
Μαύρος φεμινισμός χθες και σήμερα: Οι σημαντικότερες μαύρες φεμινίστριες και το έργο τους. Καθώς πλέον μπορούμε να διαβάσουμε στα ελληνικά τις τρεις σημαντικότερες θεωρητικές μορφές του μαύρου φεμινισμού, ένα σημαντικό κομμάτι του άρθρου αφιερώνεται στις Audre Lorde, bell hooks και Angela Davis.
Γράφει η Φανή Χατζή
Ο μαύρος φεμινισμός, ένα κίνημα προορισμένο να ξεπεράσει τα όρια του λευκού ή mainstream φεμινισμού, διεκδικεί διαχρονικά μια διαθεματική ματιά της καταπίεσης, που λαμβάνει υπόψη τη διασταύρωση του φύλου, της τάξης, της σεξουαλικότητας και της φυλής, αναδεικνύοντας ζητήματα προνομίων, αποκλεισμού και ιεραρχίας της εξουσίας του λευκού φεμινισμού. Μέχρι και σήμερα, ο διάλογος που άνοιξε ο μαύρος φεμινισμός βοηθά το κίνημα να προσβλέπει σε διεθνικές διεκδικήσεις, με έμφαση στην αλληλεγγύη και τη συμπεριληπτικότητα.
Καθώς πλέον μπορούμε να διαβάσουμε στα ελληνικά τις τρεις σημαντικότερες θεωρητικές μορφές του μαύρου φεμινισμού, ένα σημαντικό κομμάτι του άρθρου αφιερώνεται στις Audre Lorde, bell hooks και Angela Davis. Η σύντομη ιστορική αναδρομή στον μαύρο φεμινισμό, όμως, αναδεικνύει και άλλες σημαντικές φιγούρες που αξίζει να ανακαλύψουμε. Τα βιβλία μερικών εξ αυτών κυκλοφορούν επίσης στα ελληνικά.
Μαύρος φεμινισμός πριν από την κατάργηση της δουλείας
Ο μαύρος φεμινισμός έλαβε τις μεγαλύτερες και πιο ριζοσπαστικές διαστάσεις του τη δεκαετία του 1970, έχει, όμως, τις ρίζες του ήδη στην εποχή του τριγωνικού Ατλαντικού δουλεμπορίου, όταν οι μαύρες γυναίκες της διασποράς εντόπισαν και ανέδειξαν την πολλαπλή καταπίεση και βία που υφίσταντο. Η Maria W. Stewart (1803 – 1879) θεωρείται η πρώτη μαύρη γυναίκα που εκφώνησε δημόσιους λόγους για την κατάργηση της δουλείας και τα δικαιώματα των μαύρων γυναικών, ενώ εξέδωσε και φυλλάδια στα οποία, μεταξύ άλλων, συνηγορούσε για την εκπαίδευση και χειραφέτηση των μαύρων γυναικών. Η Harriet Jacobs (1813 – 1897) στην αυτοβιογραφία της, Incidents in the Life of a Slave Girl (1861), περιέγραψε τις ιδιαίτερες συνθήκες της γυναικείας συνθήκης υποδούλωσης, όπως τη σεξουαλική βία και εκμετάλλευση. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε σε τρεις διαφορετικές μεταφράσεις και εκδόσεις.
Το 1851 εκφωνείται ο περίφημος λόγος της Sojourner Truth (1797 – 1883) στο Συνέδριο για τα Δικαιώματα των Γυναικών στο Οχάιο, ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως «Εγώ δεν είμαι γυναίκα;» ("Ain't I A Woman?"), μια επαναλαμβανόμενη φράση της ομιλίας της. Μολονότι υπάρχουν διάφορες εκδοχές του αυθεντικού της λόγου, όλες συμφωνούν στα βασικά του σημεία.
Ούσα πλέον απελεύθερη αλλά με βαθιά τα τραύματα της δουλείας και των δικαστηρίων για την επιμέλεια του γιου της, η εξηντάχρονη τότε Truth πήρε τον λόγο αξιώνοντας μια θέση ανάμεσα στις λευκές γυναίκες που την απέκλειαν από τις διεκδικήσεις τους. Ταυτόχρονα, διακήρυξε πως είναι ίση με κάθε μαύρο άνδρα, έχοντας δουλέψει σκληρά στη Γη, υπομένοντας την ίδια κακομεταχείριση με αυτόν.
Μαύρος φεμινισμός στην περίοδο του Jim Crow
Όταν ο λευκός φεμινισμός οργανώθηκε πιο συνεκτικά στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα, με τις παθογένειες του ρατσισμού εντός του, οι μαύρες φεμινίστριες δημιούργησαν τα δικά τους όργανα και οργανισμούς, όπως ο «National Association of Colored Women's Clubs» (NACWC) που ιδρύθηκε το 1896. Οι ιδρύτριες του οργανισμού, Harriet Tubman, Frances E.W. Harper, Ida Bell Wells – Barnett, Anna Julia Cooper και Mary Church Terrell ήταν οι σημαίνουσες φιγούρες του μαύρου φεμινισμού της εποχής, αυτές που διεκδίκησαν το δικαίωμα στην εκπαίδευση, την ψήφο και τη χειραφέτηση των μαύρων γυναικών.
Οι συγκεκριμένες διανοούμενες και ακτιβίστριες επέδειξαν και ιδιαίτερο συγγραφικό έργο. Η Frances Ellen Watkins Harper (1825 – 1911) έγραψε το μυθιστόρημα Iola Leroy (1892) στο οποίο θίγονται ζητήματα φύλου και φυλής, ενώ η κοινωνιολόγος και εκπαιδευτικός Anna Julia Cooper (1858 – 1964), η τέταρτη αφροαμερικανίδα γυναίκα με διδακτορικό τίτλο, εξέδωσε το A Voice from the South (1892), που θεωρείται το πρώτο επίσημο βιβλίο μαύρης φεμινιστικής προοπτικής. Η δημοσιογράφος και σουφραζέτα Ida B. Wells (1862 – 1931) με το Southern Horrors (1892) κατέγραψε την αλήθεια για το λιντσάρισμα στις ΗΠΑ το οποίο συνεχιζόταν και μετά την κατάργηση της δουλείας. Οι ακτιβιστικές διεκδικήσεις του κινήματος εκείνης της εποχής περιγράφονται στην αυτοβιογραφία της Mary Church Terrell (1863 – 1954), A Colored Woman in a White World (1940).
