Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έρχεται και πάλι με τον Σάκο Εκστρατείας του, μιλώντας μας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, στο δεύτερο μέρος, ο σάκος του περιλαμβάνει δύο βιβλία του Καρύλ Φερέ [Caryl Ferey]. Κεντρική εικόνα: Το Νορίσλκ όπως είναι σήμερα (© Sergey Ponomarev).
Γράφει ο Γιώργος–Ίκαρος Μπαμπασάκης
Σαράντα χρόνια από το 1984, και οι διορατικοί λογοτέχνες, ιδίως όσοι φροντίζουν να φλερτάρουν με τη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία, δεν παύουν να ασκούν γόνιμη έλξη στα ανήσυχα μυαλά και να γεμίζουν κατά καιρούς τον Σάκο Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη.
Δεν πρόκειται για κάποια ροπή προς την απαισιοδοξία ή για μια νοσταλγική ανοησία τύπου «κάθε πέρυσι και καλύτερα», απεναντίας ο πείσμων εγελιανός κάτοχος του Σάκου Εκστρατείας συμβαίνει να είναι, ως επί το πλείστον, θιασώτης θεωρήσεων που θέλουν την κατίσχυση του Καλού έναντι του Κακού· αλλά δεν είναι διόλου άσκοπο να αντισταθμίζουμε διαλεκτικά τις πεποιθήσεις μας με ενάντιες σε αυτές αντιλήψεις ώστε να τις ενισχύουμε αμφισβητώντας τες. Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, έναν αιώνα και δέκα έτη μετά τη γέννηση του Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ, ο οποίος έπαιξε πολύ με το δίπολο δυστοπία/ουτοπία, διαρκώς μου τριβελίζει το νου μια φράση του συγγραφέα, αντλημένη από τις τελευταίες του ημερολογιακές εγγραφές:
«11 Μαρτίου 1997
Όλος ο πλανήτης είναι μια απελπιστικά χαμένη παρτίδα σκάκι. Πρέπει να υπάρχουν τριβές –πόλεμος, φόβος, θάνατος– για να μην καταρρεύσει η μηχανή. Όλες οι ουτοπίες είναι για πέταμα. Χωρίς προκλήσεις ο ανθρώπινος μηχανισμός ακούγεται σαν γρατζουνισμένος δίσκος στο πικάπ»
Μπορείς να πεις ότι τα λεγόμενα ακραία καιρικά φαινόμενα είναι η παρτιτούρα για τη συγγραφή των δυστοπικών έργων που έχουμε τούτες τις μέρες στο Σάκο. Ο δυναμικός Καρύλ Φερέ (Caryl Férey, 1967) μας μεταφέρει σε ένα εφιαλτικά παγωμένο τοπίο, στο Νορίλσκ της Σιβηρίας, με όχημα το 489 σελίδων μυθιστόρημα Lëd/Πάγος (μτφρ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. Άγρα).
Έχουμε φρικιαστικούς φόνους εδώ, κραυγαλέες βαναυσότητες και αδικίες, μια κοινωνική κόλαση, ένα διαρκές βόρειο σέλας, εργοστάσια-κάτεργα, θερμοκρασία που κυμαίνεται ανάμεσα στους 20 με 60 βαθμούς Κελσίου υπό το μηδέν, τρομακτική διαφθορά, ένα αδιανόητο μαρτυρολόγιο Ρώσων ποιητών (Μαγιακόφσκι, Μαντελστάμ, Μπλοκ, Γκουλιμιόφ, Χαρμς, Κλούγιεφ, Κλίσκοφ, Γεσένιν, Τσβετάγιεβα).
«Ένα παιχνίδι θυμάτων, που τη διαιτησία είχαν αναλάβει ακαλλιέργητοι με θολά μυαλά και την άδεια να πάρουν εκδίκηση» (σ. 137).
Έχουμε μια κατάσταση που περιγράφει ο Μπάροουζ στην επιστημονικής φαντασίας νουβέλα Blade Runner (a movie), που δεν έχει καμία σχέση με το θρυλικό ομότιτλο φιλμ του Ρίντλεϊ Σκοτ· μια δυσοίωνη συγκυρία όπου ιατρική έχει περάσει στην παρανομία, ενώ θερίζουν τον πληθυσμό του Νορίλσκ οι ψυχικές διαταραχές και οι αυτοκτονίες.
