Για το μυθιστόρημα του A.G. Lombardo «Graffiti Palace» (μτφρ. Κάλλια Παπαδάκη, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Διονύση Μαρίνου
11 Αυγούστου 1965: τότε που η «Πόλη των Αγγέλων» μετατράπηκε σε κολαστήριο. Στη σύγχρονη αμερικανική Ιστορία, τα γεγονότα εκείνων των ημερών έχουν καταγραφεί ως «Watts Riots» (σ.σ.: οι ταραχές στο Γουάτς). Κράτησαν έξι ολόκληρες ημέρες και τα αποκαΐδια που άφησαν πίσω τους κάπνιζαν για πολύ καιρό.
Το αποτέλεσμα εκείνων των κολασμένων ημερών ήταν συντριπτικό: 34 νεκροί (εκ των οποίων οι 31 ήταν μαύροι), 1.032 τραυματίες, ανάμεσά τους και 100 αστυνομικοί, 3.438 συλλήψεις, 500 καμένα κτίρια και υλικές καταστροφές της τάξεως των 40.000.000 δολαρίων.
Όλα ξεκίνησαν όταν ένας αφροαμερικανός συνελήφθη από τους αστυνομικούς του LAPD να οδηγεί υπό την επήρεια αλκοόλ. Ο υπερβάλλων ζήλος των αστυνομικών οργάνων, σε συνδυασμό με τη διάχυτη αίσθηση καταπίεσης που βίωνε η γκετοποιημένη κοινότητα των μαύρων, οδήγησαν στην εξέγερση τους. Και ήταν σφοδρή αντίδραση, καθώς περιείχε χρόνια κοινωνικής υποδούλωσης που αναζητούσε την αφορμή για να ζητήσει το δίκιο της. Το καπάκι της λαϊκής αντίδρασης μόλις είχε πεταχτεί και ο ατμός κάλυψε ολόκληρο το Λος Άντζελες. Χρειάστηκε να επιστρατευτούν 4.000 μέλη της Εθνοφρουράς (εντολή που έδωσε ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον) για να αποκρουστεί το μαύρο κύμα της αντίδρασης ενάντια στη λευκή επικυριαρχία. Το αποτέλεσμα εκείνων των κολασμένων ημερών ήταν συντριπτικό: 34 νεκροί (εκ των οποίων οι 31 ήταν μαύροι), 1.032 τραυματίες, ανάμεσά τους και 100 αστυνομικοί, 3.438 συλλήψεις, 500 καμένα κτίρια και υλικές καταστροφές της τάξεως των 40.000.000 δολαρίων.
Έχουν γραφτεί πολλά για εκείνες τις ταραγμένες ημέρες και νύχτες. Η λογοτεχνία έχει προσφέρει τον «οβολό» της. Για όποιον ενδιαφέρεται, υπάρχει στο διαδίκτυο ένα εμβριθές άρθρο του πυραυλοκίνητου Τόμας Πύντσον γραμμένο στις 12 Ιουνίου 1966 για την εφημερίδα New York Times, με τον τίτλο «A journey into the mind of Watts». Όντως, αυτό που έκανε ο Πύντσον ήταν ένα πραγματικό ταξίδι στο γκέτο των μαύρων ψάχνοντας στα απομεινάρια της εξέγερσης. Μπορεί να το έκανε αθέατος, όπως συνηθίζει, αλλά η μαρτυρία του είναι ακριβής σαν λεπίδι.
Πριν από λίγα χρόνια, ο συγγραφέας Γούλτερ Μόσλι κατέθεσε το μυθιστόρημα Little Scarlet (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις), στο οποίο χρησιμοποιεί αρκετές φόρμες του νουάρ και της αστυνομικής λογοτεχνίας, για να αναφερθεί στην κοινωνική διάσταση των ταραχών.
Το αποτέλεσμα είναι ένα υπεράφθονο γλωσσοκεντρικό μυθιστόρημα όπου τα πάντα (πρόσωπα, καταστάσεις, γεγονότα) αναπτύσσονται μέσα σε ένα γαλακτώδες ονειρικό σύννεφο.