Αναγέννηση του Χάρλεμ
Σημαντικό στην ανάδειξη μαύρων γυναικείων φωνών ήταν το καλλιτεχνικό και διανοητικό κίνημα της «Αναγέννησης του Χάρλεμ», στο οποίο ανήκαν πολλές μαύρες συγγραφείς, οι οποίες δεν αυτοπροσδιορίζονταν ως φεμινίστριες, αλλά το έργο τους περιείχε σημαντικές παρατηρήσεις για το φύλο, τον ρατσισμό και την τάξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Nella Larsen (1891 – 1964), το έργο της οποίας θεωρείται πρώιμα φεμινιστικό, καθώς θίγει ζητήματα γυναικείας ταυτότητας, ανεξαρτησίας και καταπίεσης μέσα στο γάμο. Το διασημότερο βιβλίο της, Το Πέρασμα (μτφρ. Νίκος Κατσιαούνης, επιλεγόμενα: Judith Butler, εκδ. Έρμα), μεταφράστηκε πρόσφατα και μιλήσαμε αναλυτικά γι’ αυτό.
Σημαίνουσα φιγούρα του ίδιου κινήματος ήταν η ανθρωπολόγος και συγγραφέας Zora Neale Hurston (1891 – 1960), η οποία αναγνωρίστηκε μετά τον θάνατό της ως ένα από τα σημαντικά πρόσωπα για τον μαύρο φεμινισμό. Ακόμα και το ορόσημο της εργογραφίας της, Τα μάτια τους κοιτούσαν το Θεό (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Αίολος) δεν έκανε εντύπωση στην πρώτη του έκδοση (1937) αλλά στη δεύτερη, σχεδόν 40 χρόνια αργότερα. Σήμερα, το μυθιστόρημα που ακολουθεί την ενηλικίωση, τους γάμους, της δυναμικής και ανεξάρτητης μαύρης ηρωίδας Τζέινι Κρόφορντ, θεωρείται πρωτοπόρο για την εποχή του.
![]() |
![]() |
Στα ελληνικά κυκλοφορεί και το Barracoon (μτφρ. Αντώνης Καλοκύρης, εκδ. Παπαδόπουλος), η μαρτυρία του τελευταίου (το 1931) εν ζωή σκλάβου, με τον οποίο συνομίλησε η Hurston τα ύστερα χρόνια της ζωής του, καταγράφοντας το τραύμα της αιχμαλώτισης, μεταφοράς και φυλάκισής του στους στρατώνες των μαύρων σκλάβων.
Μαύρος ακτιβισμός 1930 – 1960
Πέρα από τη συγγραφική και διανοητική δράση των γυναικών που έθεσαν τα θεμέλια για τον μαύρο φεμινισμό, υπήρχαν γυναίκες με έντονη ακτιβιστική και κοινοτική δράση που συσπειρώνονταν στο όνομα πολιτικών σκοπών, όπως η Daisy Bates (1914 – 1999), που έπαιξε κομβικό ρόλο στην Κρίση του Little Rock. Επίσης, η διάσημη μαύρη ακτιβίστρια Rosa Parks (1913 – 2005) πέρα από τον φυλετικό αγώνα, επιδείκνυε έμπρακτα την φεμινιστική της αλληλεγγύη σε γυναίκες που υπέστησαν σεξουαλική κακοποίηση. Μαζί με την Esther Cooper Jackson καταδίωξαν δικαστικά τον βιαστή μιας νεαρής μαύρης κοπέλας. Μετά τη σύλληψη της Parks το 1955, οπότε δια στόματος και φυλλαδίων οργανώθηκε το μποϊκοτάζ στα δημόσια λεωφορεία του Μοντγκόμερι, πολλές μαύρες φεμινίστριες στήριξαν τον σκοπό.
Το 1935 ιδρύθηκε το «National Council of Negro Women», ένας σημαντικός οργανισμός για την προώθηση των δικαιωμάτων και ευκαιριών των Αφρικανοαμερικανών γυναικών. Στον NCNW εργάστηκαν πολλές αξιοσημείωτες προσωπικότητες της εποχής, όπως η Dorothy Height (1912 – 2010), η οποία διατέλεσε πρόεδρός του για 40 χρόνια. Η Claudia Jones (1915 – 1964), γνωστή για το κείμενό της “An End to the Neglect of the Problems of the Negro Woman!” (1949), ήταν από τις πιο ενεργές φιγούρες του Κομμουνιστικού Κόμματος, παλεύοντας ενεργά για τα δικαιώματα των μαύρων γυναικών εντός του. Θύμα του Μακαρθισμού, κάποια στιγμή εξορίστηκε στην Αγγλία. Παράλληλα, η Esther Cooper Jackson (1917 – 2022) με τη γνωστή θεατρική συγγραφέα Lorraine Hansberry (1930 – 1965) ίδρυσαν το περιοδικό «Freedomways» που αποδείχτηκε πολύ σημαντικό για τη μαύρη καλλιτεχνική ταυτότητα.
Μαύρος φεμινισμός στα 1960s και 1970s
Τη δεκαετία του 1960, οι μαύρες γυναίκες βρέθηκαν σε ένα διττό αδιέξοδο αποσιώπησης των αιτημάτων τους. Ο λευκός φεμινισμός εξακολουθούσε να αποκλείει από τον διάλογο τα φλέγοντα γι’ αυτές θέματα του ρατσισμού και των φυλετικών εργασιακών διακρίσεων, της σεξουαλικής βίας και της ιατρικής κακοποίησης, ενώ το μαύρο κίνημα απελευθέρωσης τόνιζε την καταπίεση του μαύρου άνδρα και προωθούσε τη δική του προστασία, αγνοώντας τα ζητήματα φύλου. Τα συμβούλια και οι ενώσεις της Μαύρης Δύναμης λειτουργούσαν με μεγάλο σεξισμό, αποκλείοντας τις γυναίκες από τις ηγετικές θέσεις. Το 1969 η Frances M.Beal (1940) χαρακτήρισε αυτή τη θέση ως «διπλό κίνδυνο» με το άρθρο της “Double Jeopardy: To Be Black and Female”.
