
Πόσα φύλα υπάρχουν; Ποια είναι η διαφορά μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου; Υπάρχει φάσμα όσον αφορά το βιολογικό φύλο; Μια προσεκτική εξέταση των παραπάνω ερωτημάτων που αναδύονται στην επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια.
Γράφει ο Αντώνης Γουλιανός
Το ζήτημα του αριθμού των φύλων που έχει αναδυθεί στην επικαιρότητα τον τελευταίο καιρό αποτελεί στην πραγματικότητα ένα ερώτημα που έχει απασχολήσει τη διανόηση πολλά χρόνια πριν – κι έχει σε μεγάλο βαθμό απαντηθεί. Οι δεξιόστροφες ψευδοαφηγήσεις περί woke, που υιοθετούνται στον μιντιακό λόγο, έχουν ανασύρει τον εν λόγω προβληματισμό παραθέτοντας ένα υποτίθεται ατράνταχτο επιχείρημα για την αποκλειστική ύπαρξη δύο φύλων, αρσενικού και θηλυκού: τη βιολογία. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλοϊκά όσο παρουσιάζονται, τεχνηέντως και για πολιτικούς λόγους, μέσα από αυτήν την αφήγηση.
Το ζήτημα έχει δύο σκέλη. Το πρώτο αφορά στη διαφορά μεταξύ βιολογικού (sex) και κοινωνικού φύλου (gender). Το δεύτερο σκέλος έχει να κάνει με κάτι που δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ακόμα και όσα άτομα είναι ανοιχτά στον ελεύθερο αυτοπροσδιορισμό του φύλου του εκάστοτε ατόμου: το φάσμα της βιολογίας.
Τι είναι «κοινωνικό» και τι «βιολογικό» φύλο
Ας εξετάσουμε αρχικά το πρώτο. Τι σημαίνει πρακτικά βιολογικό και κοινωνικό φύλο και γιατί είναι απαραίτητη η διαφοροποίησή τους; Κοινωνικό φύλο (gender) αποτελεί το σύνολο των χαρακτηριστικών που αφορούν στην έκφραση του φύλου και δεν καθορίζονται βιολογικώς, αλλά αποτελούν επίκτητες συμπεριφορές. Αυτό από μόνο του είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να χωνέψει ένα άτομο που έχει στο μυαλό του το αυστηρό δίπολο του αρσενικού και του θηλυκού. Οι υποστηρικτές αυτού του αμετακίνητου δίπολου επικαλούνται συνήθως αορίστως ευρείες έννοιες όπως η βιολογία, η φύση και η ιστορία, που ωστόσο ως πεδία διαψεύδουν τους στεγανούς ισχυρισμούς τους, ενώ, ταυτόχρονα, όπως επισημαίνει και η Δήμητρα Τζανάκη στο βιβλίο της Intersex –πατώντας σε πλούσια βιβλιογραφία και ακολουθώντας μια φουκωική προσέγγιση, με το παράδειγμα της Μπάτλερ για το πώς το άτομο υποτάσσεται στην επικρατούσα ιδεολογία (στην προκειμένη περίπτωση, η ιδεολογία είναι ένας άκρατος ουσιοκρατισμός και βιολογισμός)–, δημιουργούν αφηγήσεις που είναι απότοκα των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών που απλοποίησαν τον κόσμο μέσα από μισογυνιστικές διηγήσεις, πάντοτε υπό το πρίσμα ενός αρσενικού παντοδύναμου θεού.
Σε άλλες περιόδους της ιστορίας, καθώς και σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές την παρούσα στιγμή, η έκφραση του φύλου διαφέρει από τα αποδιδόμενα χαρακτηριστικά που έχει στο μυαλό του ο μέσος δυτικός άνθρωπος για τον «άνδρα» και τη «γυναίκα». Είναι, λοιπόν, ως έναν βαθμό και αποικιοκρατικό το θέμα, όπως επισημαίνει και ο Πωλ Πρεθιάδο στην ομιλία του Είμαι το τέρας που σας μιλά (εκδ. Αντίποδες).
Στο εκτενές έργο της XY, η ανδρική ταυτότητα (εκδ. Κάτοπτρο), η ιστορικός Elisabeth Badinter, μέσα από πλούσιες ανθρωπολογικές παρατηρήσεις, αποδεικνύει πως η έννοια της αρρενωπότητας δεν προκύπτει έμφυτα σε αρσενικά άτομα, αλλά δομείται κοινωνικώς, κάτι που δηλώνεται και από τις διαφορές που παρουσιάζονται στο περιεχόμενο της συγκεκριμένης έννοιας ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο.
