Shirley Jackson

Η Σίρλεϊ Τζάκσον [Shirley Jackson, 1916-1965] ήταν πολλά περισσότερα από μια συγγραφέας ιστοριών τρόμου. Με άξονα δύο βιβλία της που κυκλοφόρησαν ή επανακυκλοφόρησαν πρόσφατα «Η λοταρία και άλλες ιστορίες» (μτφρ. Χρυσόστομος Τσαπραΐλης) και «Ζούσαμε πάντα σε ένα κάστρο» (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη) από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, διατρέχουμε τα έργα και τις ημέρες μιας πολυεπίπεδης προσωπικότητας, με μεγάλο και ανεξερεύνητο συγγραφικό έργο.

Γράφει η Φανή Χατζή

Γράφοντας μια προσωπογραφία της Σίρλεϊ Τζάκσον είναι δύσκολο να σταχυολογήσουμε τις σημαντικές πληροφορίες. Η γνώση ότι είχε γράψει πάνω από 200 διηγήματα, αλλά για χρόνια διαβαζόταν μόνο ένα, είναι εξίσου συναρπαστική με αυτήν ότι λάτρευε τα μαγικά ξόρκια. Είναι εξίσου εντυπωσιακός ο αριθμός των βιβλίων που κατείχε στη συλλογή της (30.000) με τον αριθμό των μαύρων γατιών που συνυπήρχαν ταυτόχρονα στο σπίτι της (13). Ήταν μια ακούραστη συγγραφέας σχεδόν όσα χρόνια υπήρξε και μια φροντιστική μητέρα. Ήταν μια τραυματισμένη σωματικά και ψυχικά γυναίκα, που δεν έχανε ποτέ το πνευματώδες χιούμορ της.

Κρατώντας στα χέρια μας τα δύο πρώτα βιβλία της προσεγμένης σειράς «Tenebrae» των εκδόσεων Μεταίχμιο σε επιμέλεια του συγγραφέα Χρυσόστομου Τσαπραΐλη, Η λοταρία και άλλες ιστορίες (μτφρ. Χρυσόστομος Τσαπραΐλης) και Ζούσαμε πάντα σε ένα κάστρο (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη – είχε κυκλοφορήσει παλιότερα), δύο από τα πλέον αντιπροσωπευτικά δείγματα της εργογραφίας της, μπορούμε να τα αφήσουμε να μας καθοδηγήσουν αυτά προκειμένου να ανασυνθέσουμε το πορτρέτο αυτής της σημαντικής συγγραφέα, περιπλέκοντας τα βιογραφικά στοιχεία με την αίσθηση που απηχούν οι αφηγήσεις της. Σύντομα θα διαπιστώσουμε, εξάλλου, μια ιδιόμορφη διαλεκτική μεταξύ του τρόμου που αποτυπώνεται στον γραπτό της λόγο και των φαντασμάτων της ζωής της.

Η ζωή της σε φράγματα

Ένα καλλιτεχνικό πνεύμα μεγαλώνει σε ένα συντηρητικό σπίτι

Η Σίρλεϊ Τζάκσον γεννιέται το 1916 και μεγαλώνει στο εύπορο προάστιο Μπέρλινγκειμ του Σαν Φρανσίσκο και αργότερα στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης. Ο αγγλικής καταγωγής πατέρας της και η μεγαλωμένη με στρατιωτική αυστηρότητα μητέρα της είναι πολύ συντηρητικοί γονείς για ένα δημιουργικό και ανήσυχο πνεύμα σαν αυτό της μικρής Σίρλεϊ, που γράφει και ζωγραφίζει ασταμάτητα από μικρή. Η μητέρα της αγανακτεί με την άρνηση της κόρης της να συμμορφωθεί στα συμβατικά πρότυπα κομψότητας και ευπρέπειας και έτσι την επικρίνει διαρκώς, επιδεικνύοντας φανερή αδυναμία στον γιο της. Λέγεται ότι, πάνω σε έναν καβγά, η Τζεραλντίν Τζάκσον φωνάζει στην έφηβη Σίρλεϊ ότι ήταν το προϊόν μιας αποτυχημένης άμβλωσης.

Shirley Jackson brother

Η Σίρλεϊ Τζάκσον με τον αδελφό της Μπάρυ.

Είναι αδύνατον να μην αναγνώσουμε την πικρία της Σίρλεϊ για την τοξική σχέση με τη μητέρα της στο έργο της, στο οποίο συνήθως απουσιάζουν οι τρυφερές μητρικές φιγούρες. Στην ιστορία «Λουίζα, γύρνα σπίτι σε παρακαλώ», που ανθολογείται στο Λοταρία και άλλες ιστορίες, μια δεκαεννιάχρονη κοπέλα σκηνοθετεί τη φυγή της από το σπίτι της, έτσι ώστε να μην μπορέσει να τη βρει κανείς και, έπειτα, εφευρίσκει έναν άλλον εαυτό. Όταν επιστρέφει μετά από τρία χρόνια, οι γονείς της δεν την αναγνωρίζουν, συνεχίζοντας να θρηνούν τη χαμένη τους κόρη. Το διήγημα επιδέχεται πολλαπλών ερμηνειών, αλλά σε όλες εντοπίζονται οι συναισθηματικές ελλείψεις της συγγραφέα, η ανάγκη της για στοργή και αναγνώριση.

Η επανάσταση: από τις σπουδές στον γάμο

Μπορεί να μην απώλεσε ποτέ την ανάγκη για επιβεβαίωση από τη μητέρα της, όπως αποδεικνύουν τα γράμματα που της έστελνε, επιχειρώντας να εκμαιεύσει επιδοκιμαστικά σχόλια μέχρι τέλους, η Τζάκσον, όμως, έκανε τη δική της επανάσταση όταν ενηλικιώθηκε. Εγκαταλείποντας, αρχικά, το πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ, για να σπουδάσει Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Σύρακιουζ και έπειτα διαλέγοντας έναν σύντροφο που αντιπροσώπευε τις αντίθετες αξίες από αυτές των γονιών της. Γνωρίζει τον Εβραϊκής καταγωγής άθεο κομμουνιστή Στάνλεϊ Έντγκαρ Χάιμαν κατά τη διάρκεια των σπουδών της και παντρεύονται το 1940. Το επόμενο έτος δημοσιεύεται η πρώτη ημιαυτοβιογραφική ιστορία της Τζάκσον και το 1943 ξεκινά η συνεργασία του ζεύγους με τo New Yorker. Όταν το 1945 ο Χάιμαν αποδέχεται τη θέση καθηγητή στο Κολέγιο του Μπένινγκτον, το ζευγάρι εγκαθίσταται μόνιμα στο Βερμόντ. Οι δυο τους θα ζήσουν για χρόνια μια μποέμικη ζωή, οργανώνοντας βραδιές πόκερ ή μπριτζ, πάρτι και συνευρέσεις στις οποίες παρελαύνουν διανοούμενοι, όπως ο Ντύλαν Τόμας, ο Ραλφ Έλισον, ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ και ο Γουόλτερ Μπερνστάιν.