Οι δεκαετίες του 1960 και 1970 ήταν μια περίοδος συσπείρωσης και ιδρύσεως πολλών νέων οργανισμών όπως το «Third World Women’s Alliance» (1968), το «National Black Feminist Organization» (1973), το «Women's Institute for Freedom of the Press» (1972), αλλά και καλλιτεχνικών πρότζεκτ, όπως το «Where We At! Black Women Artists Inc». Οι φιγούρες αυτής της δεκαετίας είναι λιγότερο γνωστές από τις τρεις μεγάλες κυρίες του μαύρου φεμινισμού των επόμενων δεκαετιών (hooks, Lorde, Davis). Αξίζει να γίνει, ωστόσο, λόγος για τη δικηγόρο Florynce Kennedy (1916 – 2000), γνωστή ως «Flo», η οποία αγωνίστηκε θερμά για τα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών και ειδικότερα το έγκλημα των υποχρεωτικών στειρώσεων στις οποίες υποβάλλονταν οι μαύρες γυναίκες και για την Toni Cade Bambara (1939 – 1995), που υπέγραψε την ανθολογία The Black Woman (1970). Η συλλογή περιείχε, μεταξύ άλλων, κείμενα της σπουδαίας ποιήτριας Nikki Giovanni, της Audre Lorde, της Alice Walker, και της επίσης σημαντικής Paule Marshall.
Λευκός και μαύρος φεμινισμός εν τη ενώσει
Υπήρξαν κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις στη διάκριση των δύο φεμινισμών, στιγμές στις οποίες λευκές και μαύρες φεμινίστριες συνεργάστηκαν για την εξάλειψη των έμφυλων διακρίσεων. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η συνεργασία της Betty Friedan (1921 – 2006), συγγραφέα του Feminine Mystique (1963) με τη δικηγόρο Pauli Murray (1910 – 1985) για να ιδρύσουν μαζί με άλλες γυναίκες το 1966 το «NOW» («National Organization for Women»). Ο οργανισμός συμπεριέλαβε πολλές μαύρες γυναίκες, αλλά κατέληξε και αυτός να προωθεί περισσότερο τα θέματα των μεσοαστών λευκών γυναικών. Η Murray, πάντως, επηρέασε έντονα τη λευκή φεμινιστική σκέψη. Το κείμενό της “Jane Crow and the Law” για τη θέση της μαύρης γυναίκας απέναντι στον Νόμο διαμόρφωσε εν μέρει τα επιχειρήματα της R.B. Ginsburg στην ιστορική της απόφαση “Reed v. Reed” το 1971.
Ένα φωτεινότερο παράδειγμα είναι αυτό της φιλίας και συνεργασίας της διάσημης Gloria Steinem (1934) με τη Dorothy Pitman Hughes (1938 – 2022), μια σπουδαία μαύρη φεμινίστρια που υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των μαύρων άπορων παιδιών, δημιουργώντας κέντρο μέριμνας και αρωγής τους, ενώ ήταν ιδρύτρια του πρώτου καταφύγιου κακοποιημένων γυναικών στη Νέα Υόρκη. Με την Steinem, περιόδευσαν κατά μήκος των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970 δίνοντας διαλέξεις και ίδρυσαν το 1972 το περιοδικό “Ms Magazine”, αποδεικνύοντας ότι οι δυο φεμινισμοί μπορούν να συμπλεύσουν. Τον Οκτώβριο του 1971, οι δύο αγωνίστριες φωτογραφήθηκαν με υψωμένες τις γροθιές, μια φωτογραφία που αναπαρέστησαν το 2013.
Μαύρος λεσβιακός φεμινισμός
Ένα παρακλάδι του μαύρου φεμινισμού ήταν ο μαύρος λεσβιακός φεμινισμός, ο οποίος αναδύθηκε κυρίως από τη δημιουργία της κολεκτίβας «Combahee River Collective» στη Βοστόνη. Το 1977, η οργάνωση εξέδωσε το καταστατικό της μανιφέστο, το οποίο έθεσε τα διανοητικά θεμέλια του μαύρου λεσβιακού φεμινισμού και όριζε ότι το φεμινιστικό και το μαύρο κίνημα απέτυχε να αναδείξει τα προβλήματα των μαύρων λεσβιών γυναικών και είναι αναγκαία η έμφαση στη διασταύρωση των κοινωνικών κατηγοριών (τάξη, φύλο, σεξουαλικότητα, φυλή).
Εξέχουσες εκπρόσωποι του μαύρου λεσβιακού φεμινισμού, μερικές από τις οποίες ήταν υπέρμαχες και του αυτονομισμού του, ήταν η Demita Frazier, η Anita Cornwell (1923 – 2023), η Pat Parker (1944 – 1989), η June Jordan (1936 – 2002), η Margaret Sloan – Hunter (1947 – 2004) και η Cheryl Clarke (1947 – ), η οποία στο άρθρο της “Lesbianism: An Act of Resistance” ισχυρίστηκε ότι η λεσβιακότητα συνιστά μια ριζοσπαστική πολιτική απόρριψη της πατριαρχίας. Κομβικό ρόλο στη διάδοση των ιδεών του κινήματος έπαιξε και η Barbara Smith, η οποία ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο «Kitchen Table: Women of Color Press», στον οποίο κυκλοφόρησε μεταξύ άλλων η ανθολογία Home Girls: A Black Feminist Anthology σε δική της επιμέλεια.
