
Μια μέρα σαν σήμερα, 15 Μαρτίου 1884 ήρθε στη ζωή ο Λευκαδίτης ποιητής Άγγελος Σικελιανός. Άρχισε να ασχολείται με τους στίχους από την παιδική του ηλικία και το 1901 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και γράφτηκε στην Νομική Σχολή.
Του Ευθύμιου Σακκά
Το 1905 γνωρίστηκε με την πρώτη σύζυγό του αμερικανίδα αρχαιολόγο Εύα Πάλμερ. Ο γάμος αυτός του προσέφερε, εκτός των άλλων, και μεγάλη οικονομική άνεση. Ο Σικελιανός άρχισε να ταξιδεύει και ολοκλήρωσε το πρώτο του σημαντικό έργο «Ο αλαφροΐσκιωτος» το 1907, ενώ ακολουθήσανε τα επόμενα χρόνια τα πέντε μέρη της ποιητική συλλογής «Πρόλογος στη ζωή». Αργότερα ο ίδιος θα συγκέντρωνε το σύνολο σχεδόν του έργου του υπό τον τίτλο «Λυρικός Βίος».
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
Η αγάπη του Σικελιανού για τα αρχαιοελληνικά ιδεώδη εκφράστηκε μέσα από την προσπάθεια να διοργανώσει τις «Δελφικές Εορτές» με απώτερο σκοπό την πολιτιστική συναδέλφωση των λαών. Οι υψηλές όμως οικονομικές απαιτήσεις για την υλοποίηση του όλου εγχειρήματος οδήγησαν τις προσπάθειές του σε αδιέξοδο.
Στα χρόνια του ’40 συνέβαλλε αποφασιστικά με την ποίησή του στην εγχώρια και διεθνή πνευματική αφύπνιση και τουλάχιστον πέντε φορές ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ. Ο Σικελιανός πέθανε σε ηλικία 67 ετών στις 19 Ιουνίου 1951 έπειτα από πολυήμερα νοσηλεία.
Ο στίχος στον τίτλο είναι από το ποίημα «Γιατί βαθιά μου δόξασα»
Γιατὶ βαθιά μου δόξασα καὶ πίστεψα τὴ γῆ
καὶ στὴ φυγὴ δὲν ἅπλωσα τὰ μυστικὰ φτερά μου,
μὰ ὁλάκερον ἐρίζωσα τὸ νοῦ μου στὴ σιγή,
νὰ ποὺ καὶ πάλι ἀναπηδᾶ στὴ δίψα μου ἡ πηγή,
πηγὴ ζωῆς, χορευτικὴ πηγή, πηγὴ χαρά μου...
Γιατὶ ποτὲ δὲ λόγιασα τὸ πότε καὶ τὸ πῶς,
μὰ ἐβύθισα τὴ σκέψη μου μέσα στὴν πάσαν ὥρα,
σὰ μέσα της νὰ κρύβονταν ὁ ἀμέτρητος σκοπός,
νὰ τώρα πού, ἡ καλοκαιριὰ τριγύρα μου εἴτε μπόρα,
λάμπ᾿ ἡ στιγμὴ ὁλοστρόγγυλη στὸ νοῦ μου σὰν ὀπώρα,
βρέχει ἀπ᾿ τὰ βάθη τ᾿ οὐρανοῦ καὶ μέσα μου ὁ καρπός!...
Γιατὶ δὲν εἶπα: «ἐδῶ ἡ ζωὴ ἀρχίζει, ἐδῶ τελειώνει...»
μὰ «ἂν εἶν᾿ ἡ μέρα βροχερή, σέρνει πιὸ πλούσιο φῶς...
μὰ κι ὁ σεισμὸς βαθύτερη τὴ χτίση θεμελιώνει,
τὶ ὁ ζωντανὸς παλμὸς τῆς γῆς ποὺ πλάθει εἶναι κρυφός...»
νὰ πού, ὅ,τι στάθη ἐφήμερο, σὰ σύγνεφο ἀναλιώνει,
νὰ ποὺ ὁ μέγας Θάνατος μοῦ γίνηκε ἀδερφός!...
(ἀπὸ τὸν Λυρικὸ Βίο, B´, Ἴκαρος 1966)