Ελάχιστοι συγγραφείς στις μέρες μας έχουν την απήχηση ενός «ποπ σταρ» όσο η Ντόνα Ταρτ [Donna Tartt]. Γύρω από το όνομά της σωρεύονται φήμες και «τρελές» ειδήσεις. Ωστόσο τα βιβλία της διαβάζονται με πάθος, πυροδοτούν πάντα συζητήσεις και αποτελούν σημαντική συνεισφορά στη σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία. Kεντρική εικόνα © Bennington College.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Σε έναν υποθετικό λογοτεχνικό κόσμο, εκεί όπου όλα τα παράδοξα και θαυμαστά μπορούν να συμβούν (και συμβαίνουν), η Ντόνα Ταρτ θα γεννιόταν ως άλλη… Αθηνά από το κεφάλι του Τζον Απντάικ, θα είχε παππού τον Ουίλιαμ Φόκνερ και αδελφό τον Τζόναθαν Φράνζεν. Τι φοβερή οικογένεια θα ήταν!
Ακούγεται κάπως πατριαρχικό; Μια γυναίκα μόνη και τριγύρω τα σημαίνοντα αρσενικά της σπουδαίας αμερικανικής λογοτεχνίας – ή, τέλος πάντων, κάποια από αυτά; Με τόσο hype που έχει γευτεί η Ταρτ τα τελευταία χρόνια, καμία σύγκριση ή αξιολογική κρίση δεν πρόκειται να αλλάξει την εικόνα της.
Δεν χωράει αμφιβολία πως έχουμε να κάνουμε με ένα λογοτεχνικό φαινόμενο των καιρών μας που, παρά την αποσπασματικότητα και τη γενικευμένη υπερπροσφορά ταλέντων (ειδικά από την άλλη άκρη του Ατλαντικού), κάτι που ίσως να συσκότιζε τα πράγματα, εκείνη βρίσκεται διαρκώς στο κέντρο του ενδιαφέροντος.
Όντως, αξιοπερίεργο, καθώς πρόκειται για συγγραφέα που δεν καταθέτει τα διαπιστευτήριά της ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Δεν εκδίδει κάθε χρόνο ένα βιβλίο, δεν βάζει τους πολυπληθείς αναγνώστες της ανά τον κόσμο να στήνονται στους πάγκους των βιβλιοπωλείων περιμένοντας το νέο της πόνημα.
Το Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα
Γράφει στους δικούς της ρυθμούς και με μια ολοφάνερη προδιάθεση στους λογοτεχνικούς υπερμαραθώνιους. Μια απλή πρόσθεση θα μας πείσει: τα τρία βιβλία της έχουν συνολική έκταση 2.976 σελίδες.
Σας ήρθε στο μυαλό, αίφνης, η αδιάπτωτη συζήτηση για το επόμενο Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα; Λογικό! Για τους Αμερικανούς μετράει ο τρόπος, αλλά μετράει και το μέγεθος. Τι στο καλό, ο Μόμπι Ντικ είναι 1.024 σελίδες.
Όταν το 1992 δημοσιεύτηκε το πρώτο της βιβλίο Η μυστική ιστορία (μτφρ. Μιχάλης Δελέγκος, εκδ. Διόπτρα), ήταν ένα από τα πιο πολυαναμενόμενα μυθιστορήματα πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα στις ΗΠΑ.
Πολλές φορές, όμως, μετράει και η αύρα του συγγραφέα. Το κύμα της προσμονής που δημιουργεί τριγύρω του. Οι υποθήκες που εγγράφει, δίχως να μπορείς να καταλάβεις πώς σου παρέχει ένα νιόβγαλτο ταλέντο τέτοια εμπιστοσύνη. Με την Ταρτ συνέβησαν όλα αυτά στον υπερθετικό βαθμό.
Όταν το 1992 δημοσιεύτηκε το πρώτο της βιβλίο, Η μυστική ιστορία, (μτφρ. Μιχάλης Δελέγκος, εκδ. Διόπτρα), ήταν ένα από τα πιο πολυαναμενόμενα μυθιστορήματα πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα στις ΗΠΑ.