«Όπως όλοι αυτοί που έχουν γεννηθεί εδώ, δεν έχει παρελθόν ούτε μέλλον, μόνο αυτό το κομμάτι του χρόνου. Όταν η ζωή δεν ζυγίζει τίποτα, ο θάνατος γίνεται φλύαρος, μπορεί να εμφανιστεί απ᾽ τη γωνία του δρόμου σαν φλόγα που δεν τη βλέπει κανείς να έρχεται», διαβάζουμε στη σ. 159.
Ο Καρύλ Φερέ [Caryl Férey] γεννήθηκε στην Καέν το 1967 και είναι συγγραφέας, ταξιδευτής και σεναριογράφος. Αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του γαλλικού αστυνομικού και νουάρ μυθιστορήματος με τα βιβλία του Haka και Utu, με θέμα τους Μαορί (βραβείο Sang d'Encre 2005, βραβείο Michel Lebrun 2005 και βραβείο αστυνομικού μυθιστορήματος SNCF du Polar 2005). Η επιτυχία του κορυφώθηκε με το Ζουλού (2008), που απέσπασε ιδιαίτερα σημαντικά βραβεία, αλλά και το Μαπούτσε. Επηρεασμένος από τον Godard, τον Jacques Brel, τον Rene Char ή τους Noir Desir, η προτίμησή του στρέφεται στην έκρηξη, στους καταπιεσμένους, στις γυναίκες, στην ομορφιά του κόσμου... Γράφει επίσης έργα για παιδιά, για μουσικούς, για το θέατρο και το ραδιόφωνο. |
Έχουμε τον Γκλεμπ Μπερένσκυ που φωτογραφίζει τυχαία ένα φονικό (νεύμα στο «Blow up» του Αντονιόνι) και τον ποιητή Νικίτα και την ενδυματολόγο Ντάσα («με τα όμορφα σαν γκρίζα θύελλα μάτια της», σ. 443) που την εγκαρδιώνει η μουσική του Ντέιβιντ Μπόουι και την ιατροδικαστίνα Λένα Μπόκιν και τον υπαστυνόμο Μπορίς Ιβάνοφ, μέσα από τους οποίους ο Φερέ, αιχμηρά πολιτικοποιημένος πάντα, ασκεί δριμύτατη κριτική στο καθεστώς του Πούτιν, αλλά και σε όλο το βαθύ παρελθόν της σταλινικής αθλιότητας και κτηνωδίας.
Σαγηνευτικός λυρισμός
Έχουμε, ανάμεσα σ᾽ όλο το ζόφο, έναν σαγηνευτικό λυρισμό στη γραφή του Φερέ, που τον διαφοροποιεί από τον σκληρό, «ντούρο» προπάτορά του, και ουσιαστικά ιδρυτή του νεοπολάρ, τον Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ [Jean-Patrick Manchette (1942–1995)], και πλημμυρίζει με ποιητικές μαρμαρυγές τον ασυσώπητο πάγο της ζωής στο Νορίλσκ:
«´Ηθελε να του πει ότι θέλησε να γίνει όμορφη γι᾽ αυτόν, ότι μεταμορφώθηκε σε βασίλισσα του κονιάκ την ώρα που οι ψυχές θρυμματίζονται και αποκαλύπτονται» (σ. 150)· «Καταστροφικές σκέψεις τον είχαν μετατρέψει σε ναρκοπέδιο […] Η βουβή του αλήθεια, θα μπορούσε σε μια μέρα να βγάλει άσπρα μαλλιά» (σ. 377)· «Γερνώντας μόνο αρχίζει και προτιμάει κανείς τα λουλούδια· όταν είναι νέος σκέφτεται να τα ξεριζώσει» (σ. 391).
Επί του πιεστηρίου, όπως λέγαμε παλιά: μόλις κυκλοφόρησε το αφήγημα/ντοκιμαντέρ του Καρύλ Φερέ Νορίλσκ (μτφρ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. Άγρα), όπου καταγράφεται η ιστορία του παλιού αυτού γκουλάγκ, ενός σταλινικού τερατουργήματος από τη δεκαετία του 1930 που έστησε ο Πατερούλης του Λαού, με ένα μυστικό διάταγμα και με σκοπό την εξόρυξη νικελίου και σπανίων ορυκτών. Στο εν λόγω τερατούργημα, μέσα σε είκοσι χρόνια, «φιλοξενήθηκαν», πεντακόσιες χιλιάδες θύματα, άνθρωποι που έζησαν (και πάρα πολλοί απ᾽ αυτούς) πέθαναν κάτω από συνθήκες ακραίου παραλογισμού, ακραίας σκληρότητας, ακραίας ποταπότητας, ακραίου κρύου.
