Για το μυθιστόρημα του Andrej Kurkow «Γκρίζες μέλισσες» (μτφρ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, εκδ. Καστανιώτη).
Του Διονύση Μαρίνου
Στις 6 Μαρτίου 2014, με ένα ακριβές και διόλου μελοδραματικό άρθρο του στον βρετανικό Guardian, ο Αντρέι Κούρκοφ έγραφε για την επόμενη ημέρα της Ουκρανίας έπειτα από τη βίαιη «προσάρτηση» της Κριμαίας (σ.σ.: μετονομάστηκε σε Δημοκρατίας της Κριμαίας) με την επίρρωση και ενορχήστρωση των ρωσικών δυνάμεων του Πούτιν.
«Άλλο ένα πρωινό χωρίς πόλεμο. Είναι τρομαχτικό να σκέφτεσαι πως αύριο ή μεθαύριο δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να το λέμε αυτό, αλλά σήμερα το Κίεβο είναι ήρεμο», έγραφε χαρακτηριστικά σε εκείνο το, μάλλον, προφητικό άρθρο. Οκτώ χρόνια μετά, με την άγρια εισβολή των ρωσικών δυνάμεων στο εσωτερικό της Ουκρανίας να βρίσκεται σε εξέλιξη, ο Κούρκοφ επανήλθε με ένα μακροσκελές κείμενό του στον Economist, το οποίο γράφτηκε με τη μορφή ενός χρονικού πολέμου. Τούτο το κείμενο, σε αντίθεση με την προ ετών περιγραφή της τότε κατάστασης, θαρρείς πως είναι γραμμένο με την ανάσα κρατημένη κι έναν κόμπο στο λαιμό.
Ο Κούρκοφ περιγράφει το δράμα ενός λαού που ξύπνησε με τις βόμβες να σφυρίζουν πάνω από το κεφάλι του και τα πτώματα να σωριάζονται στους δρόμους. Όπως και στα γεγονότα της Κριμαίας, έτσι και τώρα, ο Κούρκοφ δεν δραπέτευσε στο εξωτερικό, ενώ θα μπορούσε να το κάνει. Μπορεί να αναγκάστηκε να αφήσει το σπίτι του στο Κίεβο με προορισμό το Λβιβ, στα σύνορα με την Πολωνία, αλλά, όχι, δεν τράπηκε σε φυγή. Ζει ακόμη και σήμερα το εν εξελίξει δράμα μαζί με τους συμπατριώτες του.
Γεννημένος σε ένα χωριό της περιφέρειας του τότε Λένινγκραντ, αλλά μεγαλωμένος στο Κίεβο, ο Κούρκοφ είναι η ενσάρκωση της περίεργης σχέσης που ανέπτυξε ιστορικά η Ρωσία με την Ουκρανία. Γράφει τα βιβλία του στα ρώσικα, ενόσω ζει στην Ουκρανία. Αυτή η «ενδιάμεση περιοχή» έκφρασης, σε συνδυασμό με τη θεματολογία του που κινείται μεταξύ του ιστορικού χρόνου που ορίζεται από το τέλος της ΕΣΣΔ και την έναρξη των δύσκολων μετασοβιετικών χρόνων, μόνο εύκολη δεν ήταν γι’ αυτόν.
Για τους Ουκρανούς ο Κούρκοφ είναι ένας «ρωσόπληκτος» και για τους Ρώσους ένας ξένος που προέρχεται από την Ουκρανία.
Εν ολίγοις, για τους Ουκρανούς ο Κούρκοφ είναι ένας «ρωσόπληκτος» και για τους Ρώσους ένας ξένος που προέρχεται από την Ουκρανία. Τούτο, όμως, δεν τον έχει εμποδίσει να είναι ένας καίριος καταγράφεας μιας κατάστασης που σοβεί εδώ και πολλά χρόνια στην ευρύτερη περιοχή και με τη δραστική του μυθοπλασία να μας προσφέρει έργα αιχμής.