Shirley Jackson first son

Η Σίρλεϊ Τζάκσον με τον πρώτο της γιο Λόρενς, στη Νέα Υόρκη.

Ο Χάιμαν δήλωνε φανατικός θαυμαστής της Τζάκσον πριν τη γνωρίσει, έχοντας διαβάσει την ιστορία της, «Janice», που είχε δημοσιευτεί στην πανεπιστημιακή εφημερίδα. Καθώς επεκτείνουν την οικογένειά τους, όμως, ο θαυμασμός του αποδεικνύεται φοβερά ανεπαρκής. Όσο κι αν παρακινεί τη σύζυγό του να πιάσει τη γραφομηχανή, στην πράξη την επιφορτίζει με όλη την ευθύνη του σπιτιού. Επηρμένος από τον ρόλο του ως καθηγητή και κριτικού λογοτεχνίας, συστηματικά άπιστος και αδιάφορος για τις οικιακές εργασίες, δεν στέκεται δίπλα της ως ισότιμος σύντροφος. Υπάρχει ένα στιγμιότυπο στην ιστορία το «Δόντι», κατά την οποία η ηρωίδα είναι έτοιμη να επιβιβαστεί στο νυχτερινό λεωφορείο για να επισκεφτεί τον οδοντίατρο της κοντινότερης πόλης. Ημιναρκωμένη από την κοδεΐνη, γεμάτη πόνο, αποχαιρετά έντρομη τον άνδρα της με μια λίστα από οδηγίες για τον μπακάλη, τον γαλατά, το φαγητό του μωρού τους. Το στιγμιότυπο είναι χαρακτηριστικό της ανικανότητας των ανδρών συζύγων την εποχής που εργαλειοποιείται εναντίον των γυναικών τους.

Συγγραφέας, μητέρα, νοικοκυρά: Τρεις ρόλοι σε ένα άτομο

Η Τζάκσον, λοιπόν, γίνεται μία από τις λίγες γυναίκες της εποχής που πληρώνεται ως συγγραφέας και μάλιστα πιο αδρά από τον σύζυγό της, ενώ ταυτόχρονα επιφορτίζεται με την οικιακή απλήρωτη εργασία και τη φροντίδα τεσσάρων παιδιών. Το 1949, μια χρονιά μετά την έκδοση της Λοταρίας αλλά και του πρώτου της αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος, The Road Through the Wall, γράφει στον φίλο της, Ραλφ Έλισον, το εξής: «Περνάω περίφημα, καθώς γράφω ένα μυθιστόρημα με το δεξί μου χέρι [σημ. το δεύτερό της μυθιστόρημα, Hangsaman], ένα πολυεπίπεδο διήγημα με το αριστερό, ανακατεύω τη σοκολατένια πουτίγκα με ένα κουτάλι που συγκρατούν τα δόντια μου και συντονίζω την τηλεόραση με τα δυο μου πόδια».

Shirley Jackson Hangsaman

Η Τζάκσον, πάντως, αξιοποιεί στο έπακρο τον διττό της ρόλο και παράλληλα με το τρίτο [The Bird's Nest (1954)] και τέταρτο [Sundial (1958)] μυθιστόρημά της, γράφει χιουμοριστικά βιογραφικά κείμενα για διάφορα «γυναικεία» περιοδικά της εποχής («Good Housekeeping», «Woman’s Home Companion», «Ladies’ Home Journal», «Mademoiselle» κ.ά.). Σε αυτές τις βινιέτες αποτυπώνει με σατιρικό τρόπο διάφορα επεισόδια καθημερινής τρέλας, σε ένα σπίτι με τέσσερα παιδιά. Λόγω της δημοφιλίας τους, οι ιστορίες εκδίδονται σε δύο συλλογές που θεωρούνται σήμερα άτυπες αυτοβιογραφίες της, το Life Among the Savages (1953) και το Raising Demons (1957). Σε μια από τις ιστορίες της πρώτης συλλογής συναντάμε και την καταγραφή κατά την οποία η Τζάκσον προσέρχεται στο νοσοκομείο για την τρίτη της γέννα και η υπάλληλος στην υποδοχή τη ρωτάει την επαγγελματική της ιδιότητα. Όταν η Τζάκσον απαντά «συγγραφέας», αυτή την κοιτάζει καχύποπτα και λέει: «Θα γράψω απλώς νοικοκυρά».

Στοιχειωμένη από δαίμονες

Σε αντίθεση με την παιχνιδιάρικη χρήση των «δαιμόνων» στους τίτλους των προαναφερθέντων συλλογών, οι βιογραφίες που γράφτηκαν μετά τον θάνατό της παραπέμπουν σε άλλου είδους «δαίμονες», πολύ πιο σκοτεινούς (π.χ. Private Demons: The life of Shirley Jackson). Καθώς η Τζάκσον καταδύεται στη μοναξιά, περιθωριοποιημένη από την αφιλόξενη κοινότητα και βυθισμένη σε μια ασφυκτική κατάσταση οικιακού εγκλεισμού, σωρεύει διάφορα προβλήματα υγείας. Οι χρόνιες καταχρήσεις αλκοόλ, τσιγάρου και φαγητού, σε συνδυασμό με το χρόνιο άσθμα και τις συνεχόμενες αγωγές για διάφορα ψυχικά και σωματικά συμπτώματα επιβαρύνουν την καρδιά της. Εθίζεται στα χάπια αδυνατίσματος για τη ρύθμιση του βάρους της, αναπτύσσει έντονο κοινωνικό άγχος και αγοραφοβία, ενώ λαμβάνει και βαρβιτουρικά, τα οποία τότε θεωρούνταν ασφαλή. Η υγεία της κλονίζεται, αλλά συνεχίζει να εργάζεται άοκνα. Το 1959 εκδίδεται αυτό που έμελλε να γίνει η πιο μεγάλη της επιτυχία, το βιβλίο Οι δαίμονες του Χιλ Χάουζ (μτφρ. Χρύσα Τσαλικίδου, εκδ. Επιλογή/Θύραθεν), το οποίο έγραφε για δύο χρόνια. Της εξασφαλίζει την εύνοια των κριτικών που το εκθειάζουν και την υποψηφιότητα για το National Book Award το 1960, ενώ το 1962 κυκλοφορεί το Ζούσαμε πάντα σε ένα κάστρο.

