Κάθε δεύτερη Παρασκευή, ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης φορτώνει στον Σάκο Εκστρατείας του βιβλία, μιλώντας γι᾽ αυτά σαν να αφηγείται ιστορίες σ᾽ ένα φιλόξενο στέκι. Σήμερα, στον Σάκο του, Ζαν Μπωντριγιάρ, Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ, Γκι Ντεμπόρ.
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Υπάρχουν τρεις συγγραφείς που, παρά τις έντονες, σε πολλά σημεία, διαφορές τους, φαίνεται ότι ελκύουν τους ίδιους αναγνώστες. Πρόκειται για συγγραφείς που θέλησαν, και κατάφεραν, να συλλάβουν ακραία φαινόμενα της σύγχρονης κοινωνίας, ιδίως όπως άρχισε να διαμορφώνεται από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Μελέτησαν με σοβαρότητα αυτά τα φαινόμενα, καίτοι και οι τρεις δεν στερούνται χιούμορ, απεναντίας, και πρόσφεραν έργα στα οποία ζοφερές προβλέψεις συνδυάζονται με ενδελεχείς εξετάσεις της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, αλλά και με προτάσεις για την υπέρβαση ή έστω την άμβλυνση των δεινών. Και οι τρεις, επίσης, εντρύφησαν σε σημαντικά έργα της επιστημονικής φαντασίας, επεξεργάστηκαν δημιουργικά βασικά θέματά της, και τα ενέταξαν στην κριτική τους θεώρηση. Σας τους συστήνω (εκ νέου): Ζαν Μπωντριγιάρ, Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ, και Γκι Ντεμπόρ. Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη είναι φορτωμένος τούτη την εβδομάδα με πρόσφατες κυκλοφορίες έργων των δύο εκ των τριών αυτών συγγραφέων, υπενθυμίζοντας ότι το βασικό βιβλίο του Ντεμπόρ, Η κοινωνία του θεάματος, κυκλοφορεί (μεταφρασμένο για έκτη φορά!) από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Σίγουρα το πιο ογκώδες βιβλίο του Μπωντριγιάρ (1929-2007), ο οποίος μας είχε συνηθίσει σε πιο περιορισμένης έκτασης πονήματα, και αναμφίβολα ένα από τα πιο περιεκτικά και συγκροτημένα, είναι Η συμβολική ανταλλαγή και ο θάνατος, που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις νήσος σε άριστη μετάφραση της Κικής Καψαμπέλη, συνοδευόμενη από ένα εκτενές δοκίμιο/επίμετρο του Κώστα Λιβιεράτου, έμπειρου και παλαίμαχου αναγνώστη του Γάλλου κοινωνιολόγου. Η συμβολική ανταλλαγή εκδόθηκε στα γαλλικά το 1976, και περιέχει πολλά από τα θέματα με τα οποία καταπιάστηκε ο Μπωντριγιάρ (μόδα, ναρκισσισμός, κοινωνία της κατανάλωσης, έκρηξη των ΜΜΕ, πολιτική οικονομία, το ποιητικό, το φαντασιακό, κτλ) ιδίως όμως με τους δύο βασικούς πόλους της σκέψης του: συμβολική ανταλλαγή και προσομοίωση. Ο Μπωντριγιάρ, έχοντας μελετήσει τον Μαρξ, αλλά παρατηρώντας με οξύνοια την κίνηση της παραγωγής και της εργασίας, διαπιστώνει ότι όλα γίνονται μετατρέψιμα –εργασία και μη εργασία, εργασία και κεφάλαιο– και ότι κάθε