Ο πρωτοεμφανιζόμενος στα αμερικανικά γράμματα A.G. Lombardo με το μυθιστόρημά του Graffiti Palace (μτφρ. Κάλλια Παπαδάκη, εκδ. Μεταίχμιο), κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό και προωθητικό ως προς τη σύλληψη και τη διευθέτηση της πλοκής. Συνενώνει, εν ταυτώ, την Οδύσσεια του Ομήρου, χρησιμοποιώντας σύμβολα και παραλλαγμένα πρόσωπα του έπους, την Οδύσσεια του Τζόις ως προς το ύφος της γραφής, την οποία μπολιάζει με αρκετές δόσεις από την μεθυστική πρόζα του Πύντσον. Το αποτέλεσμα είναι ένα υπεράφθονο γλωσσοκεντρικό μυθιστόρημα όπου τα πάντα (πρόσωπα, καταστάσεις, γεγονότα) αναπτύσσονται μέσα σε ένα γαλακτώδες ονειρικό σύννεφο. Σαν μια κατάβαση στα άδυτα της πόλης όπου στοιχειοποιούνται και σημασιολογούνται όλα τα κρυφά μηνύματά της. Αυτό κάνει άλλωστε και ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, Αμέρικο Μονκ: είναι ένας ερασιτέχνης-ρέκτης των γκράφιτι της πόλης, ένας σημειολόγος των δρόμων. Με ένα τετράδιο υπό μάλης περιδιαβάζει όλες τις συνοικίες του Λος Άντζελες και καταγράφει σχέδια, απόκρυφες σημασίες, γράμματα και ταγκιές (οι υπογραφές των γκραφιτάδων) θέλοντας μέσω αυτών να καταγράψει την πραγματική, υπόγεια, φυσιογνωμία της πόλης. Εντέλει, να καταγράψει την ζώσα ιστορία της, έτσι όπως δεν περνάει από τα επίσημα Μέσα.
Είναι ένας άνθρωπος στο ενδιάμεσο: ούτε μαύρος ούτε λευκός. Οι λογής συμμορίες του επιτρέπουν να μπαίνει στα άδυτά τους και οι αστυνομικοί τον αφήνουν να δρα ανενόχλητος. Κάθε μια από τις αντιμαχόμενες πλευρές θέλει να επωφεληθεί από τη βαθιά και ανερμήνευτη γνώση του για ίδιους σκοπούς.
Ο A.G. Lombardo |
Σε τούτο το παράξενο ταξίδι έρχεται σε επαφή με πρωτόγνωρες καταστάσεις: με μέλη συμμοριών (όλων των φυλών), γυναίκες-μάγισσες, Σειρήνες, τυφλούς Τειρεσίες που προλέγουν τα πάθη του, μουσικούς της μαύρης μουσικής και δολοφόνους, καλλιτέχνες και εξεγερμένους επαναστάτες.