Η διαφημιστική εκστρατεία ήταν επιθετική, καθώς εμφάνιζε την Ταρτ να βρίσκεται σιμά στον Μπρετ Ίστον Έλις, τον Μαρκ Λίντκαϊστ και τον Τζέι Μακίνερλι. Μέλη μιας λογοτεχνικής «συμμορίας» που τους άρεσε να γράφουν για ναρκωτικά, σεξ και κατάθλιψη.
Η αρχή των πάντων
Η Μυστική Ιστορία, φυσικά, έγινε μπεστ σέλερ αμέσως κι ακόμη και σήμερα, αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια από την έκδοσή του, εξακολουθεί να προκαλεί έντονες συζητήσεις μεταξύ των βιβλιόφιλων με τα αντιτιθέμενα μπλοκ να διατηρούν πολεμόχαρη διάθεση.
Το ντεμπούτο τηςTαρτ πέτυχε αυτό το σπάνιο επίτευγμα να βαφτιστεί στιγμιαίο κλασικό, ενώ ξεπούλησε στα βιβλιοπωλεία σε όλο τον κόσμο.
Η ίδια, δε, έγινε αυτομάτως μια καλτ φυσιογνωμία. Οι θαυμαστές της της αφοσιώθηκαν με έναν τρόπο που είναι ασυνήθιστος για ζωντανό συγγραφέα, ειδικά για έναν που έχει κυκλοφορήσει μόνο ένα βιβλίο.
Η φήμη φέρνει «άνθη», αλλά φέρνει και φαγούρα. Η Ταρτ όλα αυτά τα χρόνια έχει πέσει θύμα διάφορων εικασιών που θα ταίριαζαν σε ένα pop είδωλο του βεληνεκούς της Κιμ Καρντάσιαν ή της Μάιλι Σάιρους.
Κι όμως: γράφτηκε για την Ταρτ ότι αγόρασε ως και ερημικό νησί και ότι αποφάσισε να ζήσει μακριά από τον κόσμο. Όλα αυτά της δημιούργησαν κάμποσα ψυχικά ρήγματα, τα οποία κανείς μπορεί να τα κατατάξει στις συνέπειες της άκρατης δημοσιότητας.
Κι όμως: γράφτηκε για την Ταρτ ότι αγόρασε ως και ένα ερημικό νησί και ότι αποφάσισε να ζήσει μακριά από τον κόσμο.
Η Ταρτ έγινε άλλη μια φορά το επίκεντρο της πολιτιστικής συζήτησης, ίσως η μόνη συγγραφέας που μπορεί να το κάνει σε αυτή την εποχή που κυριαρχούν ο κινηματογράφος και η τηλεόραση.
Χρειάστηκε έντεκα ολόκληρα χρόνια για να ολοκληρώσει το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά μόλις το έκανε, η βόμβα έσκασε. Έγινε αντικείμενο πληθώρας κριτικών που δημιούργησαν ένα αίσθημα λογοτεχνικής πανδαισίας που γίνεται όλο και πιο σπάνιο τον 21ο αιώνα.
Το δεύτερο βήμα
Άλλος συγγραφέας στη θέση της θα κοιτούσε να ανέβει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα πάνω στο κύμα και να δαμάσει αμέσως τα πλήθη. Κι όμως, όσο κι αν η Μυστική ιστορία τής άνοιξε τη μεγάλη θύρα της λογοτεχνίας, η Ταρτ δεν ακολούθησε τον συρμό.