Shirley Jackson private demons

Το 1963 υφίσταται ένα επεισόδιο νευρικού κλονισμού που θορυβεί την οικογένειά της. Με τη βοήθεια ενός ψυχιάτρου, αναλαμβάνει δυνάμεις και αρχίζει να δουλεύει ένα κείμενο το οποίο η ίδια περιγράφει ως διαφορετικό από όσα είχε γράψει έως τότε και «χαρούμενο». Το απόγευμα της 8ης Αυγούστου 1965, όμως, παθαίνει καρδιακή προσβολή και πεθαίνει στον ύπνο της σε ηλικία 48 ετών. Το χαρούμενο έργο που ετοίμαζε εκείνη την περίοδο δεν είδε ποτέ το φως της έκδοσης. Αντίθετα η τελευταία δημοσιευμένη ιστορία της είναι «Η πιθανότητα του κακού» (η πρώτη ιστορία της συλλογής Σκοτεινές Ιστορίες) που μιλά για μια ηλικιωμένη ευυπόληπτη κυρία που στέλνει πικρόχολα σημειώματα στους γείτονές της, αναγκάζοντάς τους να έρθουν αντιμέτωποι με μια ανείπωτη ή ανομολόγητη αλήθεια.

Shirley Jackson outdoors portrait

Τα δύο βιβλία της σειράς Tenebrae στο μικροσκόπιο

Η Λοταρία και άλλες ιστορίες

Σαν την ηρωίδα του τελευταίου της διηγήματος, οι ιστορίες που δημοσίευσε κατά καιρούς η Τζάκσον μπορούν να ιδωθούν σαν μικρά σημειώματα με τα οποία έφερνε τους παραλήπτες αυτών ενώπιον μιας άσχημης αναπόφευκτης αλήθειας.

metaixmio jackson lotaria

«Η Λοταρία»: ένα από τα διασημότερα αμερικανικά διηγήματα 

Το πιο μνησίκακο «γράμμα» που έστειλε στους συμπατριώτες της η ίδια ήταν «Η Λοταρία», ένα από τα διασημότερα διηγήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας. Η αντίδραση των Αμερικανών στο οδυνηρό πορτρέτο που τους φιλοτέχνησε η Τζάκσον δεν ήταν ενδοσκοπική. Από την επομένη της 26ης Ιουνίου του 1948, οπότε πρωτοδημοσιεύτηκε η ιστορία στο New Yorker, το περιοδικό κατακλείστηκε από σωρεία οργίλων μηνυμάτων, ενώ αναρίθμητα έλαβε και η συγγραφέας.

Τρία χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, πολλά χρόνια πριν από τη σπουδή στο κακό της Χάνα Άρεντ, τις αναλύσεις για το Ολοκαύτωμα, ή τις ταινίες του Χάνεκε, η Τζάκσον αποτυπώνει, χωρίς εξηγήσεις και φιοριτούρες, την κοινοτοπία του κακού και τη δύναμη της μάζας.

Στο διήγημα αυτό η Σίρλεϊ Τζάκσον βάλει ευθέως κατά της τυφλής προσκόλλησης σε απολιθωμένες αξίες, του λευκού προτεσταντικού συντηρητισμού και της πολιτικής της αγέλης. Τρία χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, πολλά χρόνια πριν από τη σπουδή στο κακό της Χάνα Άρεντ, τις αναλύσεις για το Ολοκαύτωμα, ή τις ταινίες του Χάνεκε, η Τζάκσον αποτυπώνει, χωρίς εξηγήσεις και φιοριτούρες, την κοινοτοπία του κακού και τη δύναμη της μάζας. Η ιδέα της κανονικοποιημένης βίας ως τελετουργίας στην καρδιά του μοντέρνου τρόπου ζωής ανατρέπει τις αξίες και τα θεμέλια του αμερικανικού κοινοτισμού, ενώ ταυτόχρονα αποδομείται η έννοια του «αποδιοπομπαίου τράγου» ως απαραίτητου πολιτικού εργαλείου.

Ενώ το επιμύθιο είναι γνωστό, οι ρίζες του διηγήματος παραμένουν ακόμα μυστηριώδεις. Μια ιστορία βρίσκει τη Τζάκσον να το γράφει κατά τη διάρκεια ενός μπριτζ πάρτι, μέσα σε είκοσι λεπτά, ενώ μια άλλη, να το συλλαμβάνει μετά από μια πρωινή βόλτα με το μωρό στο καρότσι και να το ολοκληρώνει πριν γυρίσει το μεγαλύτερό της παιδί απ’ το σχολείο. Οι περισσότερες ερμηνείες της ιστορίας παραλληλίζουν την οικογενειακή διαπόμπευση που υφίσταται η οικογένεια Χάτσινσον με την περιθωριοποίηση της οικογένειας Τζάκσον από τους γείτονές της και τον ακραίο αντισημητισμό που υπέστησαν. Η ίδια, που απέφευγε τις συνεντεύξεις γενικά, είχε δηλώσει μετά από πιέσεις ότι ήθελε να σοκάρει τους αναγνώστες «με μια γραφική αναπαράσταση της ανούσιας βίας και απανθρωπιάς των δικών τους ζωών».

Shirley Jackson kentriki

Οι άλλες ιστορίες – Ύφος, μοτίβα, θεματικές

Μολονότι πλέον έχει καθιερωθεί ως ειδήμων του τρόμου, η Τζάκσον χειριζόταν επιδέξια πολλά είδη γραφής, με τις χιουμοριστικές αφηγήσεις να είναι χαρακτηριστικό της πρώιμης γραφής της. Στα διηγήματα των συλλογών που περιλαμβάνει η Λοταρία (ανθολόγηση: Ειρήνη Χριστοπούλου), η Τζάκσον αναμειγνύει σε διαφορετικές αναλογίες το χιούμορ και τον τρόμο, ώστε το ύφος της να είναι άλλοτε παιγνιώδες, άλλοτε ειρωνικό και άλλοτε σαρδόνιο. Στις ιστορίες της συλλογής ο τρόμος δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά εξυπηρετεί τις κοινωνικές παρατηρήσεις της Τζάκσον. Το φλεγματικό ύφος και η οξυδέρκειά της αποτυπώνονται στη γραφή της και η κριτική της αμερικανικής πραγματικότητας σκεπάζει σαν αχλή τα διηγήματά της, χωρίς να επιβάλλεται ποτέ εξόφθαλμα.