Οι τρεις μεγάλες κυρίες της μαύρης φεμινιστικής θεωρίας
Audre Lorde
Εξέχουσα μορφή του μαύρου λεσβιακού φεμινισμού, η οποία όμως, ήταν υπέρμαχη της γεφύρωσης των διαφορών και όχι του σεπαρατισμού, ήταν η ποιήτρια, συγγραφέας και διανοούμενη Audre Lorde (1934 – 1992). Η ίδια αυτοχαρακτηριζόταν ως «μαύρη, λεσβία, φεμινίστρια, σοσιαλίστρια, μητέρα, αγωνίστρια, ποιήτρια» και αγωνίστηκε για την ορατότητα όλων αυτών των ταυτοτήτων, χωρίς να ιεραρχεί καμία. Στο Zami: A New Spelling of My Name, ένα έργο που χαρακτήρισε ως τη «βιομυθογραφία» της, δηλαδή μια αυτοβιογραφία που περιλαμβάνει στοιχεία ιστορίας και μύθου (σήμερα θα λέγαμε «αυτομυθοπλασία»), η Lorde περιγράφει τη ζωή της μέσα από γυναίκες που τη στιγμάτισαν, τη μητέρα, τις φίλες, τις ερωμένες και συντρόφους της.
Η Lorde, η οποία έγραφε ποιήματα από έφηβη, συστήθηκε στα αμερικανικά γράμματα μέσω της ποίησής της και συγκεκριμένα με τη συλλογή The First Cities (1968). Ιδιαίτερη αίσθηση, όμως, έκαναν τα μεταγενέστερα Coal (1976) και The Black Unicorn (1978). Σημαντικό μέρος των ποιημάτων της συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή Άγρυπνη να επιθυμώ (μτφρ. Ελένη, Mmaleficia, Πίτερ, εκδ. Τεφλόν), που περιλαμβάνει ποιήματα των επίσης μαύρων, λεσβιών ποιητριών Pat Parker και Cheryl Clarke. Σημαντικό κείμενο της Lorde είναι και το The Cancer Journals (1980), το οποίο έγραψε αφού διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού.
Sister Outsider
Παρόλο που το ποιητικό της έργο θεωρείται πολύ σημαντικό, το κατά κοινή ομολογία κομβικό της έργο είναι η συλλογή δοκιμίων και ομιλιών της, Sister Outsider (μτφρ. Ισμήνη Θεοδωροπούλου, εκδ. Κείμενα), που έχουμε τη χαρά να διαβάζουμε από το 2023 και στα ελληνικά. Ακόμα και σε αυτά τα κείμενα, όμως, «συγκατοικεί ο πεζός λόγος με την ποίηση με τρόπο αρμονικό», όπως τονίζει η μεταφράστρια Ισμήνη Θεοδωροπούλου, η οποία διατήρησε την ορμητικότητα και αμεσότητα του λόγου της συγγραφέα. Αναλλοίωτη στον χρόνο, αυτή η συλλογή εσωκλείει την πεμπτουσία των ιδεών και της σκέψης της Lorde.
Τα κείμενα που περιλαμβάνει η συλλογή εκτείνονται χρονικά από το 1976 μέχρι το 1984, αλλά διδάσκονται και αναφέρονται αυτοτελώς έως σήμερα. Το δοκίμιο «Τα εργαλεία του αφέντη δεν πρόκειται ποτέ να διαλύσουν το σπίτι του αφέντη», για παράδειγμα, στο οποίο ασκεί κριτική στον λευκό φεμινισμό γιατί χρησιμοποιεί για τον αγώνα του τα εργαλεία της «ρατσιστικής πατριαρχίας», διαιωνίζοντάς την, έχει γνωρίσει πολλές ανθολογήσεις. Ο ανοιχτός διάλογος με τις λευκές φεμινίστριες, πάντως, είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της συλλογής. Με διάθεση κριτικής, η Lorde εκφράζει ένα αίτημα αναγνώρισης και κατανόησης της μαύρης κουλτούρας και κληρονομιάς αλλά και τις καταπίεσης των μαύρων γυναικών εκ μέρους των λευκών αδερφών τους. Η «κραυγή» αυτή συμπυκνώνεται στην «Ανοιχτή επιστολή στη Μέρυ Ντέιλι».
Σε πολλά κείμενα, η Lorde μετατρέπει έννοιες και εκφάνσεις της θηλυκότητας που διαχρονικά περιόριζαν τις γυναίκες σε χρήσιμα εργαλεία για τις σύγχρονές και τις μελλοντικές γενεές φεμινιστριών. Υποδέχεται, για παράδειγμα, τις διαφορές ανάμεσα στις γυναίκες ως πηγή δύναμης και όχι διαχωρισμού και ρήξης, χαρτογραφώντας έναν φεμινισμό της διαφοράς. Παρακινεί στη μεταμόρφωση της σιωπής σε γλώσσα και δράση και στη μεταμορφωτική αξιοποίηση του θυμού για την κατά πρόσωπο αντιμετώπιση της συστημικής ανισότητας και αδικίας. Επαναπροσδιορίζει την έννοια του ερωτισμού και την επανοικειοποίησή του σε φεμινιστικό πλαίσιο, ως «πηγή ανανεωτικής και ξεσηκωτικής δύναμης».
bell hooks
Σημαίνουσα προσωπικότητα για τον μαύρο φεμινισμό ήταν και η bell hooks (1952 – 2021), η ερευνήτρια, πολιτισμική κριτικός και αργότερα καθηγήτρια αφρικανικών και φεμινιστικών σπουδών, που υιοθέτησε το ψευδώνυμο αυτό για να τιμήσει την αφρικανική κληρονομιά της γιαγιάς της και το έγραφε πάντα με πεζά γράμματα, για να τονίζεται το περιεχόμενο των γραπτών της και όχι η ίδια ως προσωπικότητα. Δήλωνε ότι ο «φεμινισμός είναι για όλους», ορίζοντάς τον ως ένα κίνημα που στοχεύει στην καταπολέμηση του σεξισμού και της καταπίεσης και όχι στη στοχοποίηση των ανδρών. Προσκαλώντας όλα τα υποκείμενα να συμμετάσχουν στις φεμινιστικές πρακτικές, έγραφε και δίδασκε και η ίδια με βατό και κατανοητό τρόπο, ώστε η φεμινιστική θεωρία να είναι ευρέως προσβάσιμη.
εισήγαγε τον όρο «καπιταλιστική πατριαρχία λευκής υπεροχής» για να συμπυκνώσει τα επίπεδα καταπίεσης στα οποία πρέπει να μάχεται ο μαύρος φεμινισμός.