Το δεύτερο βιβλίο της, O μικρός φίλος (μτφρ. Μιχάλης Δελέγκος, εκδ. Διόπτρα) παραδόθηκε στον εκδότη της Άλφρεντ Κνοπφ δέκα χρόνια μετά (2002). Σε σχέση με τη Μυστική ιστορία ήταν ένα ολοφάνερο συνθετικό προχώρημα.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα παίζει με τα είδη σαν τη γάτα με το ποντίκι. Έχει αστυνομική πλοκή (ο απαγχονισμός του μικρού Ρόμπιν γίνεται γνωστός εξαρχής και μας απασχολεί έως το τέλος), κεντρικούς ήρωες μικρά παιδιά (κυρίως την Χάριετ, ένα κορίτσι σκέτη ταλαιπωρία για τους γύρω της), ανθρώπους που ζουν στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας, αλλά και μια πολυπληθή οικογένεια από την οποία πηγάζουν διάφορες παράξενες (και μη) ιστορίες.
Αναμφίβολα, η Χάριετ είναι ο προάγγελος του Θίο Ντέκερ της Καρδερίνας. Μέσα από τη δική της «μήτρα» ξεπηδάει (σχεδόν αναβλύζει) το ενδιαφέρον της Ταρτ για την παιδική ηλικία που δεν ανέβηκε τα… σκαλιά με ομαλό τρόπο.
Η Ταρτ φαίνεται πως θέλησε να απλώσει τη ματιά της σε πολλά και διαφορετικά «περιβάλλοντα» που συγκροτούν αυτό που ονομάζουμε κρυμμένη Αμερική. Όχι τη φανταχτερή και την γεμάτη αυτάρεσκη σιγουριά, αλλά την δονούμενη από αντιφάσεις, θρησκοληψία, συντηρητισμό και κρυψίνοια.
Αναμφίβολα, η Χάριετ είναι ο προάγγελος του Θίο Ντέκερ της Καρδερίνας. Μέσα από τη δική της «μήτρα» ξεπηδάει (σχεδόν αναβλύζει) το ενδιαφέρον της Ταρτ για την παιδική ηλικία που δεν ανέβηκε τα… σκαλιά με ομαλό τρόπο.
Το αποτέλεσμα, θα έλεγε κανείς, είναι «ετεροβαρές». Υπάρχει μια κεντρική όχθη, αλλά και πολλοί παραπόταμοι στα βιβλίο. Σου δίνει την αίσθηση πως η Ταρτ θέλει να πει πολλά και να τα πει όλα.
Φυσικά, υπάρχουν σελίδες που τις διαβάζεις μόνο για τη μέθεξη της γραφής της, αλλά στο τέλος μένεις με την απορία. Και τώρα αυτό γιατί το έγραψε;
Ο Μικρός φίλος μοιάζει σαν σπουδή (μακρά, δεν γεννάται θέμα) για αυτό που θα επακολουθούσε. Κι αυτό που επακολούθησε ήταν το κάτι άλλο.
Η «χρυσή» Καρδερίνα
Nαι, μιλάμε για την Καρδερίνα. Το βραβείο Πούλιτζερ (και η όχι και τόσο καλή κινηματογραφική μεταφορά) για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ήρθε να καθαγιάσει όλη την εμπορική φρενίτιδα και κάπως να τακτοποιήσει τα δεδομένα με την Ταρτ, έτσι ώστε το ισοζύγιο «εμπορικότητα-λογοτεχνικότητα» να μπει σε μια πιο λογική βάση.
Την έσωσε από κακές έως και βιτριολικές κριτικές; Όχι, δεν το έκανε. Ο σεπτός New Yorker και το The Paris Review είχαν χλευάσει την Καρδερίνα ως παιδικό βιβλίο, ως κλισέ και ως υπερβολικά εκτενές χωρίς λόγο.
Φυσικά, η ιστορία της λογοτεχνίας είναι γεμάτη με περιπτώσεις αριστουργημάτων που απορρίφθηκαν μετά την κυκλοφορία τους – απλώς ρωτήστε τον Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ πώς έγινε δεκτός ο Μεγάλος Γκάτσμπι του το 1925.