Αμφισημία και ανοίκειο στη γραφή της Τζάκσον

Κεντρική στη γραφή της Τζάκσον είναι η αμφίσημη αίσθηση που δημιουργούν οι αφηγήσεις της σχετικά με την αλήθεια ή όχι των οριακών καταστάσεων στις οποίες βρίσκονται οι ήρωές της. Το σύνορο ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη σουρεαλιστική τροπή της είναι τόσο δυσδιάκριτο ώστε θα μπορούσε η έκβαση της ιστορίας να δικαιολογηθεί από μια ονειρώδη κατάσταση, ένα παιχνίδισμα του μυαλού ή μια νευρική διαταραχή. Η Τζάκσον, όμως, δεν επιτρέπει τον εφησυχασμό της ρεαλιστικής εξήγησης. Στην «Παράνοια», για παράδειγμα, η μανία καταδίωξης του ήρωα εξηγείται από το κλίμα της ψυχροπολεμικής τρομοκρατίας, αλλά η συγγραφέας δεν υπονοεί πουθενά ότι είναι όλα μέσα στο μυαλό του.

Το συχνότερο μοτίβο που εξυπηρετεί αυτή την αιώρηση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα είναι η δημιουργία της αίσθησης μιας οικείας κατάστασης που σταδιακά ανατρέπεται, βυθίζοντας τους ήρωες στο ανοίκειο.

Το συχνότερο μοτίβο που εξυπηρετεί αυτή την αιώρηση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα είναι η δημιουργία της αίσθησης μιας οικείας κατάστασης που σταδιακά ανατρέπεται, βυθίζοντας τους ήρωες στο ανοίκειο. Όλα προδιαθέτουν για μια ακόμα συνηθισμένη μέρα που θα κυλήσει ομαλά μέχρι να παρατηρηθεί η πρώτη παραφωνία ή δυσλειτουργία που οδηγεί σε μια κατάσταση γενικευμένης ανησυχίας. Η ασφάλεια κλονίζεται, ο περίγυρος αρχίζει να γελά υστερικά και οι ήρωες αγνοούν, μαζί με τους αναγνώστες, την αιτία και το βάθος της τραγικής τους κατάστασης.

Οι ιστορίες της, όμως, γίνονται πιο ανατριχιαστικές από ποτέ, όταν, εντελώς απρόσμενα, χωρίς να μεσολαβεί κάποια νοητική παραδρομή, εμφανίζεται το Κακό, απεκδυμένο από ιατρικοποιήσεις, προσωποποιημένο στη μορφή ανθρώπων της διπλανής πόρτας («Η Λοταρία»), της διπλανής θέσης («Η Μάγισσα») ή της γειτονιάς («Ο Αποστάτης»), μεταμφιεσμένο σε παιδικές κουβέντες και στιχάκια. Αυτό το Κακό, στην ατόφια, αρχετυπική μορφή του, δεν κρύβεται στο έρεβος αλλά στο φως της ημέρας και παραμονεύει ανά πάσα στιγμή στη γωνία.

Ζούσαμε πάντα σε ένα κάστρο

Το Ζούσαμε πάντα σε ένα κάστρο (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη) ακολουθεί την ιστορία της αφηγήτριάς του, Μέρι Κάθριν ή Μέρικατ Μπλάκγουντ, μίας εκ των δύο ορφανών κοριτσιών που επέζησαν από ένα θανατηφόρο «ατύχημα» που ξεκλήρισε όλη την οικογένεια Μπλάκγουντ, αφήνοντας τα δυο κορίτσια μόνα στην πατρογονική έπαυλη, παρέα με τον ανάπηρο ανοϊκό θείο Τζούλιαν. Μετά το θανατηφόρο συμβάν, οι τρεις τους κλείστηκαν οριστικά στο σπίτι, απομονωμένοι από τα επικριτικά βλέμματα και σχόλια της κοινότητάς τους.

metaixmio jackson kastro

Στη μεγάλη φόρμα, η Τζάκσον διατηρεί το ύφος, την αισθητική και το κλίμα που δημιουργεί στη μικρή φόρμα. Μάλιστα, το Ζούσαμε πάντα σε ένα κάστρο επαναφέρει την αντίθεση ανάμεσα σε έναν μεταβαλλόμενο νεωτερικό κόσμο και έναν προβιομηχανικό κόσμο κολλημένο παρωπιδικά στον χρόνο, μια εικόνα που εισήγαγε στη «Λοταρία». Χωμένες στο «κάστρο» τους, αποκομμένες από την τεχνολογία και τον πολιτισμό, οι αδερφές Μπλάκγουντ διάγουν μια ζωή βγαλμένη από βικτωριανό μυθιστόρημα. Η 28χρονη Κόνστανς μαγειρεύει διαρκώς, τακτοποιεί το σπίτι και φροντίζει τον άρρωστο θείο, ενώ η 18χρονη Μέρικατ παίζει με τον γάτο της, κρύβει φυλαχτά σε όλο το σπίτι, κάνει ξόρκια για να κρατήσει τους πάντες έξω από το οχυρό τους. Οι μετρημένες επισκέψεις για τσάι και βουτήγματα είναι από αριστοκράτισσες φίλες των γονιών τους και είναι σύντομες.

Σκιαγραφώντας λεπτομερώς την ηθογραφία της επαρχιωτικής πόλης και την χωροταξία των σχέσεων εξουσίας, η Τζάκσον υπονοεί ότι οι κόρες του Μπλάκγουντ δεν είναι ανεπιθύμητες ως οι μόνες επιζώσες ενός περιστατικού δηλητηρίασης αλλά και ως κληρονόμοι μιας περιφραγμένης περιουσίας που επί χρόνια επιδείκνυε ο πατέρας τους και διέγειρε το ταξικό μίσος των χωρικών.

Εκτός του κάστρου, η ζωή τρέχει με ρυθμούς ξένους, που δεν αγκαλιάζουν την αλλόκοτη οικογένεια. Όταν η Μέρικατ βγαίνει από το κάστρο, η πόλη απλώνεται μπροστά της σαν ένα ταμπλό παιχνιδιού με πολλές νάρκες στα σημεία που τα μικρά παιδιά της γειτονιάς θα της κάνουν μπούλινγκ ή οι πατεράδες τους θα την κακοποιήσουν λεκτικά. Σκιαγραφώντας λεπτομερώς την ηθογραφία της επαρχιωτικής πόλης και την χωροταξία των σχέσεων εξουσίας, η Τζάκσον υπονοεί ότι οι κόρες του Μπλάκγουντ δεν είναι ανεπιθύμητες ως οι μόνες επιζώσες ενός περιστατικού δηλητηρίασης αλλά και ως κληρονόμοι μιας περιφραγμένης περιουσίας που επί χρόνια επιδείκνυε ο πατέρας τους και διέγειρε το ταξικό μίσος των χωρικών.