Μπορεί να έγινε γνωστός με το μυθιστόρημά του Το ημερολόγιο του Μαϊντάν και του πολέμου, ένα χρονικό για τα γεγονότα της Κριμαίας, εντούτοις, λόγω των κρίσιμων στιγμών που βιώνει τώρα η χώρα του, οι Γκρίζες μέλισσες που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση (από τα ρώσικα) του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη (έχει συγγράψει και ένα ευσύνοπτο επίμετρο) αναμένεται να γίνουν το μυθιστόρημα που θα εξηγήσει σε όλους εμάς τα βαθύτερα αίτια αυτού του πολέμου.
Ακονίζοντας καλά την αιχμηρή λάμα της σάτιρας, με γλώσσα πυκνή και σημασιολογικά πολυμέτωπη, αλλά και με έναν ήρωα που συγκεντρώνει πάνω του όλα τα στοιχεία του δράματος που βιώνει ένας απλός Ουκρανός πολίτης που επιθυμεί να ζήσει ειρηνικά σε έναν κόσμο ανειρήνευτο, ο Κούρκοφ γράφει ένα μυθιστόρημα των καιρών μας, ένα σημερινό, απόλυτα σύγχρονο μυθιστόρημα που όμως κουβαλάει τη δομή των σπουδαίων μυθιστορημάτων που μας έχει δώσει η ρωσόφωνη λογοτεχνία.
Ήρωας των Γκρίζων μελισσών είναι ο σαρανταεννιάχρονος συνταξιούχος Σεργκέι Σεργκέγιτς. Ο «γκρίζος», όπως τον ονομάζουν, όχι μόνο για το χρώμα των μουντών ρούχων του, αλλά και διότι ζει στην «γκρίζα περιοχή» μεταξύ της Ουκρανίας και των αυτόνομων περιοχών. Στο χωριό του δεν διεξάγονται μάχες. Οι ριπές και οι εκρήξεις έρχονται από μακριά. Πού και πού κάποια βόμβα μπορεί να σκάσει κοντά στο σπίτι του ή να ακούσει τα τζάμια του σπιτιού του να τρίζουν, αλλά δεν ζει μέσα στην κάψα του πολέμου. Ωστόσο, στο χωριό έχει μείνει μόνο αυτός και ο παλιός συμμαθητής του, και «εχθρός» του, ο Πάσκα. Δύο μοναχικοί άνθρωποι που πρέπει να μάθουν να συμβιώνουν σε έναν ερημότοπο. Οι πάντες έχουν φύγει για να βρουν ασφαλέστερο μέρος να ζήσουν. Ο Πάσκα φαίνεται να έχει βρει τρόπο να επιβιώνει και να έρχεται σε επαφή με τους αυτονομιστές, την ίδια στιγμή που ο Σεργκέγιτς ασχολείται με τις μέλισσές του. Είναι ό,τι του έχει μείνει στη ζωή. Η γυναίκα του και η κόρη του τον έχουν εγκαταλείψει και οι σχέσεις τους είναι παγερές.
Φορτώνει τα μελίσσια του, παίρνει ένα αντίσκηνο, κάποια λίγα ρούχα και προμήθειες και ανοίγεται στον μεγάλο δρόμο προς το άγνωστο.
Για τον Σεργκέγιτς, ο βόμβος των μελισσών είναι το τελευταίο ίχνος ησυχίας σε έναν κόσμο που ξυπνάει και κοιμάται με τον εκκωφαντικό θόρυβο των βομβαρδισμών. Αυτή είναι η οικογένειά του, χάρη σ’ αυτήν μπορεί να συνεχίσει μέσα σε τούτο τον παραλογισμό που τον φέρνει ολοένα και πιο κοντά στον θάνατο (τον βιώνει, τον αγγίζει, τον βλέπει με τα μάτια του), στο σκοτάδι (πραγματικό λόγω της διακοπής του ρεύματος, αλλά και το γενικότερο του πολέμου) και στην αποκτήνωση.