Για τις θηλυκές αρρενωπότητες, μια ενδιαφέρουσα μελέτη στα ελληνικά που ακολουθεί το σκεπτικό της επίκτητης αρρενωπότητας και της αποδέσμευσής της ως έννοιας από το βιολογικό φύλο, είναι αυτή της Άννης Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους (εκδ. Futura)
Με βάση τα παραπάνω, ευλόγως συμπεραίνει κάποιος πως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την εξάρτηση της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας από το κοινωνικό γίγνεσθαι και, αντιστοίχως, από το πολιτικοοικονομικό σύστημα. Αυτό το αποδεικνύει η ίδια η φύση. Δεν θα δούμε για παράδειγμα στη φύση θηλυκά κοάλα να βάφονται ή θηλυκές μαϊμούδες να κάνουν αποτρίχωση. Στις σύγχρονες κοινωνίες, όμως, για την πλειοψηφία των ατόμων, η γυναίκα είναι συνδεδεμένη με την έλλειψη τριχοφυΐας καθώς και το μακιγιάζ, συμβάσεις που σίγουρα έχουν ενθαρρυνθεί από τον καπιταλισμό, ανεξαρτήτως από την επανοικειοποίησή τους -υπό άλλους όρους- από πολλές θηλυκότητες.
Αόριστες έννοιες που αποδίδονται στα φύλα ως τάχα εκ γενετής ιδιότητες, όπως η «ευαισθησία» (συχνά με αρνητικό πρόσημο, που μάλιστα σχετίζεται και με μισογυνικές απόψεις που ισχυρίζονται πως οι γυναίκες στην πραγματικότητα δεν είναι ευαίσθητες, αλλά οι άντρες, παρά το περιτύλιγμα της σκληρότητας, είναι πιο ευαίσθητοι και αυθεντικοί κλπ) και η «τρυφηλότητα» για τις γυναίκες, ή η «ενεργητικότητα» και η «δύναμη» για τους άνδρες, προκύπτουν από επίπλαστες αφηγήσεις, όπως αποδεικνύει και πληθώρα ερευνών -ή στοιχειοθετημένες αντικρούσεις μη επαρκών ερευνών που υποστηρίζουν το αντίθετο- στη σύγχρονη επιστήμη.
Η περίπτωση του Τζον Μάνεϊ
Ας εξετάσουμε τώρα ένα σταθερά ανεδαφικό επιχείρημα που προκύπτει από τους πολέμιους της ύπαρξης του κοινωνικού φύλου: την περίπτωση του John Money. Ο John Money ήταν ένας πρωτοπόρος –αν και αμφιλεγόμενος– σεξολόγος, που θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της συγκεκριμένης έννοιας. Ο Money βεβαίως έχει κατακριθεί δικαίως και από το φεμινιστικό κίνημα εξαιτίας πολλών προβληματικών απόψεών του, καθώς και εξαιτίας της περιβόητης υπόθεσης Τζον/Τζόαν (τα πραγματικά ονόματα των παιδιών αποκρύφτηκαν κατά την συγγραφή της μελέτης από τον Money, αλλά αργότερα αποκαλύφθηκε πως ο Τζον/Τζόαν ήταν ο David Reimer).
Λόγω ακρωτηριασμού που υπέστη ένα από τα δίδυμα αγόρια της οικογένειας Reimer (ο David) κατά τη διάρκεια μιας επέμβασης ρουτίνας για αντιμετώπιση φίμωσης του πέους, οι γονείς απευθύνθηκαν στον John Money ο οποίος αποφάσισε πως το καλύτερο θα ήταν για τον David να μεγαλώσει ως κορίτσι. Αυτή η υπόθεση έχει γίνει έκτοτε η αφορμή για γενικεύσεις από την πλευρά των συντηρητικών που παραβλέπουν εμφανή κενά στα όσα υποστηρίζουν. Στη χώρα μας ένα βιβλίο που ασχολείται για προπαγανδιστικούς λόγους με την υπόθεση είναι αυτό των Νίκου Πλατή και Τάκη Ελευσινιώτη, Το φύλο (εκδ. Ελληνοεκδοτική), στο οποίο υποστηρίζουν πως το κοινωνικό φύλο ήταν «εφεύρεση του τρελού επιστήμονα John Money». Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι όπως τα παρουσιάζουν οι δύο συγγραφείς.