Ο αναχρονιστικός παράδεισος των κοριτσιών μοιάζει παραδόξως να τις προστατεύει. Στον δικό τους μικρόκοσμο, επικρατεί η αγάπη, η φροντίδα, η αυτοσυντήρηση και η ανεκτικότητα. Όταν λοιπόν ο ξάδελφος Τσαρλς με τις φωνές, τα βαριά του βήματα και τον θόρυβό του ταράζει την ησυχία τους, αρχίζει να απειλείται η ευημερία του σπιτιού. Επιβάλλοντας την παρουσία του και τις φιλοχρήματες αξίες του, προσπαθεί να ανατρέψει ένα status quo που καλλιεργούσαν τα κορίτσια επί χρόνια. Κατά τραγική ειρωνεία, όμως, η υιοθέτηση των πατριαρχικών αρχών που ενσαρκώνει ο Τσαρλς είναι ο μόνος τρόπος να εξέλθουν οι αδελφές από το κοινωνικό περιθώριο στο οποίο ζουν και να διεκδικήσουν χώρο στη σύγχρονη κοινωνία.

Το τέλος έχει διαβαστεί ως τραγικά απαισιόδοξο, όμοιο του ανθρωποφαγικού τέλους της «Λοταρίας» αλλά και ως ανακουφιστικά φεμινιστικό.

Το τέλος έχει διαβαστεί ως τραγικά απαισιόδοξο, όμοιο του ανθρωποφαγικού τέλους της «Λοταρίας» αλλά και ως ανακουφιστικά φεμινιστικό. Δεν αποκλείεται, όμως, μια πιο περίπλοκη, ενδιάμεση ερμηνεία, που λαμβάνει υπόψη το τρυφερό βλέμμα της Σίρλεϊ Τζάκσον προς τη διαφορετικότητα. Χωρίς να παραλείψει να εντοπίσει την ανώριμη συμπεριφορά της, την νοσηρή αγάπη που τρέφει για την αδερφή της και το μίσος που στρέφεται σε όλους τους άλλους, η οπτική που μας δίνει η συγγραφέας είναι αυτή των παιδικών «φακών» της Μέρικατ, με τους οποίους βλέπει ως γκρίζα όλα τα πρόσωπα του χωριού, πολύχρωμο το κάστρο τους, ως φαντάσματα τους εισβολείς του και ως σκυλιά τους πολιορκητές του. Ο κόσμος στον οποίο μας εισάγει η συγγραφέας δεν είναι άλλος από τον ευφάνταστο εσωτερικό κόσμο της Μέρικατ, εκεί που η ασφάλεια βρίσκεται ανάμεσα στα δέντρα, στο απαλό τρίχωμα του γάτου Τζόνας, στη γητειά των προστατευτικών λέξεων και στην καθησυχαστική επανάληψη του «σ’ αγαπώ» από ένα οικείο στόμα.

Shirley Jackson kids

Η Σίρλεϊ Τζάκσον με τα τέσσερα παιδιά της Λόρενς, Τζένη, Σάρα και Μπάρι.

Οικιακός τρόμος – οικιακότητα –  το σπίτι ως σύμβολο

Όπως παρατηρεί μία από τις βιογράφους της Τζάκσον, η Ρουθ Φράνκλιν, τα σπίτια αποτελούν «το κέντρο βάρους» του μεγαλύτερου μέρους της μυθοπλασίας της Τζάκσον. Στα διηγήματά της, για παράδειγμα, τα σπίτια λειτουργούν συχνά ως ζωντανές προβολές της συναισθηματικής κατάστασης των ηρώων, λευκοί καμβάδες που αντανακλούν τους φόβους τους (βλ. τις ανθολογημένες ιστορίες «Ο δαιμονικός εραστής» και «Σπίτι»). Στα μυθιστορήματά της, κυρίως στα δύο τελευταία αλλά και το The Sundial που εκδόθηκε το 1958, τα σπίτια έχουν οργανικό ρόλο και δεν αντανακλούν απλώς τον ταραγμένο ψυχισμό των ηρώων, αλλά τον αγκαλιάζουν κιόλας. Το σπίτι που φαίνεται εκ πρώτης όψεως μια απειλητική δομή, με αιχμηρούς πυργίσκους, περίεργα αετώματα και κλειστοφοβικά δωμάτια καταλήγει να είναι μήτρα ασφάλειας και κρησφύγετο για τις ηρωίδες της Τζάκσον, ακριβώς όπως και για την ίδια το σπίτι της αποτέλεσε ένα προστατευτικό κουκούλι και ταυτόχρονα φυλακή.

Το σπίτι που φαίνεται εκ πρώτης όψεως μια απειλητική δομή, με αιχμηρούς πυργίσκους, περίεργα αετώματα και κλειστοφοβικά δωμάτια καταλήγει να είναι μήτρα ασφάλειας και κρησφύγετο για τις ηρωίδες της Τζάκσον, ακριβώς όπως και για την ίδια το σπίτι της αποτέλεσε ένα προστατευτικό κουκούλι και ταυτόχρονα φυλακή.

Ο λόγος, όμως, που ο τρόμος της Τζάκσον έχει χαρακτηριστεί ως «οικιακός» δεν αφορά απλώς τη χρήση του οίκου ως συμβόλου, αλλά τον τρόπο με τον οποίο η Τζάκσον ενέτασσε σε οικείες δομές (οικία, γειτονιά, πλατεία) το αλλόκοτο και το απόξενο, διαπλέκοντας το «οικιακό» με το «ανοίκειο». Μια μέρα της κυρίας Γουόλπολ που ξεκινά με το καθημερινό σερβίρισμα του πρωινού στον άνδρα και τα παιδιά της μπορεί να μετατραπεί σε λίγες ώρες σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον αιματηρού τρόμου (βλ. «Αποστάτης») και ένας απλός πονόδοντος μπορεί να καταλήξει σε ένα περιστατικό αποπροσωποποίησης (βλ. «Δόντι»).

Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί φεμινιστική η γραφή της Τζάκσον;

Οι ηρωίδες της είναι κατεξοχήν γυναίκες, νοικοκυρές ή στιγματισμένες ως ανύπαντρες, αμφότερες επιβαρυμένες με τις κοινωνικές απαιτήσεις που αναμένονται από αυτές. Γυναίκες σε εύθραυστη ψυχική κατάσταση, «στα πρόθυρα», που καταρρέουν όχι από τη βιολογική κούραση, αλλά από τη δυσαρμονία με το ετεροκανονικό περιβάλλον γύρω τους. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί η ίδια να μην ήταν εξοικειωμένη με τις φεμινιστικές θεωρίες της εποχής, αλλά η γραφή της Τζάκσον αποτύπωσε τις σκοτεινές ατραπούς στις οποίους οδηγείται η γυναίκα της δεκαετίας του 1940-1950. Ανέδειξε την οικιακότητα ως λίθο της πατριαρχικής πυρηνικής οικογένειας και καταλύτη της μοναξιάς και αποξένωσης της γυναίκας, ακόμα κι αν το σπίτι, ελλείψει προσβάσεως στον δημόσιο χώρο, γινόταν ο μόνος ασφαλής βιωτικός της χώρος, ο μόνος μάρτυρας των ματαιώσεων και της σιωπηρής βίας που υφίστατο.

Shirley Jackson witchcraft

Πέρα απ’ αυτό, η Τζάκσον, που γοητευόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της από τα μαγικά ξόρκια και οι βιβλιοθήκες της ήταν γεμάτες με κάρτες ταρό, κούκλες βουντού και φυλακτά, ενδιαφερόταν και συγγραφικά με το «κυνήγι των μαγισσών» σαν ιστορική και μεταφορική συνθήκη. Πολλοί αναφέρονται στο αυτοβιογραφικό σημείωμα του πρώτου της βιβλίου, το οποίο υπέγραψε ο άνδρας της και την περιέγραφε ως «πιθανώς τη μόνη σύγχρονη συγγραφέα που είναι μαθητευόμενη μάγισσα» ή στη φράση ενός κριτικού που σημείωσε ότι «η κυρία Τζάκσον δεν γράφει με στυλό, αλλά με σκουπόξυλο». Λίγοι υπενθυμίζουν, όμως, ότι έγραψε ένα non-fiction βιβλίο το 1956 με τίτλο The Witchcraft of Salem Village, στο οποίο ισχυρίζεται ότι το κυνήγι των μαγισσών ήταν μια απόπειρα ελέγχου των ασυμβίβαστων γυναικών.

Shirley Jackson portreto 2

Η πολιτιστική κληρονομιά της Σίρλεϊ Τσάκσον

Για πολλά έτη μετά τον θάνατό της η Τζάκσον βρισκόταν στις παρυφές του αμερικανικού κανόνα, χωρίς να αναγνωρίζεται ως σημαντικό μέρος του. Ο μειωτικός χαρακτηρισμός «Virginia Werewoolf» από έναν αρθρογράφο του περιοδικού Time, το 1962, υποδεικνύει την υποτίμηση της συμβολής της στα λογοτεχνικά πράγματα και τη θέασή της ως μιας «τρομακτικής» Βιρτζίνια Γουλφ. Διάφορες πηγές αναφέρουν ότι ο βασικός κορμός του έργου της δεν βρισκόταν σε κυκλοφορία τις δεκαετίες του 1970 και 1980. Το μόνο της διήγημα που διαβαζόταν και ανθολογούνταν σταθερά ήταν η «Λοταρία». Χάρη σε αυτό, μάλλον, το όνομα της Τζάκσον επιβίωσε από την ολοκληρωτική λήθη.

Με την αυγή του 21ου αιώνα, αν και με κάποιες αντιστάσεις, η Τζάκσον αναγνωρίζεται σταδιακά ως κορυφαία μορφή της λογοτεχνίας του τρόμου και το 2007 θεσπίζεται το βραβείο «Shirley Jackson Award» για βιβλία μυστηρίου, τρόμου και ψυχολογικού σασπένς.

Η πρώτη έρευνα για τη ζωή και το έργο της Τζάκσον από τη Lenemaja Friedman ξεχάστηκε γρήγορα, αλλά η πρώτη επίσημη βιογραφία της από την Judy Oppenheimer με τίτλο «Private Demons» (1988) εγείρει το ενδιαφέρον έως σήμερα. Η δημοσιογράφος βασίστηκε σε συνεντεύξεις και καταγραφές απογόνων της οικογένειας αλλά και φίλων/γνωστών της, χωρίς να εμβαθύνει ιδιαιτέρως στο έργο της. Η δραματοποιημένη ματιά στον ιδιωτικό βίο της συγγραφέως καταλήγει να έχει «κίτρινες» αποχρώσεις, σκιαγραφώντας το πορτρέτο της συγγραφέως ως μιας «παραμελημένης» εμφανισιακά γυναίκας, κακής νοικοκυράς και συζύγου. Οι ακαδημαϊκοί ερευνητές της Τζάκσον το απορρίπτουν ως πηγή, αλλά συνεχίζει να προσελκύει το κοινό, καθώς προσφέρει μια αδιάκριτη ματιά μέσα από την κλειδαρότρυπα.

Με την αυγή του 21ου αιώνα, αν και με κάποιες αντιστάσεις, η Τζάκσον αναγνωρίζεται σταδιακά ως κορυφαία μορφή της λογοτεχνίας του τρόμου και το 2007 θεσπίζεται το βραβείο «Shirley Jackson Award» για βιβλία μυστηρίου, τρόμου και ψυχολογικού σασπένς. Το 2010 η Joyce Carol Oates επιμελείται μια ανθολογία των σημαντικότερων κειμένων της Τζάκσον για την Library of America, ενώ το 2013 ο σκηνοθέτης και μετρ του τρόμου Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, ως επιμελητής μια σειράς με τις αγαπημένες του ιστορίες για τις εκδόσεις Penguin τοποθετεί το The Haunting of Hill House δίπλα σε κομβικά έργα όπως το Frankenstein της Mary Shelley.

Shirley Jackson haunted life

Η επέτειος των εκατό χρόνων από τον θάνατό της το 2016 κλιμάκωσε το ενδιαφέρον για τη συγγραφέα, σηματοδοτώντας τον επαναπροσδιορισμό της συμβολής της στα αμερικανικά γράμματα. Τη χρονιά εκείνη κυκλοφορεί η δεύτερη, πιο ενδελεχής έρευνα για τη ζωή, το έργο και την καλλιτεχνική της εξέλιξη, η βιογραφία της κριτικού λογοτεχνίας Ρουθ Φράνκλιν με τίτλο Shirley Jackson: A rather haunted life. Έπειτα επί μια εξαετή έρευνα αρχείου, η Φράνκλιν εντάσσει το έργο στη γκοθ λογοτεχνία και στην παράδοση των Χόθορν, Πόε και Χένρι Τζέιμς. Σκιαγραφεί κι αυτή, με τη σειρά της, το προφίλ μιας γυναίκας τραυματισμένης από τη συναισθηματική κακοποίηση της μητέρας της, «στοιχειωμένης» (όπως υπονοεί ο υπότιτλος) από συναισθηματικούς δαίμονες, αλλά εκφεύγοντας από το προσωπικό ύφος καταλήγει να συνθέτει την Τζάκσον όχι τόσο ως προσωπικότητα αλλά ως οντότητα του ιστορικού συγκειμένου και των έμφυλων στερεοτύπων της εποχής.

Την έκδοση της βιβλιογραφίας της ακολούθησαν πολλές νέες εκδόσεις, ανθολογήσεις, μεταφράσεις, μεταφορές στο θέατρο και το σινεμά. Ο Μάικ Φλάναγκαν, ο πιστός υπηρέτης του κινηματογραφικού τρόμου με πλείστες λογοτεχνικές αναφορές στο έργο του, μεταφέρει το The Haunting of Hill House στη μικρή οθόνη για το Netflix το 2018, εκτοξεύοντας το ενδιαφέρον των νεότερων γενεών για την Τζάκσον, ενώ το 2020 κυκλοφορεί το Shirley της Τζόζεφιν Ντέκερ με την καθηλωτική Ελίζαμπεθ Μος στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ταινία βασίζεται σε ένα βιβλίο μυθοπλασίας και δεν φέρει τα τυπικά στοιχεία biopic, αλλά καταφέρνει να αποτυπώσει τη διφυή προσωπικότητα της Τζάκσον, ευάλωτη και σκληροτράχηλη ταυτόχρονα, την παθιασμένη σχέση με τη γραφή, κλείνοντας το μάτι όχι μόνο στο βιβλίο που έγραφε στην χρονική περίοδο που εκτυλίσσεται η ταινία, το Hangsaman (1951), αλλά και στο υπόλοιπο έργο της.

Shirley Jackson moss

Η Ελίζαμπεθ Μος στην ταινία «Shirley» (2020), σε σκηνοθεσία της Τζόζεφιν Ντέκερ.

Το ενδιαφέρον για την Τζάκσον πλέον είναι έντονο και στον ακαδημαϊκό τομέα, με αναγνώσεις του έργου της να εκτείνονται από τις θεωρίες του Λακάν και του Φρόιντ μέχρι την θεωρία της απέχθειας της Κρίστεβα. Μια σοβαρή απόκλιση από την καταγεγραμμένη βι(βιβλιο)γραφία για την Τζάκσον που αρχίζει να κερδίζει μεγάλο έδαφος είναι η εστίαση στην καταπιεσμένη σεξουαλικότητά της και στους σαπφικούς υπαινιγμούς των ιστοριών της.

Μεταθανάτιες εκπλήξεις από το παρελθόν

Το 2021 εκδόθηκε σε επιμέλεια ενός από τους γιους της, του Laurence Jackson Hyman, μια συλλογή γραμμάτων που απηύθυνε η Τζάκσον στον σύζυγό της, τη μητέρα της, τον ατζέντη της και άλλα πρόσωπα από τα πρώτα φοιτητικά χρόνια της μέχρι το τέλος, σχεδόν, της ζωής της. Αυτά τα μυθοπλαστικά γράμματα αποκαλύπτουν περισσότερα για την καθημερινότητά της αλλά και τη συγγραφική της πορεία και μπορούν να διαβαστούν σαν μια ιδιότυπη επιστολική αυτοβιογραφία. Ειδικά αυτά στα οποία αναφέρεται στα προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας, αυτά στα οποία απαλύνει τη μοναξιά της συνομιλώντας με μια θαυμάστριά της, αλλά και αυτά τα οποία δεν στάλθηκαν ποτέ, ένα στη μητέρα της και ένα στον σύζυγό της, συνιστούν μια πρωτογενή πηγή για όσα βίωσε η συγγραφέας μέσα από τους ρόλους της ως μητέρας, κόρης, συζύγου, συγγραφέως και φίλης, ενώ ξετυλίγονται κι άλλες πτυχές της καλλιτεχνικής της φύσης.

Shirley Jackson skitso

Ένα από τα σκίτσα της Τζάκσον, που βρέθηκε στα γράμματά της.

Κάπου στις αρχές του 1990, ένα κιβώτιο γεμάτο χειρόγραφα της Τζάκσον «προσγειώθηκε» μπροστά από το σπίτι του γιου της χωρίς να αναφέρεται το όνομα του αποστολέα, γεγονός που οδήγησε στην έκδοση της συλλογής Just an Ordinary Day. Τον Δεκέμβριο του 2020, απ’ την άλλη, βρέθηκε και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το διήγημα «Adventure on a Bad Night» στο The Strand Magazine. Έχουμε, λοιπόν, βάσιμες υποψίες ότι η «μάγισσα» Τζάκσον έχει βρει τρόπους να μας εκπλήσσει από το υπερπέραν, επιφυλάσσοντας μεταθανάτιες εκπλήξεις για όλους τους λάτρεις της γραφής της. Δεν μένει, λοιπόν, παρά να αναμένουμε το επόμενο μαγικό σημάδι που θα αποκαλύψει ένα ακόμα λιθαράκι της σαγηνευτικής της μυθοπλασίας.

Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Τι να διαβάσω;» – 15 βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που κυκλοφορούν το επόμενο διάστημα

«Τι να διαβάσω;» – 15 βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που κυκλοφορούν το επόμενο διάστημα

Δεκαπέντε βιβλία ελληνικής πεζογραφίας (μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα) που αναμένουμε τις επόμενες μέρες ή εβδομάδες. Στην κεντρική εικόνα, ο Αλέξης Πανσέληνος, η Μάρω Βαμβουνάκη και ο Μιχάλης Μοδινός.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Μυθιστ...