Καθώς σπούδαζε αγγλική φιλολογία, άρχισε να γράφει το πρώτο της βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε μετά την ολοκλήρωση του μεταπτυχιακού της, ενώ εκπονούσε το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Φέροντας τον τίτλο του διάσημου λόγου της Truth που αναφέραμε πριν, το Ain’t I a Woman: Black Women and Feminism (1981) της hooks επανέφερε το ζήτημα του άρρητου αποκλεισμού των μαύρων γυναικών από τον λευκό φεμινισμό και το κίνημα του μαύρου εθνικισμού, εξερευνώντας τη διαχρονική καταπίεση των μαύρων γυναικών από τις λευκές γυναίκες και τους μαύρους άνδρες. Στην εργογραφία της ξεχωρίζει και το Feminist Theory: from margin to center (1984), στο οποίο εισήγαγε τον όρο «καπιταλιστική πατριαρχία λευκής υπεροχής» για να συμπυκνώσει τα επίπεδα καταπίεσης στα οποία πρέπει να μάχεται ο μαύρος φεμινισμός.
Η hooks, ακόμη, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ζήτημα της εικόνας και των μηνυμάτων των μίντια, της κουλτούρας και της αναπαράστασης, τονίζοντας τον ρόλο του Hollywood, της μουσικής και της τηλεόρασης στη διαιώνιση των στερεοτύπων. Ιδιαίτερα γνωστή είναι και η συνεισφορά της στην Εκπαίδευση και στην παιδαγωγική κριτική. Μάλιστα μέχρι πολύ πρόσφατα τα μόνα κείμενά της που μπορούσαμε να βρούμε σε ελληνική έκδοση ήταν τα τρία που περιλαμβάνονται στη συλλογική έκδοση Κριτική Παιδαγωγική (εκδ. Gutenberg, Επιμέλεια: Παναγιώτα Γούναρη, Γιώργος Γρόλλιος).
«Όλα για την αγάπη»
Το 2024, όμως, κυκλοφόρησε στα ελληνικά για πρώτη φορά ένα ολοκληρωμένο της έργο, ένα βιβλίο στο οποίο πολιτικοποιεί την έννοια της αγάπης με πολλαπλούς τρόπους. Πρόκειται για το Όλα για την αγάπη σε μετάφραση επίσης της Μαρτίνας Ασκητοπούλου για τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Εκκινώντας από την παρατήρηση της σημερινής αποξένωσης, με οδηγό το προσωπικό της βίωμα, η hooks παρατηρεί τους ενήλικες στις σύγχρονες κοινωνίες που παραμερίζουν και περιθωριοποιούν την αγάπη. Αυτό το έλλειμμα αποδίδεται στην προτεραιοποίηση της υλικής ευμάρειας έναντι της ηθικής πραγμάτωσης και στην εμμονή για εξουσία και κυριαρχία, που με τη σειρά τους οφείλονται στις διαστροφές στις οποίες υπόκειται διαχρονικά η αγάπη από κοινωνικές δομές, όπως η πατριαρχία, ο καπιταλισμός και η λευκή υπεροχή. Η αγάπη, για παράδειγμα, χρωματίζεται με συγκεκριμένο τρόπο ανάλογα με τις έμφυλες απαιτήσεις, ταυτίζεται με την υποταγή και τη θυσία στις γυναίκες, τον έλεγχο και την εξουσία στους άνδρες.
Η πραγματική αγάπη, όμως, για την hooks, ως ηθική πράξη και όχι ως ευτελές συναίσθημα, μπορεί να ανακτηθεί στις σύγχρονες κοινωνίες. Με μια σειρά πρακτικών και δεσμεύσεων και με αξιοποίηση πτυχών της αγάπης, όπως η φροντίδα, ο σεβασμός, η ευθύνη και η εμπιστοσύνη, η αγάπη μπορεί να γίνει δομικό στοιχείο της αντίστασης και του αγώνα κατά της καταπίεσης. Η αγάπη μπορεί να διαμορφώσει δυνατούς δεσμούς και κοινότητες που βασίζονται στην αλληλεξάρτηση, την αλληλεγγύη και την κοινωνική προσφορά. Αυτή η ιδέα της «ηθικής της αγάπης» μπορεί να θεωρηθεί μια πρώιμη συνεισφορά στη Θεωρία της φροντίδας, η οποία είδε την «ηθική της φροντίδας» σαν ένα πολιτικό εργαλείο απαραίτητο για το σύστημα δικαιοσύνης, την οικονομία και άλλους θεσμούς.
Αντζελα Ντέιβις
Από το τρίπτυχο των τριών σημαντικότερων μαύρων φεμινιστριών, η Άντζελα Ντέιβις [Angela Davis] (1944), η μόνη εν ζωή, είναι ίσως η πιο ριζοσπάστρια. Η ακτιβιστική της σταδιοδρομία ξεκινά τη δεκαετία του 1970 από τους Μαύρους Πάνθηρες και το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Η αρχή της δεκαετίας τη βρίσκει στη φυλακή, κρατούμενη με ψευδείς κατηγορίες, μεταξύ άλλων για φόνο. Εκεί γράφει το Αν αυτοί έρθουν την αυγή, που παίρνει το όνομά του από την ανοιχτή επιστολή που της απηύθυνε ο James Baldwin στην οποία έκλεινε με τη φράση «γιατί αν αυτοί έρθουν να σε πάρουν την αυγή, θα έρθουν για εμάς το ίδιο βράδυ». Μετά από μια τεράστια καμπάνια για την απελευθέρωσή της (μέχρι και οι John Lennon και Yoko Ono γράφουν το τραγούδι «Angela» γι’ αυτήν), κρίνεται αθώα.