Καταρχάς, η έννοια του κοινωνικού φύλου δεν εγκαθιδρύθηκε αποκλειστικώς από τον Money. Αντιθέτως, αποτελούσε και αποτελεί παρατηρήσιμο κοινωνιολογικό φαινόμενο δεκαετίες πριν κάνει λόγο ο Money σχετικά. Τα θεμέλια αυτών των επιστημονικών εισηγήσεων έθεσε φυσικά η Σιμόν ντε Μποβουάρ με το εμβληματικό έργο της, το Δεύτερο φύλο. Στη συνέχεια, η φιλόσοφος Judith Butler στο βιβλίο της Αναταραχή φύλου (Gender trouble) αναπτύσσει την έννοια της επιτελεστικότητας του φύλου. Μετέπειτα, βέβαια, η Butler θέτει και τον βάσιμο προβληματισμό για το αν εντέλει η ρητή διαφοροποίηση μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου που ακολούθησαν πολλά άτομα στον χώρο της διανόησης και της επιστήμης μετά την Μποβουάρ, είναι πράγματι ακριβής, αφού και το βιολογικό φύλο, το πώς δηλαδή αντιλαμβανόμαστε ορισμένες ιδιότητες που πηγάζουν τάχα από μια «βιολογική» πηγή, επηρεάζεται επίσης από κοινωνικά κατασκευασμένα σκεπτικά και, σε τελική ανάλυση, από διαχρονικές ευγονικές δυστοπίες και κρατικό έλεγχο. Η Butler, μάλιστα, έχει επικρίνει ανοιχτά πολλές από τις πρακτικές του Money.
Σε σχέση πάντως με τα όσα αναφέρονται από τους δύο Έλληνες συγγραφείς αξίζει να σημειωθεί πως ο Money χειρίστηκε επιτυχώς άλλες υποθέσεις, χωρίς φυσικά αυτό να δικαιώνει τους παρεμβατικούς και ανήθικους τρόπους με τους οποίους αντιμετώπισε πολλούς ασθενείς του. Τρόπους που δυστυχώς υιοθετούνταν σωρηδόν από την επιστήμη της εποχής σε πολλά πεδία και που μόλις ξεκινούν να αλλάζουν.
Ο Money, δηλαδή, πίστευε μερικώς αυτά που πιστεύουν σήμερα οι υποστηρικτές της συντηρητικής θέσης, απλώς θεωρούσε πως πριν από μια ορισμένη ηλικία, ένα παιδί μπορεί να μάθει να συμπεριφέρεται ως αγόρι ή κορίτσι, σύμφωνα με όσα θα του διδάξουν.
Πολλά από όσα υποστήριξε ο Money, πάντως, έρχονται ρητώς σε αντίθεση με το φεμινιστικό κίνημα αφού φαίνεται να απλοποιεί την έννοια του φύλου σε προκατασκευασμένους ορισμούς και ρόλους που βλασταίνουν εντός ενός αυστηρού έμφυλου δίπολου. Ο Money, δηλαδή, πίστευε μερικώς αυτά που πιστεύουν σήμερα οι υποστηρικτές της συντηρητικής θέσης, απλώς θεωρούσε πως πριν από μια ορισμένη ηλικία, ένα παιδί μπορεί να μάθει να συμπεριφέρεται ως αγόρι ή κορίτσι, σύμφωνα με όσα θα του διδάξουν. Η πεποίθηση του Money, όπως αποδεικνύεται σε πολλές άλλες περιπτώσεις που δεν είχαν την θλιβερή έκβαση του David, δεν είναι ακριβώς εσφαλμένη. Πλέον, αφού κοινωνικά δεν είναι τόσο αυστηρός ο διαχωρισμός ανδρών και γυναικών, όπως την εποχή του David, αρκετές οικογένειες, ή ακόμα και εκπαιδευτικά συστήματα ορισμένων σκανδιναβικών χωρών, ενθαρρύνουν με επιτυχία μια gender neutral αντιμετώπιση των παιδιών, καταρρίπτοντας έτσι πολλά στερεότυπα που θεωρούνταν στο παρελθόν ως η προδιαγεγραμμένη μοίρα των παιδιών ανάλογα με τη «βιολογία» τους.
