
Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έρχεται και πάλι με τον «Σάκο Εκστρατείας» του, μιλώντας μας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, τα μυθιστορήματα «Άσεντεν ή ο Βρετανός πράκτορας» (μτφρ. Μαρία Λαϊνά & Μάνια Μεζίτη, εκδ. Πατάκη) του Σόμερσετ Μομ [Somerset Maugham] και «Ένας Αμερικανός κατάσκοπος» (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις) του Όλεν Στάινχαουερ [Olen Steinhauer].
Γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
«Έσο δαιμόνιος! Έσο δαιμόνιος! Και χρησιμοποίησε τους κατασκόπους σου για κάθε λογής δουλειές», συμβούλευε ο σοφός Σουν Τσου, στο μνημειώδες, και πάντα επίκαιρο έργο του, Η Τέχνη του Πολέμου. Βέβαια, οι ηγεμόνες όλων των εποχών και των κρατών χρησιμοποποιούν τους κατασκόπους για κάθε λογής βρόμικες δουλειές, ενώ εμείς οι περιπαθείς βιβλιόφιλοι τους χρησιμοποιούμε για τη μάλλον άδολη κι αθώα δουλειά της απόλαυσης ενός καλογραμμένου οξυδερκούς μυθιστορήματος, για να ασκήσουμε τον ταλαιπωρημένο από την καθημερινότητα νου μας. Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη, κατάφορτος όλο το καλοκαίρι, περιείχε μεταξύ άλλων και δύο, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά αμφότερα λίαν απολαυστικά, μυθιστορήματα, το ένα μάλιστα από παλιό διασημότατο συγγραφέα που είχε θητεύσει και ως κατάσκοπος.
Είχα λατρέψει το μυθιστόρημα Η κόψη του ξυραφιού, μεταφρασμένο από την αείμνηστη ποιήτρια Μαρία Λαϊνά (εκδ. Μελάνι) και, αλίμονο!, είχα ερωτευτεί παράφορα, πριν από ακριβώς σαράντα χρόνια, την Τερέζα Ράσελ στο φιλμ που έπλασε από το μυθιστόρημα κάποιος, λησμονημένος κι απ᾽ τον Θεό, John Byrum. Οι πάντες, φυσικά, είχαμε διαβάσει στα νιάτα μας την Ανθρώπινη δουλεία, που κυκλοφορεί σε νέα, φροντισμένη μετάφραση του συγγραφέα Νίκου Α. Μάντη (εκδ. Μεταίχμιο), και ορισμένοι έχουμε γοητευτεί από τη Βροχή (μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδ. Άγρα).
Και μες στον Αύγουστο του καύσωνα, με ταξίδεψαν στη δεκαετία του 1910 οι 390 χορταστικές, περίκομψες σελίδες του μυθιστορήματος Άσεντεν ή ο Βρετανός πράκτορας (μτφρ. Μαρία Λαϊνά & Μάνια Μεζίτη, εκδ. Πατάκη). Ο συγγραφέας δεν είναι άλλος από τον συγγραφέα της Κόψης του ξυραφιού και της Ανθρώπινης δουλείας και της Βροχής, ήτοι ο Σόμερσετ Μομ (Somerset Maugham, 25/01/1874 – 16/12/1965), ιατρός (όπως τόσοι λίαν αξιόλογοι λογοτέχνες, από τον Τσέχοφ και τον Χειμωνά, μέχρι τον Γκότφριντ Μπεν και τον Η. Χ. Παραδημητρακόπουλο), συγκεκριμένα μαιευτήρας, με το ζιζάνιο της συγγραφής να τον τσιγκλάει, και εντέλει να τον οδηγεί στη λογοτεχνική επιτυχία και στην εγκατάλειψη της ιατρικής.
Ο Σόμερσετ ήταν και ταξιδιάρης (Ισπανία, Ιταλία, Νοτιοανατολική Ασία, Ινδία). Έχοντας συσσωρεύσει ένα σωρό εμπειρίες, κατέστη κελεπούρι για τις Μυστικές Υπηρεσίες της ωραίας και πονηρής Γηραιάς Αλβιώνος, οι οποίες φρόντισαν να τον στρατολογήσουν.
Καρπός της κατασκοπευτικής δραστηριότητας του δαιμόνιου Σόμερσετ είναι ο Άσεντεν, ένα σπονδυλωτό ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, χαρακτηριστικό γνώρισμα του οποίου είναι μια νοσταλγική αθωότητα (ή, άραγε, μια αθώα νοσταλγικότητα;), που την καρπούται ο αναγνώστης, μιας και οι περιπέτειες του Άσεντεν δεν είναι και τόσο βρόμικες, καίτοι μες στο κατ᾽ εξοχήν βρόμικο σύμπαν της κατασκοπείας, και θυμίζουν τα άδολα αστυνομικά της Άγκαθα Κρίσι με την Μις Μαρπλ μάλλον, παρά ματοβαμμένα και μοβόρικα υπομυθιστορήματα – όπως αυτά με τον φασισταρά πρίγκιπα Μάλκο Λίνγκε του Ζεράρ ντε Βιλιέ, ας πούμε.
