαρά μού είναι φευγάτη,
δεν το φαντάζομαι πως ξέρω κάτι
καλό στον κόσμο να το διδάξω,
να τον φωτίσω, να τον αλλάξω.
Ούτ' έχω δα καλά και πλούτο,
δόξα, τιμές στον κόσμο τούτο.
Μήτε σκυλί έτσι θα 'θελα να ζει!
Γι' αυτό έχω στη μαγεία παραδοθεί,
μήπως το πνεύμα το στόμα ανοίξει
κι η δύναμή του μη μου δείξει
κάποια μυστήρια, ώστε άλλο εδώ
να μην παιδεύουμαι να πω
ό,τι δεν ξέρω, να γνωρίσω τι
βαθιά τον κόσμο συγκρατεί,
κάθε αφορμή και σπόρο ν' αντικρίσω
και κούφια λόγια πια να μην πουλήσω.
Να 'βλεπες, φως του φεγγαριού,
τον πόνο μου στερνή φορά,
τις ώρες του μεσονυχτιού,
που εδώ σε πρόσμενα συχνά,
πώς σε βιβλία, χαρτιά σωρό
σύντροφο σ' είχα θλιβερό:
Αχ! να μπορούσα στις ψηλές
μ' εσέ ν' ανέβαινα κορφές,
με στοιχειά στα σπήλαια να πετούσα,
στο θάμπος σου λιβάδια να γυρνώ,
κάθε γνώσης τινάζοντας καπνό
στο δρόσος σου να ξαρρωστούσα!
(μτφρ. Κωστας Χατζοπουλος)