Επέστρεψε στον τόπο του εγκλήματος ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης με βιβλία φορτωμένο τον Σάκο Εκστρατείας του, μιλώντας μας γι᾽ αυτά σαν να αφηγείται ιστορίες σ᾽ ένα φιλόξενο στέκι. Σήμερα, στον Σάκο του, η ιστορία του σπουδαίου εικαστικού Διαμαντή Διαμαντόπουλου μέσα από την αφήγηση του Μάνου Στεφανίδη, στο βιβλίο «Το δράμα του σώματος: Διαμαντής Διαμαντόπουλος, αισθητική και ιδεολογία μιας εποχής.
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Μια τόσο μακρινή απουσία. Τίτλος της ταινίας comeback, ενος υπαρξιακού αστικού γουέστερν του αείμνηστου φίλου Σταύρου Τσώλη. Ναι, ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη απουσίασε καιρό από τη φιλόξενη Book Press, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν άδειασε και δεν γέμισε αρίφνητες φορές όλο αυτό το διάστημα. Η περιπέτεια της ζωής ενίοτε σε ωθεί σε ακόμα πιο συστηματικό διάβασμα, και, τους τελευταίους είκοσι μήνες, οι εγκλεισμοί και η ταραχή και η αγωνία για το μέλλον του πλανήτη συνδυάστηκαν, σχεδόν σε όλους μας, με τεταμένες ανάγκες ανασυγκρότησης, ενδοσκόπησης, αναζήτησης νέων τρόπων ερμηνείας του ποιοι είμαστε και πού πάμε, ανάγκες που καλύπτονται πάντα με έναν συντονισμό μελέτης και έκφρασης, ιδίως μέσω της τέχνης, και μάλιστα της τέχνης που δεν παύει να χορεύει αγκαλιά με την κοινωνιολογία και τη φιλοσοφία.
Ο Σάκος γέμισε πρόσφατα και πάλι, με τέσσερα βιβλία που σήμαιναν πολλά για τον οδοιπόρο. Σήμερα, θα μιλήσουμε για το πρώτο, που στάθηκε μάλιστα αφορμή για ποικίλες σκέψεις σχετικά με τη δεξίωση του έργου τεχνης και του δημιουργού από τις εκάστοτε κοινωνικοϊστορικές συνθήκες, τους εκάστοτε συναδέλφους του, κριτικούς, αναγνώστες του. Και σκέψεις για το πώς τίποτα δεν χάνεται όταν το έργο είναι στιβαρό, γερά θεμελιωμένο στον στοχασμό, μα και στο ακράδαντο πείσμα του καλλιτέχνη. Ιδίως όταν το ανακαλύπτει και το μελετά κάποιος που διαθετει ευρύ φάσμα γνώσεων και ικανότητα ευελιξίας απέναντι στα κλισέ, όταν ξέρει να κάνει σλάλομ στα στερεότυπα όπως λέγαμε παλιά.
Ένας που ζωγράφισε γάτες και ποδηλάτες και εργάτες σαν να ζωγραφίζει μέσω αυτών το παγκόσμιο πνεύμα του καιρού του.
Η ιστορία είναι μυθιστορηματική. Ένας κεκαθαρμένος Ματίς. Ένας ζωγράφος-φιλόσοφος διεθνούς βεληνεκούς που εγκλωβίζεται σε μερικά τετραγωνικά, όπου, αντί να αφυκτιά, εργάζεται και δημιουργεί με ακατάβλητη επιμονή. Ένας αείζωος φίλος του Άρη Κωνσταντινίδη που, όπως και ο μέγας αρχιτέκτονας, δεν μετακινήθηκε ρούπι από τις γερά πλεγμένες και δομημένες αρχές του. Ένας που ζωγράφισε γάτες και ποδηλάτες και εργάτες σαν να ζωγραφίζει μέσω αυτών το παγκόσμιο πνεύμα του καιρού του. Ένας που, θαρρείς, κατάφερε να «παγιδεύσει το αόρατο στην ορατότητα» (Νίκος Καρούζος). Ένας που ενέπνευσε στον Μάνο Χατζιδάκι, και στα τέλη της δεκαετίας του 1940, δύο κείμενα που θαυμάζει κάλλιστα σήμερα κάθε άρτιος τεχνοκριτικός. Ένας μείζων καλλιτέχνης που για τα προς το ζην, αγόγγυστα, κουβάλησε αρίθμητα τόπια υφάσματος, δεν ήθελε να γίνει επιχειρηματίας, έμπορος, καταστηματάρχης, είπε, προτίμησε να κουβαλάει παρά να πουλάει. Κι ακόμα, πάντα για τα προς το ζην, σχεδίασε ετικέτες για πίπερμαν και σοκολατάκια του Zonar’s.