λογική του διαλύεται. Το χρήμα έχει γίνει κεδροσκοπικό, έχει εκκενωθεί από τις τελικότητες και τα συναισθήματα της παραγωγής, έχει γίνει cool, ένα παιχνίδι που τρέφεται καθαρά από τους κανόνες του παιχνιδιού, τρελαμένο, εκτροχιασμένο, αποδεσμευμένο από κάθε σχέση με την αξία της εργατικής δύναμης, απαγκιστρωμένο πλέον όχι μόνο από την αξία χρήσης αλλά και από την ανταλλακτική αξία. «Το κεφάλαιο», διατείνεται ο Μπωντριγιάρ, «αρκείται να διευρύνει τον νόμο του με μία και μόνο κίνηση, καταλαμβάνοντας αμείλικτα όλο τον χώρο της ζωής χωρίς να ανακατεύεται με προτεραιότητες». Η πολιτική σφαίρα επίσης διαλύεται, γίνεται ένα μπουρλέσκο θέαμα, είναι «υπερεκροσωπευτική του απολύτως τίποτα». Τα συνδικάτα, ομοίως. Ο Μάης του ᾽68 ήταν μια κρίσιμη στιγμή της διαδικασίας αυτής, «ταρακούνησε το σύστημα στα βάθη της συμβολικής του οργάνωσης, κατέστησε επείγον, ζωτικό, το πέρασμα από τις "υπερδομικές" ιδεολογίες (πολιτισμικές, κανονιστικά ηθικές, κλπ) σε μια ιδεολογικοποίηση της ίδιας της υποδομής». Ο Μπωντριγιάρ αναλύει τα ομοιώματα, που εξαπλώνται πλέον τάχιστα παντού, διακρίνοντας τρεις τάξεις: την απομίμηση (από την Αναγέννηση έως τη βιομηχανική επανάσταση), την παραγωγή (κυρίαρχο σήμα της βιομηχανικής εποχής), και την προσομοίωση (κυρίαρχο σήμα της παρούσαν φάσης). Τώρα πια δεν υφίσταται η σχέση ανάμεσα σε κάτι πραγματικό και την αναπαράστασή του, το ομοίωμά του, αλλά την «παραγωγή του πραγματικού από ψηφιακές μήτρες και μνήμες, μικρογραφημένα κύτταρα και συνδυαστικά μοντέλα».
Ζούμε στο στούντιο της πραγματικότητας, όπως έλεγε ο Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ (1914-1997), σε μιαν αλληλουχία εικόνων που στροβιλίζονται σαν σε ένα ιλιγγιώδες καλειδοσκόπιο όπου το «αλήθές είναι μια στιγμή του ψευδούς», σύμφωνα με τον Έγελο, όπου θαρρείς τα πάντα γίνονται νεκουπάζ, κολάζ, κοντάζ, και η πραγματική πραγματικότητα μοιάζει να μας διαφεύγει διαρκώς. Στις 445 σελίδες του επιβλητικού τόμου με τίτλο Στους λαβυρίνθους του μυαλού (μτφρ. Χρίστος Αγγελακόπουλος και Ιωάννης Τσίρκας, εκδ. Bibliothèque) στεγάζονται τριάντα πέντε συνεντεύξεις/συνομιλίες του συγγραφέα, ανάμεσα στα 1961 και 1996. Ο Μπάροουζ ανήκει στους δημιουργούς που ανοίγουν το εργαστήριό τους στον αναγνώστη, που μιλάνε ανοιχτά και χωρίς ίχνος κρυψίνοιας για το σύστημα με το οποίο παράγουν το έργο τους, δεν είναι ανταγωνιστικοί, απεναντίας δηλώνουν ανενδοίαστα τον σεβασμό τους για προγενέστερους αλλά και συγκαιρινούς τους δημιουργούς. Επίσης, ήταν ανέκαθεν ανοιχτός σε συνεργασίες, όπως αυτή με τον Μπράιον Γκάιζιν, με τον Ίαν Σόμμερβιλ, με τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ, και με τον Τζακ Κέρουακ (έγραψαν μαζί ένα μυθιστόρημα, το Και έβρασαν οι ιπποπόταμοι στις γούρνες τους), ενώ δεν έπαψε ποτέ να πειραματίζεται σχεδόν με όλες τις μορφές τέχνης (γραφή, κινηματογράφος, ζωγραφική, γλυπτική) καθώς και με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Πασίγνωστη είναι η μέθοδος cut-up και fold-in που επινόησε συνεργαζόμενος με τον Γκάιζιν, στο θρυλικό Beat Hotel, στο Παρίσι, αντλώντας έμπνευση από τα πειράματα στις εικαστικές τέχνες, ιδίως το κολάζ. Ο Μπάροουζ θεωρούσε ότι η λογοτεχνία έχει μείνει δεκαετίες πίσω συγκριτικά με τα άλματα που είχαν σημειωθεί στα εικαστικά. Συνομιλώντας με τον συγγραφέα, μουσικολόγο, και παραγωγό Ρόμπερτ Πάλμερ και με τον Μπράιον Γκάιζιν, επιστήθιο φίλο και αείζωο συνεργάτη του, ο Μπάροουζ εξηγεί το cut-up: «Είδα τη δυνατότητα αντιμεταθέσεων, εικόνων ειδικότερα, μία περιοχή στην οποία έχουν εφαρμοστεί καλύτερα για μία χρονική περίοδο. Αν εφαρμόσεις cut-up σε ένα ποιητικό βιβλίο του Ρεμπώ ή σε όποιο άλλο, θα αναδυθούν νέοι συνδυασμοί, αρκετά αποτελεσματικοί, νέες εικόνες. Με άλλα λόγια ζωγραφίζεις μία άλλη σειρά εικόνων μέσα από το κείμενο της σελίδας».
Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον ένα cut-up κειμένων του Μπάροουζ από τον Μπωντριγιάρ, και του Μπωντριγιάρ από τον Μπάροουζ, ή ένα κολάζ από φράσεις και των δύο. Ας υπενθυμίσω ότι πρόσφατα κυκλοφόρησαν στα ελληνικά και άλλα δύο κρίσιμα πονήματα του Γάλλου στοχαστή, αμφότερα από τις εκδόσεις Πλέθρον: Η διαφάνεια του κακού (μτφρ. Βασίλης Πατσόγιαννης) και Ομοιώματα και προσομοίωση (μτφρ. Στέφανος Ρέγκας). Ανήκουν στην ύστερη φάση της σκέψης του Μπωντριγιάρ –είναι γραμμένα το 1990 και το 1981, αντιστοίχως– και ξεδιπλώνουν το ειρωνικό παιχνίδι του Μπωντριγιάρ με την τρέχουσα και ζέουσα, ταχύτατη και διαφεύγουσα, πραγματικότητα. Σε αυτά τα έργα, ο Γάλλος στοχαστής μοιάζει να παίρνει το αξίωμα (ουσιαστικά τα τελευταία του λόγια που εμπιστεύτηκε σε έναν πιστό ακόλουθό του) του περιλάλητου Γέρου του Βουνού, του Χασάν Ιμπν Σαμπάχ, «Τίποτα δεν είναι αληθινό. Τα πάντα παίζονται», και να αναλύει μέσα από το πρίσμα τους το σύγχρονο γίγνεσθαι. Αξίζει να θυμίσω ότι το αξίωμα αυτο υπήρξε πηγή έμπνευσης, προς άλλες προοπτικές και με άλλον τρόπο, τόσο του Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ όσο και του Γκι Ντεμπόρ. Γράφει ο Μπωντριγιάρ: «Το κοινωνικό, η κοινωνική φαντασμαγορία, δεν είναι κι η ίδια πλέον παρά ειδικό εφέ, που εξασφαλίζεται με τον σχεδιασμό δεσμίδων συμμετοχής, που συγκλίνουν στο κενό με τη φασματική εικόνα της συλλογικής ευτυχίας».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή αφηγημάτων «Συλλαλητήρια στο δωμάτιό μου» (εκδ. Gutenberg).