Θέλοντας να προστατεύσει τις μέλισσές του αποφασίζει να γίνει ένας νομάς μέσα στην ίδια του τη χώρα. Φορτώνει τα μελίσσια του, παίρνει ένα αντίσκηνο, κάποια λίγα ρούχα και προμήθειες και ανοίγεται στον μεγάλο δρόμο προς το άγνωστο. Πρόκειται για μια εσωτερική οδύσσεια ενός ανθρώπου χωρίς θαυμαστές ιδιότητες που αναζητεί ένα μέρος που θα του προσφέρει λίγες στιγμές ησυχίας. Θα γνωρίσει πολλούς σε όλο αυτό το δρομολόγιο. Ανθρώπους που θα τον δουν φιλικά και θα τον βοηθήσουν, αλλά και ανθρώπους που θα του επιτεθούν (ένας φτάνει στο σημείο να κάνει σμπαράλια τα τζάμια του φτωχικού του αυτοκινήτου) ή θα τον αντιμετωπίσουν με καχυποψία.
Θα γνωρίσει την ερωτική εγγύτητα, τη φιλία, αλλά και τον πόνο του χαμού. Θα χρειαστεί να δείξει τα χαρτιά και το διαβατήριό του σε κάμποσα φυλάκια και στρατιωτικά μπλόκα. Υπάρχουν φορές που σε απόσταση λίγων μέτρων θα αναγκαστεί να τα δείξει σε Ουκρανούς και Ρώσους στρατιώτες. Θα φτάσει έως την Κριμαία, αλλά πουθενά, με εξαίρεση κάποιες ελάχιστες ημέρες νηνεμίας, δεν θα μπορέσει να δει το όνειρο της ηρεμίας να ενσαρκώνεται.
Ο Αντρέι Κούρκοφ είναι ο επιφανέστερος συγγραφέας της σύγχρονης Ουκρανίας και ο πλέον μεταφρασμένος στο εξωτερικό. Γεννήθηκε το 1961 στο Λένινγκραντ αλλά ζει στο Κίεβο από τα παιδικά του χρόνια. Σπούδασε ξένες γλώσσες (μιλά 11 συνολικά, μεταξύ των οποίων και ιαπωνικά). Ο ίδιος, θαυμαστής του Νικολάι Γκόγκολ και του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, έγραφε ανέκαθεν στη μητρική του γλώσσα, τα ρωσικά. Προτού αφοσιωθεί πλήρως στη λογοτεχνία, εργάστηκε ως δημοσιογράφος, δεσμοφύλακας, κάμεραμαν και σεναριογράφος. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 άρχισε να αποκτά διεθνή αναγνώριση. Σε ελληνική μετάφραση έχουν κυκλοφορήσει επίσης τα μυθιστορήματά του: Οι πιγκουίνοι δεν πεθαίνουν απ’ το κρύο (2008), Ο φίλος του μακαρίτη (2011) και Ο τελευταίος έρωτας ενός Ουκρανού προέδρου (2014). Οι Γκρίζες μέλισσες κυκλοφόρησαν το 2018 και είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο του. |
Ολοένα και περισσότερο ο αγνός και πηγαίος ιδεαλισμός του Σεργκέγιτς θα συγκρουστεί με τη σκληρή πραγματικότητα. Είναι μια ξένη μέλισσα σε ξένη κυψέλη. Δεν ανήκει πουθενά αλλού παρά μόνο στα όνειρά του που του έρχονται κοπαδιαστά, τις ώρες που είναι μόνος του και φαντάζεται έναν άλλον κόσμο. Ακόμη κι εκεί, όμως, η πραγματικότητα του επιτίθεται με έντονο τρόπο. Κάποια στιγμή βλέπει τις μέλισσές του να έχουν γίνει γιγαντιαίες, να έχουν αποκτήσει γκριζωπό χρώμα και να βγαίνουν από τις κυψέλες τους σαν τους στρατιώτες όπως βγαίνουν από ένα στρατιωτικό όχημα μάχης.