Καρπός της κατασκοπευτικής δραστηριότητας του δαιμόνιου Σόμερσετ είναι ο Άσεντεν, ένα σπονδυλωτό ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, χαρακτηριστικό γνώρισμα του οποίου είναι μια νοσταλγική αθωότητα (ή, άραγε, μια αθώα νοσταλγικότητα;), που την καρπούται ο αναγνώστης, μιας και οι περιπέτειες του Άσεντεν δεν είναι και τόσο βρόμικες...
Μπα! Ο Άσεντεν δεν είναι κάνας μάτσο πιστολέρο, δεν κουβαλάει σιδερικό, οκέι αναλαμβάνει αποστολές αλλά, ως επί το πλείστον, σαν μειλίχιος καλοζωιστής που είναι, ζει τεμπέλικα, επισκέπτεται μουσεία και πινακοθήκες, εντρυφεί στο μπαρόκ, απολαμβάνει έργα του Μπρέγκελ και του Τισιάνο, και, μολονότι δεν τον εξοργίζει η αχρειότητα (συγγραφέας είναι άλλωστε!), θαυμάζει την καλοσύνη και δεν ζητάει από κανέναν περισσότερα απ᾽ όσα μπορεί να δώσει. Ανθρώπινο, βαθιά ανθρώπινο.
«Έλεγε πως η ζωή είναι θελτική και θλιβερή ταυτόχρονα: κρίμα να μην έχει κάποιος χρήματα, αλλά το χρήμα δεν είναι το παν, και τέλος πάντων, γιατί να μας απασχολεί τη στιγμή που σήμερα είμαστε κι αύριο δεν είμαστε, και όλα είναι συναρπαστικά και διασκεδαστικά, και εντέλει να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, facciamo una piccola combinazione, να κάνουμε έναν μικρό συνδυασμό», διαβάζω, μειδιώντας, στη σελίδα 119, ενώ, στο μυθιστόρημα μαίνεται το μακελειό αλλά ο Άσεντεν εκτελεί την αποστολή του Νάπολη, «τη χρυσοσκονισμένη απ᾽ το φως του ήλιου αξιολάτρευτη πόλη και τους φασιαριόζικους κατοίκους της».
Πώς, αναγνώστη, να μη μιλάω για νοσταλγική αθωότητα και αθώα νοσταλγικότητα διαβάζοντας τούτο το μυθιστόρημα;
Από τον αμέριμνο Βρετανό κατάσκοπο πάμε στον πολύπαθο και πολύπλαγκτο Αμερικανό συνάδελφό του. Ακούει στο όνομα Μάιλο Γουίβερ, και σε καμιά δεκαριά ακόμα. Σκοτώνει πριν προλάβουν να τον σκοτώσουν, συμπλέκεται, αφηνιάζει, πυροβολείται, τραυματίζεται· τον χρησιμοποιούν σαν να είναι κάνας «χρήσιμος ηλίθιος» (γειά σου, Βλαδίμηρε Ίλιτς Ουλιάνοφ!), δεν τον αφήνουν ν᾽ απολαύσει μια γαλήνια γαμήλια ζωή με την εκλεκτή της καρδιάς του, την Τίνα, και την σκαμπρόζικα πανέξυπνη θυγατέρα τους, τη Στέφανι· ο Μάιλο, εκών άκων, τα βάζει με Κινέζους που μηχανορραφούν κατά των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και, κυρίως, ο ένας εναντίον του άλλου· μια συγκρούεται και μια συμμαχεί με την Έρικα Σβαρτς, την επικεφαλής των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών· οι Τουρίστες, το επίλεκτο τμήμα στο οποίο ανήκει, και το οποίο πυκνότατατος πέπλος μυστηρίου περιβάλλει, διαλύεται αναπάντεχα εις τα εξ ων (αμαρτωλά και σκοτεινά) συνετέθη· ο προδότης προδίδεται από τον προδομένο που πρόδωσε τον προδότη του προδότη, ενώ το Πεκίνο ετοιμάζεται πυρετωδώς για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008.