Μαθαίνουμε, επίσης, διαβάζοντας το καλώς συγκερασμένο πόνημα του Μάνου Στεφανίδη για τον ήρωά μας, τον χαρακτήρα αυτού του μυθιστορήματος που έγραψε η ζωή, ότι το 1944 φυλακίστηκε από τους Γερμανούς στο Χαϊδάρι, λίγο έλειψε να εκτελεστεί μάλιστα. Μαθαίνουμε ότι τον εγκωμίασε ο Γεβγένι Γεφτουσένκο, ο μεγάλος Ρώσος ποιητής. Αλλά και ο Δημήτρης Πικιώνης. Και ο Μικελάντζελο Πιστολέτο [Michelangelo Pistoletto]. Και ο Μίλτος Σαχτούρης.
Διαμαντής Διαμαντόπουλος: «Σφουγγαράδες» |
Πέρα και κόντρα τους συρμούς και τις μόδες και τις τάσεις, ο ήρωάς μας, δεν έστερξε ποτέ να παρασυρθεί μακριά από τον άνθρωπο και την ανθρωπιά και την ανθρωπινότητα και την ανθρωπότητα. Ήπιε κονιάκ με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον, τότε νεαρό ρέκτη, Φίλιππο Κουτσίνα, θήτευσε στην ποίηση και στη φιλοσοφία, εστίασε στο σώμα. «Ο ζωγράφος σήμερα» γράφει ο Στεφανίδης στον τόμο Το δράμα του σώματος: Διαμαντής Διαμαντόπουλος – Αισθητική και ιδεολογία μιας εποχής (εκδ. University Studio Press), «είναι ένας έγκλειστος της μνήμης κι ένας τρωγλοδύτης της τεχνολογίας, που προσπαθεί να επιβιώσει μνημειώνοντας εικόνες χειροποίητες».
Και οι εικόνες του Διαμαντή Διαμαντόπουλου (1914, Σίπυλος Μαγνησίας, Μικρά Ασία – 6 Ιουνίου 1995, Αθήνα) είναι τωόντι χειροποίητες, είναι αβρές και αδρές — αβρές ως προς την εξεικόνιση του ανθρώπινου σώματος που το αντιμετωπίζουν με σκέψη και στοχασμό, με ψηλάφιση της οντότητάς του και των όσων φέρει, και αδρές ως προς την στιβαρή πεποίθηση ότι είναι χθόνιο το σώμα και ιερό, βαρύ, δυνατό, όσο κι αν είναι ευάλωτο και φθαρτό. Πρόσωπα και κορμιά ζωγράφισε κυρίως ο Διαμαντόπουλος, και αυτά θέλησε να απαθανατίσει, θεωρώντας την «έκφραση της σωματικότητας», όπως επισημαίνει ο Στεφανίδης, «δίοδο για τη ζωή και τη χαρά του υπάρχειν».
Βλέπουμε, διαβάζοντας το συναρπαστικό βιβλίο του Στεφανίδη, πώς οι έριδες και ο φθόνος, οι παρεξηγήσεις και οι τσιγκλισμένοι εγωισμοί μπορούν να ωθήσουν έναν μείζονα δημιουργό στο περιθώριο.