Στην περίπτωση του David, παρόλα αυτά, ο Money θεώρησε πως ένα cis αγόρι που δεν είχε εκδηλώσει καμία ένδειξη ότι κλείνει περισσότερο προς τον προσδιορισμό ως κορίτσι, απλώς και μόνο λόγω του ατυχήματος που υπέστη, θα μπορούσε να ταυτιστεί με ένα κορίτσι. Ωστόσο, η ταυτότητα φύλου δεν διαμορφώνεται τόσο απλουστευτικά, ούτε στα τρανς ούτε στα cis άτομα. Ο David βίωσε επί της ουσίας την ίδια δυσφορία που βιώνουν τα τρανς ή/και ίντερσεξ άτομα, επειδή η ταυτότητα φύλου του δεν ταίριαζε με το σώμα του. Μετά από κάποια χρόνια μάλιστα προέβη ανοιχτά σε κοινωνική και ιατρική μετάβαση, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία που ακολουθούν τρανς άνδρες και τρανς αρρενωπά άτομα, δηλαδή λαμβάνοντας ορμονική αγωγή και κάνοντας φαλλοπλαστική. Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ο David δεν αυτοκτόνησε λόγω αυτής της κατάστασης (η οποία βέβαια σίγουρα θα είχε επηρεάσει τον ψυχισμό του αρνητικά, αφού, όπως πολλά τρανς και ίντερσεξ άτομα, βίωσε ένα διαρκές ιατρικό τραύμα), αλλά λόγω προσωπικών προβλημάτων: η γυναίκα του είχε ζητήσει διαζύγιο, ήταν άνεργος και ο δίδυμος αδερφός του είχε πεθάνει από υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών δύο χρόνια νωρίτερα.
Το φάσμα του βιολογικού φύλου
Όπως αντιλαμβανόμαστε από όλα τα παραπάνω, ελάχιστα άτομα αποδέχονται το φάσμα του βιολογικού φύλου, ακόμα κι αν αναγνωρίζουν την έννοια του κοινωνικού φύλου. Συνήθως μάλιστα αναφέρεται η ύπαρξη intersex ατόμων ως «εξαίρεση» ή, ακόμα χειρότερα ως μια «δυσλειτουργία» του βασικού έμφυλου μοντέλου.
Το βιολογικό φύλο υποδιαιρείται σε χρωμοσωματικό, ορμονικό, φαινοτυπικό και γοναδικό. Πάνω σε αυτές τις κατηγορίες δομείται η έννοια της έμφυλης βιολογικότητας.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η ίντερσεξ κατάσταση δεν είναι τόσο σπάνια όσο πιστευόταν στο παρελθόν, ενώ, ταυτόχρονα, η ίδια η έννοια του βιολογικού φύλου, όπως και πολλών άλλων εννοιών στο ίδιο μοτίβο, αποτελεί μια κατασκευή. Το βιολογικό φύλο υποδιαιρείται σε χρωμοσωματικό, ορμονικό, φαινοτυπικό και γοναδικό. Πάνω σε αυτές τις κατηγορίες δομείται η έννοια της έμφυλης βιολογικότητας. Αυτές, όμως, δύναται να διαφέρουν μεταξύ τους. Χρωμοσωματικά, δηλαδή, ένα άτομο μπορεί να είναι αρσενικό (XY) αλλά να έχει φαινότυπο θηλυκού. Ορμονικά, επίσης, υπάρχει τεράστιος βαθμός διαφοροποίησης από άτομο σε άτομο, γεγονός που παίζει κομβικό ρόλο αφού οι ορμόνες επηρεάζουν καταλυτικά και την εξωτερική εμφάνιση. Μια cis γυναίκα που έχει πολυκυστικές ωοθήκες (PCOS), για παράδειγμα, έχει αυξημένη τριχοφυΐα και μπορεί να αναπτύξει δευτερογενή χαρακτηριστικά που κατανέμονται εντελώς αυθαίρετα μόνο σε αρσενικά άτομα.
Καταληκτικά, με βάση όλα τα παραπάνω δεδομένα, η βέβαιη απάντηση που προκύπτει είναι πως τα φύλα είναι δυνητικά πολυάριθμα, καθώς ο αριθμός τους, όπως και το περιεχόμενο κάθε άλλης συμβατικής κοινωνικής και επιστημονικής κατασκευής και αφήγησης του κόσμου, εξαρτάται από την αφήγηση που θα επιλέξει ένα άτομο. Την ίδια στιγμή, βεβαίως, βιολογικές διαπιστώσεις μάς δείχνουν μια αναμφισβήτητη αλήθεια: το φύλο σε όλες τις εκφάνσεις του είναι φάσμα και πολλές από τις ιδιότητες του εκάστοτε φύλου, ακόμα κι αν αφορούν τον έμφυλο δυισμό, παραμένουν ακόμα αχαρτογράφητες.
*Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΟΥΛΙΑΝΟΣ είναι συγγραφέας και κριτικός.