Όλα αυτά στο σούπερ συναρπαστικό μυθιστόρημα του Όλεν Στάινχαουερ (Olen Steinhauer, 21.06.1970) Ένας Αμερικανός κατάσκοπος (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις). Έχουν προηγηθεί άλλα δύο, ο Τουρίστας και η Έξοδος Κινδύνου, από την ίδια μεταφράστρια (που οφείλω να πω ότι δίνει ρέστα, εύγε!) και τον οίκο του κυρίου Νίκου Γκιώνη που μας έχει συνηθίσει σε καλοδιαλεγμένα νουάρ, αστυνομικά, και κατασκοπευτικά έργα.
Ο Στάινχαουερ ξέρει πολύ καλά να οργανώνει την πλοκή του, να καθιστά ανάγλυφους τους χαρακτήρες του, να παίζει με το Καλό και το Κακό, με τον τρόπο του Ντοστογιέφσκι και της Χάισμιθ, πάει να πει να μην παίρνει θέση αλλά να εμβαθύνει και να δεικνύει. Και, ασφαλώς, γράφει πολύ καλά, λίαν επιμελημένα, φροντίζει για τη σημασία κάθε λέξης, και συνθέτει παραγράφους που θυμίζουν Ντον ΝτεΛίλο, Τόμας Πίντσον, και Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας.
Ο Στάινχαουερ ξέρει πολύ καλά να οργανώνει την πλοκή του, να καθιστά ανάγλυφους τους χαρακτήρες του, να παίζει με το Καλό και το Κακό, με τον τρόπο του Ντοστογιέφσκι και της Χάισμιθ, πάει να πει να μην παίρνει θέση αλλά να εμβαθύνει και να δεικνύει. Και, ασφαλώς, γράφει πολύ καλά, λίαν επιμελημένα, φροντίζει για τη σημασία κάθε λέξης, και συνθέτει παραγράφους που θυμίζουν Ντον ΝτεΛίλο, Τόμας Πίντσον, και Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας.
Τι είπα; Γουάλας; Και ιδού, φίλε αναγνώστη, στη σελίδα 168, η ωραιότατη Τίνα, η γυναίκα του Μάιλο, κάθεται στον καναπέ και διαβάζει ένα τεράστιο μυθιστόρημα, μπαίνει ο Μάιλο στο καθιστικό, διακόπτει την ανάγνωσή της, βάζοντας το χέρι του στον μηρό της. Φιλιούνται αυτοί, περνάμε εμείς στη σελίδα 169, και μετά διαβάζουμε το εξής (και είμαστε περιχαρείς): «Τελικά ακούμπησε το μυθιστόρημα στο τραπεζάκι και εκείνος είδε ότι ήταν το Infinite Jest του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας»! Εύγε, Όλεν!
Κλείνοντας, ας πω ότι ο Στάινχαουερ ανήκει στη χορεία των συγγραφέων που, μόλις εκδίδεται βιβλίο τους, παρατάω ανενδοιάστως ό,τι κάνω και δεν κάνω και πέφτω με τα μούτρα στην ανάγνωσή του (όπως συμβαίνει με τον Καρύλ Φερέ, με τον Ερίκ Βυϊγιάρ, και με τον Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, μεταξύ άλλων). Αναμένω αναμμένος τον επόμενο Όλεν.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική σύνθεση «Ωδή Κυψέλης» (εκδ. Ιωλκός).
Αποσπάσματα από τα βιβλία
Σόμερσετ Μομ, Άσεντεν ή ο Βρετανός πράκτορας: «Συμπαθούσε τους ανθρώπους γι᾽ αυτό που είναι, όχι επειδή δεν αντιλαμβανόταν τα λάθη τους. Δεν τον πείραζαν τα σφάλματά τους· αντίθετα τα δεχόταν ανασηκώνοντας υπομονετικά τους ώμους ή τα δεχόταν επειδή τους απέδιδε αρετές τις οποίες δεν είχαν. Και αφού έκρινε τους φίλους του με ειλικρίνεια, δεν τον απογοήτευαν ποτέ, οπότε σπάνια έχανε κάποιον. Δεν ζητούσε από κανέναν περισσότερα απ᾽ όσα μπορούσε να δώσει». (σ. 237)
Όλεν Στάινχαουερ, Ένας Αμερικανός κατάσκοπος: «Μια διαφήμιση στη New York Post, την οποία παρακολουθούσε ένας εξόριστος Κινέζος που ζούσε στο Μπρονξ, ύστερα ένα ραντεβού στο πλοίο των 9:15 προς το Στάτεν Άιλαντ και αναχώρηση από τον Τερματικό του Γουάιτχολ, με μια ανθολογία ποιημάτων του Τσαρλς Μπουκόφσκι στο χέρι.
Μπουκόφσκι;
Πού φτάνει κανείς για να περάσει απαρατήρητος;» (σ. 455)