Μετά την αποφυλάκισή της, περιοδεύει στις ΗΠΑ και επισκέπτεται κομμουνιστικές χώρες στις οποίες της αποδίδονται βραβεία και τιμές. Μέχρι το 1976, χρονιά που θέτει υποψηφιότητα για αντιπρόεδρος του κομμουνιστικού κόμματος, η δημοφιλία της έχει εκτοξευτεί. Η σκέψη της εντάσσεται στη μαρξιστική σχολή, καθώς επιμένει στην καταπίεση των μαύρων γυναικών της εργατικής τάξης, τονίζοντας ότι ο φεμινισμός πρέπει να περιλαμβάνει μια κριτική του καπιταλισμού. Το 1981 και το 1990 παραδίδει δύο από τα γνωστότερα βιβλία της, που καταπιάνονται με το φύλο, την τάξη και τη φυλή, το Γυναίκες, φυλή και τάξη (1981) και το Γυναίκες, κουλτούρα και πολιτική (1990).
Το πρώτο κυκλοφόρησε στα ελληνικά 2014 και το δεύτερο πολύ κοντά στην έκδοσή του, το 1991, αλλά είναι αμφότερα εξαντλημένα από καιρό.
Φεμινισμός της Κατάργησης – Δημοκρατία χωρίς δεσμά
Από τις αρχές του 21ου αιώνα, η Davis ασχολείται ενεργά με αυτό που ανέπτυξε ως «φεμινισμό της κατάργησης», δηλαδή έναν φεμινισμό που επιθυμεί τη συθέμελη αλλαγή του σωφρονιστικού συστήματος και την κατάργηση των φυλακών. Με το βιβλίο της Are Prisons Obsolete? (2003) επικρίνει τη φυλακή ως μέσο που δεν επιλύει την εγκληματικότητα αλλά επιδεινώνει την αδύναμη θέση των γυναικών, ενισχύοντας την καταπίεση. Συνδέοντας τη δυσανάλογη στοχοποίηση των μαύρων γυναικών με τη δουλεία και τον φυλετικό διαχωρισμό, εισήγαγε την όρο «σωφρονιστικο – βιομηχανικό σύμπλεγμα» (prison – industrial complex) για να περιγράψει το σωφρονιστικό σύστημα των ΗΠΑ ως μια κερδοφόρα επιχείρηση που έχει διαπλεχθεί με εταιρικά συμφέροντα.
To 2005 εξέλιξε τη θεωρία της στο Δημοκρατία Χωρίς Δεσμά: Αμερικανική αυτοκρατορία, φυλακές και η ανεκπλήρωτη κατάργησης της δουλείας (μτφρ. Κώστας Ράπτης, εκδ. Άγρα, 2008). Πρόκειται για μια σειρά συνεντεύξεων στις οποίες η μεγάλη Αμερικανίδα φιλόσοφος διατείνεται ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να επιτευχθεί όσο επικρατεί ένα σύστημα ιμπεριαλιστικό και μιλιταριστικό.
Επεκτείνοντας τον όρο «abolition democracy» του W.E.B. Dubois (1868 – 1963), βάσει του οποίου δεν αρκεί η χειραφέτηση των μαύρων από τη δουλεία αλλά απαιτείται και η πρόσβασή τους σε έναν πλήρη κατάλογο δικαιωμάτων, η Davis ισχυρίζεται ότι δεν αρκεί η αναδόμηση των φυλακών σαν μέτρο, αλλά είναι η αναγκαία η κατάργηση της μαζικής φυλάκισης, επιτήρησης και αστυνόμευσης και η αναμόρφωση των μαύρων κοινοτήτων μέσω του κράτους πρόνοιας.
Τον Δεκέμβριο του 2017 η Angela Davis βρέθηκε στην Αθήνα ως καλεσμένη του Ινστιτούτου Νικος Πουλαντζάς και στο πλαίσιο της ενδέκατης ετήσιας διάλεξης στη μνήμη του μίλησε για τον θεσμοποιημένο σεξουαλικό καταναγκασμό στον οποίο υπόκειται οι μη λευκές γυναίκες ως τα μαζικότερα θύματα του σωφρονισμού. Η διάλεξή της εκδόθηκε σε αυτοτελή έκδοση με τίτλο Φεμινισμός της Κατάργησης – Θεωρίες και πρακτικές του καιρού μας (μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης, εκδ. Νήσος, 2018).
Στη συνέντευξη Τύπου της επόμενης μέρας επεκτάθηκε σε διεθνικά ζητήματα φεμινισμού, μίλησε για τον τραμπισμό και την άνοδο του εθνικισμού. Μέχρι και σήμερα, η Ντέιβις συμπαραστέκεται ενεργά σε κινήματα συναφή με τον μαύρο απελευθερωτικό αγώνα, όπως αυτό του Παλαιστινιακού λαού. Στο Freedom Is a Constant Struggle: Ferguson, Palestine, and the Foundations of a Movement (2015) εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο τα κινήματα πρέπει να συνομιλούν.
Μαύρες λογοτέχνισσες – The sisterhood
Παράλληλα με το θεωρητικό και ακτιβιστικό έργο αυτών των τριών σημαντικών μαύρων θεωρητικών, υπήρχε και πλήθος μαύρων καλλιτέχνιδων και λογοτεχνών που με το έργο τους συνέβαλαν στη φεμινιστική σκέψη και πρωτοπορία. Μάλιστα πρόσφατα έγινε γνωστό ότι την περίοδο 1977 – 1978 μερικές από τις σημαντικότερες συγγραφείς της εποχής, η Toni Morrisson, η Alice Walker, η Ntozake Shange και η June Jordan βρίσκονταν μια φορά τον μήνα στο σπίτι κάθε μίας από αυτές στη Νέα Υόρκη προκειμένου να εμπνευστούν διάφορες ιδέες, να συνομιλήσουν και να συνεργαστούν. Αυτοαποκαλούνταν «The sisterhood».
H μόνη μαύρη γυναίκα νομπελίστρια, Toni Morrison, που στην εργογραφία της εξερευνά την ιστορία και το τραύμα της μαύρης ταυτότητας μέσω της μαύρης γυναικείας εμπειρίας, δεν χρειάζεται συστάσεις. Κυκλοφορούν σε πολύ καλές μεταφράσεις της Κατερίνας Σχινά πέντε βιβλία της από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.
