Για το βιβλίο των Κώστα Αξελού «Το παιχνίδι του κόσμου» (μτφρ. Κατερίνα Δασκαλάκη, εκδ. Εστία), Gérard Genette «Παλίμψηστα – Η λογοτεχνία δευτέρου βαθμού» (μτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης, εκδ. ΜΙΕΤ) και Ντήτερ Χένριχ «Μεταξύ Καντ και Χέγκελ» (μτφρ. Θοδωρής Δρίτσας, εκδ. ΠΕΚ).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Πάντα ευπρόσδεκτη η έκδοση έργων που επιχείρησαν είτε να γεφυρώσουν χορταριασμένα χάσματα είτε να διαυγάσουν εποχές και τρόπους έκφρασης συγκεκριμένων εποχών. Πνεύματα τολμηρά, περιπετειώδη, ενίοτε ακραία, θέλησαν, και μπόρεσαν, να μας υποχρεώσουν σε μια σκέψη που άλλοτε κλόνιζε τα όποια δεδομένα μας και άλλοτε χαρτογραφούσε το χάος εντός μας και γύρω μας. Η επιμονή και η υπομονή είναι αρετές που κατακτούνται με σκακιστική μεθοδικότητα αλλά και με αναπάντεχα άλματα, καμιά φορά στο κενό. Οι σπουδαίοι στοχαστές εργάζονται με ακρίβεια αλλά και με μάτια και αυτιά πρόθυμα να δουν και να ακούσουν το απρόβλεπτο, το επικίνδυνα θελκτικό, το ζοφερά ανήκουστο (όπως και οι σπουδαίοι καλλιτέχνες). Χειμωνιάτικος, ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη είναι γεμάτος αυτόν τον καιρό με πολύτιμα πονήματα.
Αναζητώντας διαρκώς περάσματα προς την ελευθερία, ο Αξελός στοιχηματίζει σε ένα αέναο άνοιγμα στο αίνιγμα, θυμίζοντάς μας ότι πάντα, ακόμα και στην ύστερη νεωτερικότητα, μες στα ταχύπλοα της ακατάσχετης ανανέωσης και της σχεδόν φετιχιστικής μανίας για καινοτομίες, μπορούμε κάλλιστα να ανατρέχουμε (ακριβώς για να κατανοήσουμε αυτό που συμβαίνει γύρω μας) σε ανοξείδωτες μορφές όπως ο Σαίξπηρ και ο Ντοστογιέφσκι.
Ο Κώστας Αξελός (26/6/1924 – 4/2/2010) ανήκει στην αίρεση εκείνων των ισχυρών νόων που διαλέγονται με τους μείζονες φιλοσόφους και στοχαστές αρνούμενοι τη βολή της όποιας ορθοδοξίας, εμμένοντας στη σπείρα, στην έλλειψη, στην παραβολή και αποφεύγοντας την ευκολία της ευθυγράμμισης. Προκρίνοντας πάντα τη διαλεκτική. Το Παιχνίδι του κόσμου, κεντρικό μέρος της λεγόμενης τριλογίας «Το ξετύλιγμα του παιχνιδιού», είναι ένα από τα πιο γοητευτικά βιβλία του Αξελού, θραυσματικό, ρυθμικό, ερωτηματικό, απαντητικό, ελισσόμενο, ποιητικό. Και εδώ, ο στοχαστής εκκινεί από τους ποιητικούς και αποσπασματικούς στοχαστές (Ηράκλειτος, Πασκάλ, Νοβάλις, Νίτσε) και τους μείζονες συστηματικούς φιλοσόφους (Πλάτων, Αριστοτέλης, Ακινάτης, Ντεκάρτ, Χέγκελ, Μαρξ) για να καταπιαστεί με ό,τι πάλλεται και δονείται στην καρδιά του ταραχώδους και ταραγμένου εικοστού αιώνα: το νόημα του χρόνου, ο έρωτας στις ποικίλες εμπρηστικές εκφάνσεις του, η εργασία, η τεχνική, η ποίηση, η συγγραφή, ο κινηματογράφος, ο μηδενισμός. «Κάθε μεγάλη σκέψη είναι συγχρόνως νησί και αυτοκρατορία», αποφαίνεται ο Αξελός. Και κάθε θέμα, όσο καθημερινό κι αν είναι, όσο χθαμαλό, αξίζει να το δούμε μέσα από το περισκόπιο της μεγάλης σκέψης, ιδίως όταν αυτή διατυπώνεται με τρόπο ποιητικό, καμιά φορά ακαριαίο, εισβάλλοντας στον νου μας με μια (οξύμωρο, αλλά αληθινό) γαλήνια ορμητικότητα, με μια ορμητική γαλήνη. Γράφει ο Αξελός, ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα, σοκαριστικά απλά, αλλά τόσο αληθινά και τόσο νεανικά ώριμα: «Με κάθε καινούργιο έρωτα διηγούμαστε ξανά και ξαναπλάθουμε τη ζωή μας». Αναζητώντας διαρκώς περάσματα προς την ελευθερία, ο Αξελός στοιχηματίζει σε ένα αέναο άνοιγμα στο αίνιγμα, θυμίζοντάς