Και τότε ξεσπούν οι ταραχές και ο Μονκ, ως άλλος Οδυσσέας, βρίσκεται στο κέντρο του πυρός. Προσπαθεί παντί τρόπω να διαφύγει. Θέλει να επιστρέψει στο σπίτι του όπου τον περιμένει η Κάρμαν (η έγκυος γυναίκα του), μια άλλη Πηνελόπη που περιστοιχίζεται από διάφορους περίεργους φίλους του ζευγαριού. Η προσπάθεια του Μονκ να ξεφύγει ομοιάζει με εκείνη του πολυμήχανου Οδυσσέα. Σε τούτο το παράξενο ταξίδι έρχεται σε επαφή με πρωτόγνωρες καταστάσεις: με μέλη συμμοριών (όλων των φυλών), γυναίκες-μάγισσες, Σειρήνες, τυφλούς Τειρεσίες που προλέγουν τα πάθη του, μουσικούς της μαύρης μουσικής και δολοφόνους, καλλιτέχνες και εξεγερμένους επαναστάτες. Όλοι τους λειτουργούν ανασχετικά στην προσπαθειά του να φτάσει στο σπίτι και να προστατεύσει τη γυναίκα του. Το ταξίδι εκεί που πάει να ολοκληρωθεί, ξεκινάει πάλι από την αρχή. Οι μέρες μοιάζουν με νύχτες, οι νύχτες γίνονται αδιάβατες, η πόλη βράζει, το μένος παίρνει τα πάνω του και ο Μονκ, μόνος εν μέσω «τεράτων», αστυνομικών και λοιπών δαιμονίων διεκδικεί το δικαίωμά του στη μνήμη των γεγονότων και της βαθιάς ποιότητας που συνέχει όλη την πόλη. Τι παράξενο: κάθε φορά που βρίσκει ένα τηλέφωνο να συνομιλήσει με την αγαπημένη του, η γραμμή είναι κατειλημμένη. Σε τούτο το δυστοπικό περιβάλλον, ο Μονκ γίνεται ο καταγραφέας της κρυφής συνείδησης του Λος Άντζελες. Των γκράφιτι, των ιστοριών, των προσώπων.
Ο Lombardo δεν γράφει κάτι καινούργιο για εκείνα τα γεγονότα, αλλά τα γράφει με τέτοιο τρόπο που είναι πρωτόγνωρος, δίχως να διεκδικεί όλη τη δόξα της πρωτοτυπίας. Η άριστη μετάφραση ανήκει στην Κάλλια Παπαδάκη.
Ο Lombardo γράφει με πυρετώδη τρόπο. Το μυθιστόρημα είναι ένα πικαρέσκο που άλλοτε αποκτάει δραματικές χαραγματιές κι άλλοτε είναι η σάτιρα που δίνει τον τόνο. Το «ντύμα» της πλοκής είναι ένας διαρκής εσωτερικός μονόλογος –καίτοι υπάρχουν πάρα πολλά διαλογικά μέρη– όπου οι στοχασμοί και οι εντυπώσεις του Μονκ μεταφέρονται στο χαρτί με τρόπο γλωσσικά περιπετειώδη. Η εκφορά του λόγου στον Lombardo υπερχειλίζει, προσφέρει μια μορφή πληρότητας που συναντάς σε συγγραφείς όπως ο πολλάκις αναφερόμενος σε τούτο το κείμενο Τόμας Πύντσον, ο Ντον ΝτεΛίλλο, η Τόνι Μόρισον και η μέγας διδάξας Χέρμαν Μέλβιβ. Ο φιλοσοφικός στοχασμός προσεγγίζει τη λογοτεχνική ύλη εξαρχής. Δεν τη διεμβολίζει, αλλά συνυπάρχει μαζί της. Όπως και το πλήθος των μεταφορών και των συνωνύμων που διαμορφώνουν προτάσεις υψηλού αισθητικού αποτελέσματος. Ο Lombardo δεν γράφει κάτι καινούργιο για εκείνα τα γεγονότα, αλλά τα γράφει με τέτοιο τρόπο που είναι πρωτόγνωρος, δίχως να διεκδικεί όλη τη δόξα της πρωτοτυπίας. Με την έννοια ότι φαίνεται να έχει θητεύσει στους μεγάλους στυλίστες του είδους. Η άριστη μετάφραση ανήκει στην Κάλλια Παπαδάκη. Είναι χαρακτηριστικό πως τούτη είναι η πρώτη της μεταφραστική προσπάθεια και μάλιστα με ένα βιβλίο που έχει μεγάλο βαθμό δυσκολίας. Εντούτοις, έδειξε ευελιξία στον μακροπερίοδο λόγο του Lombardo και δεν χάθηκε στην εσωτερικότητα του κειμένου.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» (εκδ. Μελάνι).
Graffiti palace
A.G. Lombardo
Μτφρ. Κάλλια Παπαδάκη
Μεταίχμιο 2019
Σελ. 544, τιμή εκδότη €18,80