Το ίδιο μάλλον ισχύει και για την Alice Walker, το διασημότερο έργο της οποίας, Το πορφυρό χρώμα (μτφρ. Αντώνης Καλοκύρης) κυκλοφορεί από τις ίδιες εκδόσεις και πρόσφατα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο για δεύτερη φορά μετά την εμβληματική ταινία του Σπίλμπεργκ. Το ελληνικό κοινό, ακόμη, έμαθε καλά τα τελευταία χρόνια την Οκτάβια Μπάτλερ [Octavia Butler], την Gayl Jones και τη Maya Angelou.
Δεν ισχύει το ίδιο για τη θεατρική συγγραφέα και ποιήτρια Ntozake Shange (1948 – 2018), η οποία εισήγαγε τον όρο «choreopoem» για το σημαντικό της πολυφωνικό έργο for colored girls who have considered suicide / when the rainbow is enuf (1975) που προορίζεται να ερμηνευτεί με χορευτική κινησιολογία. Το εμβληματικό θεατρικό που ανεβαίνει μέχρι σήμερα στο Broadway παίχτηκε για πρώτη φορά σε ένα φεμινιστικό μπαρ του Berkley. Άγνωστο παραμένει στη χώρα μας και το έργο της June Jordan (1936 – 2002), της Michelle Cliff (1946 – 2016) και της Paule Marshall (1929 – 2019).
1990s – Διαθεματικότητα και Αλληλεγγύη
Το τέλος του αιώνα συμπίπτει με την αναγνώριση της μαύρης φεμινιστικής θεωρίας από τον ακαδημαϊκό χώρο. Η δεκαετία του 1990 ήταν η περίοδος που όλες οι αρχές που πρέσβευαν οι πρωτοπόρες του μαύρου φεμινισμού συμπυκνώθηκαν σε συγκεκριμένες έννοιες, τις οποίες χρησιμοποιούμε έως σήμερα. Η νομικός και ακαδημαϊκός Kimberlé Crenshaw (1959) όρισε το 1989 τη «διαθεματικότητα», που δεν ήταν άλλη από την προσφιλή στον μαύρο φεμινισμό ιδέα ότι η έμφυλη καταπίεση πρέπει να εξετάζεται στη διατομή της με τη φυλετική, την ταξική και άλλου είδους καταπιέσεις και οι διεκδικήσεις να μην προτεραιοποιούν το φύλο ή τη φυλή αλλά τη διασταύρωσή τους. Η Crenshaw ισχυρίστηκε ότι ο ρατσισμός και ο σεξισμός στις ζωές των γυναικών είναι αλληλεπικαλυπτόμενα συστήματα καταπίεσης. Το 1991, η Patricia Hill Collins (1948) στο Black Feminist Thought έκανε λόγο για τέμνουσες, περίπλοκες, αντιφατικές πτυχές της καθημερινότητας προσθέτοντας την εθνικότητα, αναπηρία και ηλικία.
Η ιδέα της «αδελφοσύνης» ή «αλληλεξάρτησης» που χρησιμοποιούσαν αντίστοιχα η hooks και η Lorde συγκεκριμενοποιήθηκε στη θεωρία της φεμινιστικής αλληλεγγύης, η οποία σχηματίζεται πάνω στη γνώση ότι οι γυναίκες είναι διαφορετικές αλλά πρέπει να υψώσουν γέφυρες για να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις μεταξύ τους. Κομβικό για τη θεωρία της φεμινιστικής αλληλεγγύης είναι το βιβλίο της Chandra Talpade Mohanty, Φεμινισμός χωρίς σύνορα (2003), που έχουμε την τύχη να κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση των Ελένη Μπούρου και Τίνα Στάικου για τις εκδόσεις Oposito.
Συγγενή κινήματα
Παράλληλα με τον μαύρο φεμινισμό, αναπτύχθηκαν στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα και άλλα κινήματα συγγενή στο εξεταζόμενο. Η Alice Walker, για παράδειγμα, εισήγαγε τον όρο «γυναικισμός» (womanism) για να διαφοροποιήσει τελείως, ακόμα και λεκτικά, τον μαύρο από τον λευκό φεμινισμό. Οι Μεξικανο – αμερικανίδες φεμινίστριες που αυτοπροσδιορίζονταν ως «τσικάνα» ανέπτυξαν ένα δικό τους κίνημα με έμφαση στις αυτόχθονες ρίζες, τη μεθοριακή ταυτότητα και την πολιτιστική κληρονομιά. Σημαντικότερη εκπρόσωπός τους θεωρείται η Gloria Anzaldúa (1942 – 2004). Ταυτόχρονα, αναδύθηκε ο αφρικανικός φεμινισμός, με κυρίαρχη εκπρόσωπο την Molara Ogundipe (1940 – 2019) ως ένα κίνημα συντονισμένο στις συνθήκες διαβίωσης και στις ανάγκες των μαύρων γυναικών της Αφρικής, καθώς αυτό που έμεινε γνωστό ως μαύρος φεμινισμός εξέφραζε κυρίως της μαύρες γυναίκες της διασποράς.
Κυρίαρχο ρεύμα φιλοσοφικής σκέψης που παραμένει δημοφιλές και συνδυάζει τα διδάγματα του μαύρου φεμινισμού και της μεταποικιακής θεωρίας είναι ο φεμινισμός της αποαποικιοποίησης ή αποαποικιοκρατικός φεμινισμός (decolonial feminism). Ασκώντας κριτική στη δυτικοκεντρική προσέγγιση του φύλου, αυτός ο φεμινισμός αναδεικνύει τις φωνές και τις εμπειρίες των Γυναικών του Τρίτου Κόσμου, των οποίων το βίωμα καθορίζεται από την καταπίεση της αποικιοκρατίας και του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας, της θρησκείας και οικογένειας. Αυτός ο φεμινισμός ορά την έννοια της «γυναίκας», αλλά και της βίας και καταπίεσης σαν καταστάσεις που κρίνονται ad hoc ανάλογα με το ιστορικό πλαίσιο και την εκάστοτε κουλτούρα.