μας ότι πάντα, ακόμα και στην ύστερη νεωτερικότητα, μες στα ταχύπλοα της ακατάσχετης ανανέωσης και της σχεδόν φετιχιστικής μανίας για καινοτομίες, μπορούμε κάλλιστα να ανατρέχουμε (ακριβώς για να κατανοήσουμε αυτό που συμβαίνει γύρω μας) σε ανοξείδωτες μορφές όπως ο Σαίξπηρ και ο Ντοστογιέφσκι, μπορούμε διαυγαστικά να φέρνουμε στον νου μας ότι, ήδη υπερμοντέρνος πριν από τον μοντερνισμό, «τον καιρό της τρέλας του, ο Χαίλντερλιν έπαιζε σ’ ένα πιάνο χωρίς χορδές», προλογίζοντας έτσι την τέχνη της performance. Ιδού, επίσης, τι μας λέγει για τον κινηματογράφο (κλείνοντας το μάτι στον Βάλτερ Μπένγιαμιν): «Ο κινηματογράφος πραγματοποιεί, όπως μπορεί, την πλατωνική μεταφυσική των ιδεών και των ειδώλων, μέσα στις σύγχρονες σπηλιές». Μισόν αιώνα ύστερα από την πρώτη έκδοση του Παιχνιδιού του κόσμου (1969), οφείλουμε να αναγνωρίσουμε μαζί με τον Αξελό, μελαγχολικά αλλά και με ευφρόσυνο πείσμα, ότι τα ευγενέστερα προϊόντα της ιστορίας είναι «η ποίηση και η τέχνη, προφανώς». Και να υπογραμμίσουμε, ξανά και ξανά, αυτό το συγκλονιστικά απλό, και τόσο μεστό νοήματος, «προφανώς».
Ο Ζεράρ Ζενέτ (Gérard Genette, 7/6/1930 – 11/5/2018), ερωτοτροπώντας με ένα αδιανόητα πλούσιο corpus λογοτεχνικών κειμένων, έρχεται να μας θυμίσει ότι κάθε κείμενο είναι κείμενο κειμένων, κάθε πρωτότυπη ιδέα είναι γραμμένη πάνω σε παλαιότερα εδάφη που την προλογίζουν, κάθε ρυθμός έχει παιχτεί σε ένα άλλοτε, πότε μακρινό και πότε κοντινό. Ο Ζενέτ στο κορυφαίο έργο του Παλίμψηστα – Η λογοτεχνία δευτέρου βαθμού ιχνηλατεί «τους όρους και τα όρια μιας μεταδιακειμενικότητας (transtextualité)», όπως σημειώνει στη σπουδαία Εισαγωγή της η Λίζυ Τσιριμώκου. Μετρ της επινόησης όρων που του επιτρέπουν να «ανοίγει θαρρετά τα παράθυρα των κειμένων», ο Ζενέτ καταβυθίζεται στον ωκεανό του γραπτού λόγου και ανακαλύπτει τρόπους διασυνδέσεων, επισημαίνει και αναλύει αλληλεπιδράσεις, μετατρέπει την ανάγνωση της λογοτεχνίας σε ένα οργιώδες, καίτοι συστηματοποιημένο, παιχνίδι μέσα στον χρόνο, σε μια τζαζ διεργασία όπου εντοπίζονται, και ακούγονται δαιμονισμένα, οι μηχανισμοί των μετασχηματισμών που γεννάνε νέα έργα από τα παλαιά. Ανάμεσα σε γραφήματα και ρόδακες και πίνακες και επινοήσεις νέων όρων, στραφταλίζει το χιούμορ του Γάλλου αφηγηματολόγου. Όπως, όμως, έλεγε περίπου και ο Πασκάλ, επειδή ο Αρχιμήδης ήταν και άρχοντας και γεωμέτρης, δεν σημαίνει ότι πρέπει να συγχέουμε την αριστοκρατία με τη γεωμετρία». Ο Ζενέτ, όπως και ο Αξελός, είχε περάσει από τον κομμουνισμό, εν συνεχεία εντάχθηκε στη ρηξικέλευθη ομάδα του Κορνήλιου Καστοριάδη και του Κλοντ Λεφόρ «Socialisme ou Barbarie», και κατόπιν αφοσιώθηκε σε μιαν αέναη περιπλάνηση στους λογοτεχνικούς λειμώνες – πάντα με τη συνοδεία της λατρεμένης του τζαζ μουσικής (ας σημειώσουμε ότι αφιερώνει τα Παλίμψηστα στον μέγιστο Τελόνιους Μονκ, και μάλιστα στο τέλος του τόμου, στη σ. 545 της ελληνικής έκδοσης, και όχι, ως είθισται στην αρχή: Στον Τελόνιους, που ήξερε απ’ αυτά. 17 Φεβρουαρίου 1982
Μια τέτοια παθιασμένη αγάπη για την ικανότητα της τζαζ να ενσωματώνει, να οικειοποιείται, να παραφράζει, να παρωδεί, να μεταλλάσσει, εμπνέει στον Ζενέτ φράσεις σαν αυτή: «Τότε θα είναι η ώρα για να συμπεράνουμε και να βολέψουμε τα εργαλεία μας, μια και την εποχή αυτή κάνει λίγο ψύχρα τα βράδια». Κάπου, στο Μεγάλο Αχανές, ο Μπόρχες μειδιά.