Έξι ποιητικές συλλογές από τις εκδόσεις Ιωλκός  – Τρεις δημιουργοί καταθέτουν νέο έργο και τρεις εμφανίζονται για πρώτη φορά

Έξι ποιητικές συλλογές από τις εκδόσεις Ιωλκός  – Τρεις δημιουργοί καταθέτουν νέο έργο και τρεις εμφανίζονται για πρώτη φορά

Έξι ποιητικές συλλογές που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Ιωλκός. Τρεις δημιουργοί καταθέτουν τα νέα τους έργα και τρεις εμφανίζονται για πρώτη φορά.

Επιμέλεια: Book Press

Δημήτρης Βασιλάκης,  ...

«Τι να διαβάσω;» – Δέκα εξαιρετικά μυθιστορήματα που κυκλοφορούν το επόμενο διάστημα

«Τι να διαβάσω;» – Δέκα εξαιρετικά μυθιστορήματα που κυκλοφορούν το επόμενο διάστημα

Δέκα εξαιρετικά μυθιστορήματα μεταφρασμένης πεζογραφίας (για την ακρίβεια, εννιά + μία συλλογή με νουβέλες) που αναμένουμε να διαβάσουμε το επόμενο διάστημα.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Είναι γνωστό ότι η μεταφρασμένη λογοτεχνία συγκεντρώνει το μεγαλύτερ...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Βίος και Πολιτεία»: Ο ποιητής και φιλόσοφος Νίκος Ερηνάκης έρχεται στο Υπόγειο

«Βίος και Πολιτεία»: Ο ποιητής και φιλόσοφος Νίκος Ερηνάκης έρχεται στο Υπόγειο

Στο 65ο επεισόδιο της σειράς συζητήσεων στο Βιβλιοπωλείο της Πολιτείας με ανθρώπους από το χώρο του βιβλίου και των ιδεών, o Κώστας Κατσουλάρης συνομιλεί με τον ποιητή και φιλόσοφο Νίκο Ερηνάκη. Η συζήτηση θα μεταδοθεί ζωντανά την Πέμπτη, 6 Φεβρουαρίου, στις 7.00μμ.

Επιμέλεια: Book Press

...
Αθηνόδωρος Μεταλλίδης: «Το βιβλίο μου αποβλέπει στη δημιουργία ενός ηθικού πλαισίου για τη δράση των υπηρεσιών πληροφοριών»

Αθηνόδωρος Μεταλλίδης: «Το βιβλίο μου αποβλέπει στη δημιουργία ενός ηθικού πλαισίου για τη δράση των υπηρεσιών πληροφοριών»

Μια επίκαιρη συνέντευξη με τον Αθηνόδωρο Μεταλλίδη, με αφορμή το βιβλίο του «Intelligence: το ηθικό δίλημμα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποιότητα. «Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις απειλές, καταλήγουν να βλάπτουν το αξιακό τους σύστημα».

...
Εκδήλωση για το βιβλίο του Τεύκρου Μιχαηλίδη «Πίσω από το πέπλο – Οι μαθηματικοί του 20ού αιώνα» στο Βιβλιοπωλείο ΠΕΚ

Εκδήλωση για το βιβλίο του Τεύκρου Μιχαηλίδη «Πίσω από το πέπλο – Οι μαθηματικοί του 20ού αιώνα» στο Βιβλιοπωλείο ΠΕΚ

Οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του Τεύκρου Μιχαηλίδη «Πίσω από το πέπλο – Οι μαθηματικοί του 20ού αιώνα» την Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου στο Βιβλιοπωλείο ΠΕΚ. ...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Ψυχή ντυμένη αέρα» της Έλενας Χουζούρη (προδημοσίευση)

«Ψυχή ντυμένη αέρα» της Έλενας Χουζούρη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη μελέτη της Έλενας Χουζούρη «Ψυχή ντυμένη αέρα – Ανθούλα Σταθοπούλου - Βαφοπούλου: Η μούσα της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης», η οποία θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα από τις εκδόσεις Επίκεντρο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Η Μάγε...

«(Α)Κατάλληλο Timing» της Ελένης Αλεξανδροπούλου (προδημοσίευση)

«(Α)Κατάλληλο Timing» της Ελένης Αλεξανδροπούλου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Αλεξανδροπούλου «(Α)Κατάλληλο Timing», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Ο Αύγουστος, όσο μεγαλώνεις, μοιάζει πικρός. Οι περισ...

«Mind the gap» του Λάζαρου Αλεξάκη (προδημοσίευση)

«Mind the gap» του Λάζαρου Αλεξάκη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων του Λάζαρου Αλεξάκη «Mind the gap», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 5 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Είχε φτάσει σε μικρή απόσταση από τη βιτρίνα, και το νυχτεριν...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

«Τι να διαβάσω;» – 15 βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που κυκλοφορούν το επόμενο διάστημα

«Τι να διαβάσω;» – 15 βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που κυκλοφορούν το επόμενο διάστημα

Δεκαπέντε βιβλία ελληνικής πεζογραφίας (μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα) που αναμένουμε τις επόμενες μέρες ή εβδομάδες. Στην κεντρική εικόνα, ο Αλέξης Πανσέληνος, η Μάρω Βαμβουνάκη και ο Μιχάλης Μοδινός.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Μυθιστ...

Σίρλεϊ Τζάκσον (1916-1965): Η ευαίσθητη μάγισσα των αμερικανικών γραμμάτων

Σίρλεϊ Τζάκσον (1916-1965): Η ευαίσθητη μάγισσα των αμερικανικών γραμμάτων

Η Σίρλεϊ Τζάκσον [Shirley Jackson, 1916-1965] ήταν πολλά περισσότερα από μια συγγραφέας ιστοριών τρόμου. Με άξονα δύο βιβλία της που κυκλοφόρησαν ή επανακυκλοφόρησαν πρόσφατα «Η λοταρία και άλλες ιστορίες» (μτφρ. Χρυσόστομος Τσαπραΐλης) και «Ζούσαμε πάντα σε ένα κάστρο» (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη) από τις εκδόσεις ...

Έξι ποιητικές συλλογές από τις εκδόσεις Ιωλκός  – Τρεις δημιουργοί καταθέτουν νέο έργο και τρεις εμφανίζονται για πρώτη φορά

Έξι ποιητικές συλλογές από τις εκδόσεις Ιωλκός  – Τρεις δημιουργοί καταθέτουν νέο έργο και τρεις εμφανίζονται για πρώτη φορά

Έξι ποιητικές συλλογές που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Ιωλκός. Τρεις δημιουργοί καταθέτουν τα νέα τους έργα και τρεις εμφανίζονται για πρώτη φορά.

Επιμέλεια: Book Press

Δημήτρης Βασιλάκης,  ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΦΑΚΕΛΟΙ