Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έρχεται και πάλι με τον «Σάκο Εκστρατείας» του μιλώντας μας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, για τη συλλογή διηγημάτων του Μάριου Χάκκα «Το κοινόβιο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.
Γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη ήταν ένα στρατιωτικό σακίδιο ώμου με το σήμα της ειρήνης και τη λέξη Genesis που ένας μαύρος χοντρός μαρκαδόρος είχε σχηματίσει πάνω του. Γέμιζε με βιβλία, αγορασμένα από το βιβλιοπωλείο Διάλογος του Νίνου Παππά στον Βόλο. Ο πάντα ευπροσήγορος και χαμογελαστός Νίνος πρότεινε βιβλία σε αμούστακα μειράκια σαν του λόγου μου, σαν τον Γιάννη Τζώρτζη (που έγινε ποιητής και μεταφραστής), σαν τον Νίκο Λουδοβίκο (που έγινε ο πατήρ Νικόλαος Λουδοβίκος), και άλλους.
Ένα απόγευμα, μου σύστησε το Κοινόβιο του Μάριου Χάκκα. Άλλο που δεν ήθελα. Είχα ήδη δει το Easy Rider, είχα αγοράσει το άλμπουμ Woodstock, αδημονούσα να ενηλικιωθώ για να γίνω χίπης και να ζήσω σε κοινόβια. Πού να ήξερα ότι άλλη κατάσταση ήταν ο Χάκκας, τελείως άλλη. Τον διάβασα κι έπαθα συγκλονισμό. Το πρώτο μου κείμενο που δημοσιεύτηκε ποτέ, στα δεκάξι μου, στην εφημερίδα Θεσσαλία, έφερε τον τίτλο «Σπουδή στον Μάριο Χάκκα», και ιδού που τώρα, ασπρομάλλης κι ασπρογένης, επανέρχομαι, μισόν αιώνα μετά.
«Χαρτάκια σκορπισμένα στο δρόμο για το κοιμητήρι της Καισαριανής είναι τα κείμενά σου από το Κοινόβιο· τα μαζεύω και τα διαβάζω ευλαβικά πασχίζοντας να βγάλω το μήνυμα. Παράτησε, μου λες, τα τυποποιημένα και τα συμβατικά», γράφει σ᾽ ένα εμπύρετο, σε δεύτερο ενικό, κείμενό του για τον Χάκκα, ο σπουδαίος Στρατής Τσίρκας, στον τόμο Μάριος Χάκκας – Κριτική Θεώρηση του έργου του (εκδ. Κέδρος, 1979, σ. 45).
Και ο Θωμάς Κοροβίνης στο Επίμετρό του για το Κοινόβιο (εκδ. Άγρα), εικάζει εύστοχα: «Ίσως πίσω από τον οραματισμό του Κοινόβιου να κρύβεται η επιθυμία του για μια μεταθανάτια συνάντηση των αγαπημένων του, για ένα πάρτυ των προσφιλών του, απόντων και παρόντων, σε τόπο και χρόνο αόριστο και απροσδιόριστο, πέραν του φάσματος της ζωής και του θανάτου».
Ο συγγραφέας δεν πρόλαβε να δει το βιβλίο τυπωμένο. Στις 4 Ιουλίου του 1972, η αείμνηστη Νανά Καλλιανέση τού δείχνει τα τυπογραφικά δοκίμια του έργου, την επαύριο, ξημερώματα 5 Ιουλίου, ο Μάριος Χάκκας αφήνει την τελευταία του πνοή, αφού είπε στη Μαρίκα, τη γυναίκα του: «Πάρε το οξυγόνο, δεν χρειάζεται πια».