Καταβυθιζόμενος στην παράδοση και συνάμα μελετώντας την παλλόμενη ευρωπαϊκή avant-garde (όντας μάλιστα ο πρώτος που μυεί σημαντικούς συναδέλφους του στα έργα του κυβισμού, του υπερρεαλισμού, του Paul Klee, του Matisse), ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος μοχθεί για να συγκροτήσει τη δική του εικαστική γλώσσα, το δικό του όραμα για τη ζωή και την τέχνη, προλογίζοντας πολλά από τα επιτεύγματα της Γενιάς του Τριάντα ή/και συνομιλώντας δημιουργικά με αυτά.
Ο ήρωάς μας θα υποχρεωθεί να περάσει στην αφάνεια, «δεν αυτοαπομονώθηκα» θα πεί, «με αυτοαπομόνωσαν», και βλέπουμε, διαβάζοντας το συναρπαστικό βιβλίο του Στεφανίδη, πώς οι έριδες και ο φθόνος, οι παρεξηγήσεις και οι τσιγκλισμένοι εγωισμοί μπορούν να ωθήσουν έναν μείζονα δημιουργό στο περιθώριο. Μαθαίνουμε ότι μια ανώφελη διένεξη (εν προκειμένω με τον Γιάννη Τσαρούχη) και μια άστοχη φωναχτή επίκριση («Αυτά δεν είναι γλυπτική, είναι μπρίκια!») μπορούν να τραυματίσουν έναν νου ευαίσθητο, μια ψυχή δοσμένη στον άνθρωπο και στην τέχνη, αλλά όχι και να τον απομακρύνουν από το έργο του, απεναντίας, ως φαίνεται, τον πεισμώνουν, τον ατσαλώνουν.
Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος στις ελάχιστες ατομικές εκθέσεις του –μόλις εφτά, σε ένα χρονικό διάστημα πενήντα δύο ετών!– απλώς εξέθετε τα έργα του, αρνούμενος επιμόνως να τα πουλάει. Σε στιγμές μεγάλης ανάγκης πωλούσε εκτός γκαλερί και πάντα σε φίλους του: «Έχω πουλήσει μερικά έργα μου, πολύ παλιά», θα πει στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, το 1978. «Ένα στην Ήβη Καβαλλιεράτου, 300 δραχμές, μου φαίνεται. Στην Κατοχή, επίσης, πούλησα ένα έργο μου στον Εμπειρίκο, και μού ᾽δωσε ένα παλιό παντελόνι, ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια και μισή οκά μακαρόνια. […] Και ο Κουτσίνας αγόρασε ένα μεγάλο έργο μου, το “Γαλάζιο πουκάμισο”, για 500 δραχμές, και άλλα σε μικρότερες τιμές».
Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος στις ελάχιστες ατομικές εκθέσεις του –μόλις εφτά, σε ένα χρονικό διάστημα πενήντα δύο ετών!– απλώς εξέθετε τα έργα του, αρνούμενος επιμόνως να τα πουλάει.
Ο Μάνος Στεφανίδης, με αγάπη και ενάργεια, καταπιάνεται με αυτόν τον εκπληκτικό ζωγράφο και άνθρωπο, με τούτη τη σπάνια προσωπικότητα που, χάρη στις παροτρύνσεις του αείμνηστου Ασαντούρ Μπαχαριάν, βγήκε ύστερα από μια τόσο παρατεταμένη αφάνεια. Ο Στεφανίδης ενθέτει, πάντα σε σχέση με το έργο του Διαμαντόπουλου, τόσο μια πυκνή ιστορία του ευρωπαϊκού μοντερνισμού όσο και μια περιεκτική καταγραφή της περιπέτειας της Γενιάς του Τριάντα, στη γενναία, εμπνευσμένη, πολύπτυχη και τελεσφόρα προσπάθειά της να συνδέσει το εντόπιο με το παγκόσμιο. Αναδεικνύει έτσι, συγκροτημένα και ανάγλυφα, το έργο ενός μείζονος δημιουργού. Και μας θυμίζει, μαζί με εκείνο τον φιλόσοφο των δρυμών και της καλύβης, ότι «στην τέχνη εγκιβωτίζεται η Αλήθεια».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, το αφήγημα «Η Κοκό στην Κοπεγχάγη – Το μυθιστόρημα της μεταπολίευσης» (εκδ. Νήσος).