Το γκουλάγκ Νοριλσκ
Το γκουλάγκ λεγόταν Νορίλσκ, οι εξορύξεις (νικελίου, χαλκού, κοβαλτίου, και κάρβουνου) γίνονταν προκειμένου να χτιστεί μια πόλη-κόσμημα που οραματιζόταν ο Στάλιν, αλλά στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου τα εξορυχθέντα μεταλλεύματα απορροφούνταν από τη βιομηχανία κατασκευής όπλων. Ο πληθυσμός του τερατουργήματος αποτελούνταν αρχικά από πολιτικούς κρατούμενους, και κατόπιν από Πολωνούς και Φινλανδούς ύστερα από τις εισβολές του Κόκκινου Στρατού, αλλά και από Γερμανούς και Ιάπωνες αιχμαλώτους πολέμου.
Μετά τον θάνατο του Στάλιν, τα γκουλάγκ διαλύθηκαν, αλλά στο Νορίλσκ παρέμενε ένα μακάβριο μνημείο, εγκλωβισμένο στον πάγο:
«Ένα γλυπτό που έμοιαζε περισσότερο με ικρίωμα, με σταυρούς πάνω σε δυο στύλους, κάτι που θύμιζε πρόσοψη ορθόδοξης εκκλησίας, σιδηροτροχιές σκεπασμένες απ᾽ το χιόνι που οδηγούσαν σ᾽ ένα μπλε και λευκό μαυσωλείο που το σκέπαζε μια χρυσή σφαίρα και ένας χρυσός σταυρός, ένας τάφος για όλους αυτούς που χάθηκαν εκεί, παροτούσαμε ένα νεκροταφείο χωρίς διαδρόμους όπου οι αναμνήσεις ούρλιαζαν ακόμη» (σ. 147-8).
ΥΓ. (Spoiler): Στο επόμενο κείμενο παρουσιάζω άλλον έναν Πάγο –αυτόν της Άννας Καβάν (Anna Kavan, 1901-1968)– που μετέφρασε ο λίαν εκλεκτός Λευτέρης Καλοσπύρος και εξέδωσε, στη σειρά Aldina, ο Gutenberg, και μιαν Άπνοια – αυτή του επίσης λίαν εκλεκτού Νίκου Κουρμουλή, που εξέδωσε ο οίκος Κείμενα του Φοίβου Βλάχου.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική σύνθεση «Ωδή Κυψέλης» (εκδ. Ιωλκός).
Aπόσπασμα από το βιβλίο «Led/Πάγος»
«Έτσι, παλεύοντας με τον καμένο του εγκέφαλο και τα καταραμένα χέρια, οι λέξεις ήρθαν αυτόματα πάνω στο τετράδιο […]
Μια αλμυρή βόμβα δακρύων έσκασε πάνω στο μαθητικό τετράδιο, διαλύοντας τη μελάνη σαν αίμα μέσα στο διαυγές νερό της λίμνης, έπειτα δεύτερη…
Όμως ο Νικίτα ήταν θαρραλέος: Συνέχισε.
Τελείωσε το έργο του, ένα καυτό φιλί μέσα στα σπλάχνα.
Αυτό το ζωντανό φαγοπότι που μόνο οι ποιητές γνωρίζουν» (σ. 411):
Απόσπασμα από το βιβλίο «Νορίλσκ»
«Με το θάνατο του Στάλιν, το σοβιετικό καθεστώς κατήργησε τα καταναγκαστικά έργα, έχοντας πνίξει στο αίμα τις επαναστάσεις των εξορίστων που ξεσηκώνονταν κατά της σκληρότητας του συστήματος. Το Νορίλσκ, που λειτουργούσε μέχρι το 1956 ως γκουλάγκ έγινε κανονική κοινότητα, παρόλο που παρέμεινε απαγορευμένη περιοχή. Το στρατόπεδο γκρεμίστηκε, οι διευθύνοντες αναγκάστηκαν να βρουν έναν τρόπο να αντικαταστήσουν στους ζεκ (τους Σοβιετικούς κρατούμενους) που εξόρυσσαν τα πλούτη του υπεδάφους. Οι Αρχές, αντί να επενδύσουν στον εκσυγχρονισμό και στην αυτοματοποίηση, επέλεξαν πάλι ένα σύστημα που βασιζόταν στο εργατικό δυναμικό» (σ. 99).