Με την αίσθηση του κατεπείγοντος
Γράφοντας με την αίσθηση του κατεπείγοντος («Να γράφεις κι όταν έχει τελειώσει το μπικ σου», διαβάζουμε στη σ. 79), πασχίζοντας θαρραλέα να ανασυστήσει το παρελθόν και να αφήσει τα ίχνη του στο μέλλον, λαχταρώντας να σώσει διά του λόγου και του στυλογράφου ατμόσφαιρες, διαθέσεις, βιώματα, φιλίες, εξάρσεις, εξαναστάσεις· επιθυμώντας διακαώς να λογαριαστεί με ιδέες και αντιλήψεις, ο Χάκκας προβαίνει στα οργανωμένα και συγκροτημένα παραληρήματα του Κοινόβιου, θαρρείς υιοθετώντας ένα κράμα αυθόρμητης πρόζας (spontaneous prose, η μέθοδος του Τζακ Κέρουακ), συνειδησιακής ροής (η μέθοδος των μοντερνιστών), και αυτόματης γραφής (η μέθοδος των υπερρεαλιστών). Το υλικό μοιάζει χαοτικό αλλά είναι οργανωμένο, και το πηδάλιο το κρατεί η μνημοσύνη. Και, βέβαια, σε τέτοιες περιπώσεις κατεπείγουσας γραφής με συνδυασμό αυτών των τριών μεθόδων, δεν μπορεί παρά να δεσπόζει η ειλικρίνεια — ενώ ο σαρκασμός συνοδεύεται από έναν εκ βαθέων αυτοσαρκασμό.
Για του λόγου το αληθές, ιδού η ταχεία και τραχιά εκκίνηση του βιβλίου: «Τα γραφτά μου μικρά σαν κουτσουλιές· στη δεύτερη, το πολύ στην τρίτη σελίδα, εξαντλούνται, κι έπειτα μάταια προσπαθώ να τα τεντώσω, δεν έρχονται οι φράσεις, και τα νοήματα γατάκια πεταμένα σε σκουπιδότοπο» (σ. 11).
Συναντάμε λαχανιασμένες φράσεις ποιητικής ακρίβειας για την ασθένεια του, που θα μπορούσαν να διδαχθούν σε σεμινάρια Αφηγηματικής Ιατρικής
Σε τούτη τη σύναξη ψυχών συναντάμε, όπως άλλωστε και στον Μπιντέ, τους φίλους του συγγραφέα, πότε με τα ονόματά τους πότε όχι: τον οδοντίατρο και ποιητή Θανάση Κωσταβάρα, τον ζωγράφο Δημήτρη Κακουλίδη (ειρήσθω εν παρόδω, στο Χρονολόγιο που έχει συντάξει ο Γιώργος Χάκας, εκ λάθους το όνομα γίνεται Γιάννης)· τον Θωμά Γκόρπα, τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο. Συναντάμε λαχανιασμένες φράσεις ποιητικής ακρίβειας για την ασθένεια του, που θα μπορούσαν να διδαχθούν σε σεμινάρια Αφηγηματικής Ιατρικής (Narrative Medicine), ενώ έχουν ήδη εκπονηθεί μελέτες και διατριβές για τη νόσο στο έργο του Χάκκα. Φράσεις όπως: «Ο πυρετός ανέβαινε κύματα κύματα, από το βιολετί στο κόκκινο κι από το ανοιχτό μπλε στο βαθύ, έπειτα ήρθε ένα γκρίζο, κατάλαβα πως περνούσα διαρκώς στα πιο σκούρα, πέρα μακριά είδα μια παραλλαγή του μαύρου να πλησιάζει, ήταν μια τεράστια σαρανταποδαρούσα» (σ. 74).
Βεβαίως, ιδιαίτερη μνεία οφείλω να κάνω στο οξύ, σαρωτικό και ακατάσχετο χιούμορ του Χάκκα, καθώς θυμάμαι πώς είχαμε σκάσει στα γέλια πιτσιρικάδες με τις εσκεμμένες παραλλαγές του ονόματος του Λεονίντ Μπρέζνιεφ που γίνεται Μπιτσινιέφ, Μπριτσινιέφ, Κριτσινιέφ, Ντριτσινιέφ, και Στριτσινιέφ (σσ. 37-39)· καθώς ξαναβρίσκω, πενήντα έτη μετά, τις παρηχήσεις του: Αλλ᾽ έξεις / Αλέξης / Μπλέξεις (σ. 63)· Καντ / I can’t, I can’t (σ. 139)· μπουάτ / μπουτίκ / μπούτια (σ. 141).
Σημειώνω, τέλος, δύο βιβλία που καταπιάνονται με την προσφορά του Μάριου Χάκκα στα γράμματα.
Στο πρώτο, Μάριος Χάκκας – Κριτική Θεώρηση του έργου του (εκδ. Κέδρος, 1979) στεγάζονται κείμενα για τον συγγραφέα, γραμμένα από διακεκριμένους κριτικούς, φιλολόγους, και συγγραφείς, και δημοσιευμένα ανάμεσα στα 1967 και 1977. Ανάμεσα στους γράφοντες οι Φώντας Κονδύλης, Βάσος Βαρίκας, Δ. Ν. Μαρωνίτης, Αλέξανδρος Αργυρίου, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Αλέξης Ζήρας, Π. Α. Ζάννας, Στρατής Τσίρκας.
Στο δεύτερο, Το αμφίσημο γέλιο στη συλλογή Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες του Μάριου Χάκκα — Μελαγχολία και ανατροπή (εκδ. Άγρα), ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος προβαίνει σε μια διεξοδική και εμβριθέστατη μελέτη του χακκικού λόγου όπως προχωρεί και εξελίσσεται στο δεύτερο πεζογραφικό του έργο. Αναλύει ένα-ένα, όλα τα πεζογραφήματα του Μπιντέ, συνδέοντας το σωματικό στοιχείο με τη διά της γραφής επεξεργασία του τραύματος (τόσο του από την ιστορία προερχόμενου όσο και αυτού που η ασθένεια προξενεί). Δεικνύει πώς ο Χάκκας υπερβαίνει τον ρεαλισμό ερωτοτροπώντας γόνιμα (και παθιασμένα, ας πω) με τα αβανγκάρντ ρεύματα, με το Νταντά, με τον υπερρεαλισμό, με το παράλογο (συμπληρώνω και με την Beat Generation)· επισημαίνει τη διάσταση του χιούμορ και του αυτοσαρκασμού, της αμφισημίας και της αμφιβολίας, και επιμένει, ορθότατα, ότι ο λόγος του Χάκκα είναι εντυπωσιακά καινοτόμος «και μάλιστα όχι μόνο στο πλαίσιο της νεοελληνικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας» (σ. 15).
Γράφει ο Χρυσανθόπουλος:
«Απομένει μόνο η γραφή, όχι ως πεδίο έκφρασης ιδεών, όχι ως διαμαρτυρία, αλλά ως στιγμιαίος αναστοχασμός πάνω στη ζωή και στον θάνατο, ως μέτρο για να αποτυπωθεί η διαφορά και το χρονικά πεπερασμένο της ζωής. Ως ανάμνηση μιας εμπειρίας τραυματικής από το παρελθόν» (σ. 105).
Ένας γενναίος άνθρωπος, ένας μείζων τεχνίτης του λόγου, ένας δρομέας στην κόψη του χρόνου, ένας αιρετικός της Αριστεράς, κάποιος που πονεμένα αλλά παιχνιδιάρικα λαχταρούσε να γίνει κάτι σαν κουλουβάχατα μέσα στο σύμπαν, ιδού ποιος υπήρξε -και εξακολουθεί μέσα από το έργο του να υπάρχει- ο Μάριος Χάκκας.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική σύνθεση «Lipstick Traces (Revisited)» (εκδ. Κάπα).
Απόσπασμα από το βιβλίο
Έτσι συνεχίστηκε ο αγώνας με τις λέξεις, κι ο άλλος, η πάλη με τις γυναίκες, αυτά τα δυο μ᾽ έβγαζαν έξω από τα όρια του κόσμου, με σφεντόνιζαν στα χάη κι έλεγα πως δε θα επιστρέψω ποτέ από κει, ώσπου για λίγο επέστρεφα στην πραγματικότητα, ασχολιόμουν με την αρρώστια και πάλι αναχωρούσα (σ. 69).
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε στη Μακρακώμη Φθιώτιδας, γιος του Γεωργίου Χάκκα και της Σταυρούλας Καρατσαλή. Τέσσερα χρόνια μετά τη γέννησή του εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην προσφυγική συνοικία της Καισαριανής. Τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια σημάδεψαν τα γεγονότα της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου. Το 1950 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και υπηρέτησε στο πολιτικό στρατόπεδο της Γυάρου ως σπουδαστής της Σχολής Σαμαρειτών του Ερυθρού Σταυρού. Το 1951 έδωσε εξετάσεις για πρόσληψη στον ΟΤΕ και παρά την επιτυχία του δε διορίστηκε λόγω κοινωνικών φρονημάτων.
Την ίδια χρονιά άρχισε να έρχεται σε επαφή με αριστερές οργανώσεις της Καισαριανής και του Βύρωνα και γνωρίστηκε με τη Μαρίκα Κουζηνοπούλου, την οποία παντρεύτηκε το 1961. Το 1952 έγινε μέλος της ΕΔΑ, πήρε μέρος στην ίδρυση του πρώτου πολιτιστικού συλλόγου της Καισαριανής (Φ.Ε.Ν.) και γράφτηκε στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου. Η πολιτική του δραστηριότητα δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές του πέρα από τα δυο πρώτα χρόνια. Το 1954 συλλήφθηκε ως μέλος αριστερής οργάνωσης και καταδικάστηκε σε τετράχρονη κάθειρξη, αρχικά στην Καλαμάτα και στη συνέχεια στην Αίγινα.
Στη φυλακή μελέτησε ξένες γλώσσες και στράφηκε στη συγγραφή ποιημάτων και διηγημάτων. Αποφυλακίστηκε το 1958 και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως στρατιώτης γ΄ κατηγορίας (μουλαράς). Παράλληλα συνέχισε να ασχολείται με τη συγγραφή. Το 1960 αποστρατεύτηκε και δούλεψε σε εργοστάσιο πλαστικών ειδών, αρχικά ως πλασιέ και στη συνέχεια στο πρατήριο. Μετά το γάμο του μετακόμισε στο Βύρωνα, ενώ παράλληλα η κριτική στάση του απέναντι στο Κόμμα οδήγησε σε ρήξη των σχέσεών του με την Αριστερά. Από το 1964 ως το 1967 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος Καισαριανής και ενίσχυσε σημαντικά τις δραστηριότητες της Φ.Ε.Ν. Το 1966 κορυφώθηκε η διένεξή του με την Αριστερά και ο Χάκκας στράφηκε προς μια επιχείρηση με κορνίζες και μινιατούρες, από κοινού με το φίλο του Ασημάκη Νηστικούλη. Με την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας συλλήφθηκε και κρατήθηκε για ένα μήνα στα κρατητήρια του αστηνομικού τμήματος Παγκρατίου. Από το 1969 άρχισε η περιπέτεια της υγείας του που ξεκίνησε από καρκίνο στα νεφρά και κατέληξε στον πνεύμονα.
Με τη συλογή Ο μπιντές και άλλες ιστορίες συντελείται μια σαφής στροφή -φυσικό επακόλουθο της ψυχολογικής επίδρασης που άσκησε στο Χάκκα η αρρώστια του αλλά και η ρήξη του με το κομμουνιστικό κόμμα- προς μια ωριμότερη γραφή, αφαιρετική, με επιρροές από το ρεύμα του υπερρεαλισμού στην τραγική διάστασή του και ενδεικτική της αγωνίας του συγγραφέα μπροστά στο θάνατο αλλά και της απογοήτευσής του στη θέαση του μάταιου της ζωής και της ιδεολογίας στο σύγχρονο κόσμο. Στον ίδιο χώρο ανήκει και το τελευταίο του έργο -δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο- Το κοινόβιο, αλλά και τα τρία θεατρικά του μονόπρακτα.