Σημαντικές εκπρόσωποι είναι η Chandra Talpade Mohanty (1955) που αναφέραμε πριν, η Maria Lugones (1944 – 2020) και η Gayatri Chakravorty Spivak (1942), που κυκλοφορεί στα ελληνικά το σημαντικό της δοκίμιο, Μπορούν οι υποτελείς να ομιλούν; (μτφρ. Χλόη Κολύρη, Παναγιώτης Τριτσιμπίδας, εκδ. Ακυβέρνητες Πολιτείες) στο οποίο επικεντρώνεται στη γυναίκα ως υποτελές υποκείμενο, η φωνή της οποίας εξουσιάζεται από τον λευκό ηγεμονικό λόγο. Για ένα πιο σύγχρονο κείμενο που φέρει τα χαρακτηριστικά μανιφέστο προτείνεται το Ένας φεμινισμός της από – αποικιοποίησης (μτφρ. Γιώργος Προδρόμου, εκδ. Τοποβόρος) της Françoise Vergès (1952).
Μαύρος φεμινισμός και διαδίκτυο
Οι τελευταίες δύο δεκαετίες και ειδικά τα χρόνια του #BlackLivesMatter απέδειξαν ότι η μαύρη κοινότητα αποτελεί μειοψηφία σε μεμονωμένα κράτη, αλλά συνιστά παγκοσμίως μια τεράστια πληθυσμιακή ομάδα που μπορεί να συνασπιστεί στο διαδίκτυο. Πολλές σύγχρονες μαύρες θεωρητικοί έγραψαν βιβλία για τον ψηφιακό φεμινισμό, όπως αυτός συσπειρώνεται σε ασφαλείς διαδικτυακούς χώρους συζήτησης και σε κινήματα όπως το #SayHerName ή το #MeToo, το οποίο ξεκίνησε από τη μαύρη ακτιβίστρια Tarana Burke. Κάποια παραδείγματα είναι το Misogynoir Transformed: Black Women's Digital Resistance (2021) της Moya Bailey και το Digital Black Feminism (2021) της Catherine Knight Steele.
Ο μαύρος φεμινισμός σήμερα δεν συγκεντρώνεται σε επιβλητικές φιγούρες αλλά σε ένα σύνολο φεμινισμών και φεμινιστριών που συγκλίνουν στα αιτήματα συμπερίληψης, αλληλεγγύης και διαθεματικότητας. Οι μαύρες θεωρητικοί του φεμινισμού ανανεώνουν τη συζήτηση για τους αποκλεισμούς του λευκού φεμινισμού, μιλώντας για την πολιτική του σώματος, τον δομικό ρατσισμό, τον φετιχισμό του μαύρου σώματος, τις σιωπηρές διακρίσεις και το διαγενεακό τραύμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας γραφής είναι το Bad Feminist (2014) της Roxane Gay και το Hood Feminism (2020) της Mikki Kendall. Μια φιγούρα που προοριζόταν να γίνει ενωτική, η Chimamanda Ngozi Adichie, εκφωνήτρια του διάσημου λόγου, Ας είμαστε όλοι φεμινιστές, συγκέντρωσε προσφάτως αντιδράσεις στο πρόσωπό της λόγω των προβληματικών δηλώσεών της για τις τρανς γυναίκες.
Μαύρος φεμινισμός στη Μεγάλη Βρετανία
Ο μαύρος φεμινισμός στη Μεγάλη Βρετανία ξεσπά πιο έντονα τη δεκαετία του 1970, προσανατολισμένος στα προβλήματα ενσωμάτωσης, ρατσισμού και σεξισμού τα οποία αντιμετώπιζαν οι μαύρες γυναίκες της Αφρικανικής διασποράς στη νέα μητρόπολη. Μολονότι πιο άγνωστος από τον αμερικανικό μαύρο φεμινισμό, αναδείχτηκε πρόσφατα, όταν η Βρετανίδα Bernardine Evaristo κέρδισε το Βραβείο Booker 2019 και έγινε η πρώτη μαύρη συγγραφέας που βραβεύεται στον θεσμό. Στο νικητήριο βιβλίο της, Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο (μτφρ. Ρένα Χατχούτ, εκδ. Gutenberg) ακολουθεί μέσα από τους χαρακτήρες της την εξέλιξη του μαύρου φεμινισμού στη χώρα της, ενώ ταυτόχρονα αναφέρεται σε κομβικά βιβλία όπως το The Heart of the Race: Black Women's Lives in Britain (1985) των Beverley Bryan, Stella Dadzie και Suzanne Scafe.
Η Bernardine Evaristo αποδίδει τις τεράστιες διαστάσεις δημοφιλίας του συγκεκριμένου βιβλίου της στο Black Lives Matter. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια περίοδο το πιο δημοφιλές βιβλίο στη Μεγάλη Βρετανία στην κατηγορία του Non Fiction ήταν το Why I'm No Longer Talking to White People About Race (2017) της μαύρης Βρετανίδας φεμινίστριας Reni Eddo – Lodge. Μετά τη βράβευσή της, πάντως, η Evaristo έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της δράσης της στη στήριξη μαύρων λογοτεχνών, ειδικά γυναικών, προκειμένου να αλλάξει το εκδοτικό πεδίο και να δώσει ευκαιρίες στη νέα γενιά μαύρων λογοτεχνών.
Μαύρη φεμινιστική λογοτεχνία στα ελληνικά
Τα τελευταία χρόνια, εκδίδονται πράγματι περισσότερα βιβλία, πολλά από τα οποία φτάνουν και σε εμάς. Στη σύγχρονη μαύρη φεμινιστική λογοτεχνία που μπορούμε να βρούμε στα ράφια αυτή τη στιγμή ανήκουν η Συνάντηση της Natasha Brown (μτφρ. Βαγγέλης Τσίρμπας, εκδ. Gutenberg), Η λίστα – Παγιδευμένοι στον ιστό της Yomi Adegoke (μτφρ. Νοέλα Ελιασά, εκδ. Μίνωας), η Ατέλειωτη δίψα της Raven Leilani (μτφρ. Νίνα Μπούρη, εκδ. Πατάκη), αλλά και ο λόγος που εκφώνησε η Amanda Gorman στην ορκωμοσία του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, Ο λόφος που ανεβαίνουμε (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, MC Yinka, εκδ. Ψυχογιός, 2021).
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.