Μια τέτοια παθιασμένη αγάπη για την ικανότητα της τζαζ να ενσωματώνει, να οικειοποιείται, να παραφράζει, να παρωδεί, να μεταλλάσσει, εμπνέει στον Ζενέτ φράσεις σαν αυτή: “Τότε θα είναι η ώρα για να συμπεράνουμε και να βολέψουμε τα εργαλεία μας, μια και την εποχή αυτή κάνει λίγο ψύχρα τα βράδια”. Κάπου, στο Μεγάλο Αχανές, ο Μπόρχες μειδιά.
Στρατηγικά σκεπτόμενος, ο χαλκέντερος διαπρεπής Γερμανός φιλόσοφος Ντήτερ Χένριχ (Dieter Henrich, Μαρβούργο, 5/1/1927) δίνει μια σειρά διαλέξεων στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, με ρητό σκοπό να μυήσει Αμερικανούς φοιτητές και μελετητές, εξοικειωμένους έως τότε κυρίως με την αναλυτική φιλοσοφία, στο μεγάλο, και γεμάτο άλματα, ρεύμα του Γερμανικού Ιδεαλισμού, μιλώντας μάλιστα σε ένα ακροατήριο στο οποίο ακόμα και η απλή μνεία των ζητημάτων που έθιξε και επεξεργάστηκε ο νους του Καντ, του Φίχτε, του Χαίλντερλιν, του Χέγκελ «προκαλούσε μεγαλύτερη ανατριχίλα απ’ ό,τι οι χειμώνες του Καίμπριτζ», όπως σημειώνει με πικρό χιούμορ ο επιμελητής του τόμου, ο Ντέβιντ Σ. Πατσίνι. Ο τόμος Μεταξύ Καντ και Χέγκελ απαρτίζεται από τις εν λόγω διαλέξεις του 1973. Επιλέγοντας να μιλήσει όσο πιο απλά, και επιδραστικά βεβαίως, μπορεί, ο Χένριχ μας προσφέρει ένα διαυγέστατο πανόραμα αυτού του κολοσσιαίας σημασίας φιλοσοφικού ρεύματος, διανθίζοντας το πάντα συγκρατημένο και συγκροτημένο πάθος του με βιογραφικά στοιχεία των φιλοσόφων και ενσταντανέ από τη μεγάλη περιπέτεια της σκέψης ανάμεσα στα 1781 (πρώτη έκδοση της Κριτικής του Καθαρού Λόγου) έως το 1804 (συστηματοποίηση της θεωρησιακής λογικής του Χέγκελ): «Ο Καντ δεν εγκατέλειψε ποτέ τη γενέτειρά του», λέγει/γράφει ο Χένριχ. «Ὁ Φίχτε κάποτε ταξίδεψε περπατώντας για να επισκεφτεί τον Καντ», και «Ο Ράινχολντ προφητεύει πως, μέσα σε έναν αιώνα, ο Καντ θα είχε αποκτήσει φήμη ανάλογη με εκείνη του Ιησού». Ιδιαίτερη σημασία, κυρίως για όσους επιμένουν στην επικαιρότητα του «επαναστατικού ρήγματος στη φιλοσοφία του 19ου αιώνα», όπως αποκάλεσε τη μετάβαση από τον Χέγκελ στον Νίτσε ο Καρλ Λέβιτ (Karl Löwith, 1897-1973), το 21ο κεφάλαιο του τόμου, «Η λογική της άρνησης και η εφαρμογή της». Αξίζει να σημειωθεί, κλείνοντας, ότι και τα τρία αυτά πολύτιμα πονήματα είναι αξιέπαινα μεταφρασμένα από την Κατερίνα Δασκαλάκη, τον Βασίλη Πατσογιάννη, και τον Θοδωρή Δρίτσα αντιστοίχως.