Ο Σεργκέγιτς δεν μπορεί να βρει πουθενά λύτρωση και ησυχία. Ούτε στον τυχαίο έρωτα, ούτε σε μια πιθανή αλλά συνεχώς αναβαλλόμενη επανασύνδεση με τη γυναίκα και την κόρη του, ούτε καν στη φύση. Αναγκάζεται να επιστρέψει στη βάση του, στο χωριό του, αλλά πλέον ξέρει πως είναι μόνος. Δεν έχει να περιμένει τίποτα και από κανέναν. Αυτό όμως δεν τον σκληραγωγεί. Αντιθέτως, ενισχύει μέσα του τη φωνή που τον προστάζει να προσφέρει με την ανιδιοτέλεια του ανθρώπου που δεν περιμένει να του επιστραφεί το καλό.
Ο Κούρκοφ απλώνει την ιστορία υφαίνοντάς την με δραματικούς, αλλά και σκωπτικούς χρωματισμούς. Άλλωστε, είναι ένας συγγραφέας που έχει περιγράψει το μπερδεμένο κουβάρι της μετασοβιετικής εποχής με ένα μαύρο χιούμορ που θυμίζει τον Μπουλγκάκοφ. Δεν λείπουν και οι καφκικοί τόνοι όταν ο ήρωας αναγκάζεται να μπλεχτεί στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, της αστυνομίας ή του στρατού για να βγάλει άκρη ακόμη και για το πιο απλό ζήτημα.
Οι Γκρίζες μέλισσες είναι ένα μυθιστόρημα-αποτύπωμα μιας χώρας, μιας ιστορικής κατάστασης, ενός γεωπολιτικού μπερδέματος, αλλά και μιας εθνικής αναπηρίας που μεταβιβάζεται και στους πολίτες. Όλα μπατάρουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Όλα τελούν υπό καθεστώς αλλαγής. Οι δρόμοι αλλάζουν ονόματα, οι πόλεις ερημώνουν, η χώρα βλέπει τα σύνορά της να ανοίγουν και να κλείνουν κατά το στρατιωτικό δοκούν του Πούτιν, οι άνθρωποι στέκουν άπραγοι μέσα σ’ αυτόν τον ορυμαγδό. Ο πόλεμος τους έχει κόψει από καιρό τα φτερά και ό,τι μένει είναι μια κρυφή ελπίδα πως το ανθρώπινο μελίσσι θα καταφέρει κάποια στιγμή να αποτινάξει από πάνω του τις φαιές σκιές των πολεμικών συγκρούσεων και θα αποκτήσει ξανά τα έντονα χρώματα της ζωής.
Ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης είναι έμπειρος μεταφραστής και γνώστης των ρωσικών πραγμάτων. Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, να μην αποδώσει στο σωστό τόνο αυτό το έξοχο μυθιστόρημα.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ό,τι ακολούθησε ο Σεργκέγιτς το έζησε με εκείνη την αίσθηση που έχει η ξένη μέλισσα στην ξένη κυψέλη. Ήταν ο τελευταίος στην πένθιμη πομπή, επικεφαλής της οποίας ήταν οι φίλοι και οι συγγενείς του Αχτιόμ, οι οποίοι κουβαλούσαν τον νεκρό στους ώμους. Στο νεκροταφείο, στάθηκε σε μια θέση ώστε να είναι λίγο μακριά ως ξένος παρατηρητής, αλλά και κοντά ως συγγενής του νεκρού. Άκουγε να μιλούν μόνο τατάρικα, μα ηχούσαν στ’ αυτιά του Σεργκέγιτς πιο καθαρά, γιατί είχε ήδη αρχίσει να ξεχωρίζει ορισμένες λέξεις, χωρίς παρ’ όλα αυτά, να καταλαβαίνει το νόημά τους.
Είδε τρεις άντρες να πηδούν στον τάφο, τον οποίο ο Σεργκέγιτς θεωρούσε πολύ στενό. Έπιασαν το σώμα, τυλιγμένο στο πράσινο ύφασμα. Συντονισμένα έσκυψαν τα κεφάλια τους πίσω από την άκρη του τάφου και χώθηκαν κάτω από τη γη».