Ένα λεπτό, όμως: η Καρδερίνα είναι, όντως, ένα βιβλίο το οποίο δεν το προσπερνάς εύκολα. Είτε σου κάνει είτε δεν σου κάνει. Είτε σε προκαλεί όλο αυτό που συμβαίνει γύρω από την Ταρτ είτε σε αφήνει αδιάφορο.
Η Ταρτ, είναι φανερό πια, δεν είναι άνθρωπος που θα κάτσει να γράψει μια ιστορία με αρχή, μέση, τέλος και θα ακολουθήσει αυτή τη «φυσιολογική» αλληλουχία των πραγμάτων.
Εδώ το ζητούμενο είναι η λογοτεχνία και η Καρδερίνα στέκεται επάξια ως ένα μυθιστόρημα των καιρών μας. Ναι, πάλι η συγγραφέας του θέλει να πει πολλά. Ναι, υπάρχουν σελίδες που γράφονται για να αποκτήσει αισθητική υπόσταση το υπόλοιπο οικοδόμημα, αλλά δίχως απαραίτητα άμεση συνάφεια με την πλοκή. Ε, και;
Η Ταρτ, είναι φανερό πια, δεν είναι άνθρωπος που θα κάτσει να γράψει μια ιστορία με αρχή, μέση, τέλος και θα ακολουθήσει αυτή τη «φυσιολογική» αλληλουχία των πραγμάτων, δίχως ένα συνολικό κοίταγμα στον κόσμο που περιβάλλει τους ήρωές της. Κι αυτός ο κόσμος είναι πλατύς, πολυπλόκαμος και δαιδαλώδης.
Να γιατί η Καρδερίνα μάς πηγαίνει από μια τρομοκρατική επίθεση σε ένα μουσείο της Νέας Υόρκης, στο σκοτεινό υπόγειο ενός ξεπεσμένου μαγαζιού με αντίκες, στο τραχύ Λας Βέγκας, αλλά και στις σκοτεινές γωνίες του Άμστερνταμ. Ας το δούμε κι αλλιώς: αυτό δεν είναι ένα απλό μυθιστόρημα, αλλά ένας εμπρηστικός μηχανισμός.
Οι μεγάλες αφηγήσεις
Υπάρχει, άραγε, εξήγηση γιατί τα βιβλία της είναι, όντως, τόσο μεγάλα; Δεν χρειάζεται να την καθίσουμε και στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, αλλά η Ταρτ προέρχεται από μια κλασική οικογένεια του Μισισιπή όπου οι σχοινοτενείς αφηγήσεις ήταν μέρος της καθημερινότητάς της.
Το περιβάλλον στο σπίτι της θυμίζει έντονα την οικογένεια που συναντάμε στον Μικρό φίλο (μτφρ. Μιχάλης Δελέγκος, εκδ. Διόπτρα) όπου τριγύρω από τη βασική οικογένεια κυκλοφορούν θείες, θείοι, γιαγιάδες, παππούδες και όλα τα συναφή.
Το περιβάλλον στο σπίτι της θυμίζει έντονα την οικογένεια που συναντάμε στον Μικρό φίλο (μτφρ. Μιχάλης Δελέγκος, εκδ. Διόπτρα) όπου τριγύρω από τη βασική οικογένεια κυκλοφορούν θείες, θείοι, γιαγιάδες, παππούδες και όλα τα συναφή.
Με γονείς μανιώδεις βιβλιόφιλους (λέγεται πως ο πατέρας της διάβαζε ακόμη και όταν οδηγούσε), αναπόδραστα θα οδηγηθεί στις φιλολογικές σπουδές.
Αντί όμως για το Πανεπιστήμιο του Μισισιπή όπου και γράφτηκε, κατέληξε στο μικρό, πλην διάσημο κολλέγιο φιλελεύθερων απόψεων, το Μπένινγκτον. Να είναι καλά ο συγγραφέας Γουίλι Μόρις που διέκρινε το ταλέντο της και την προέτρεψε προς τα εκεί.
Στο Μπένινγκτον
Ήταν ήδη δευτεροετής, σε ηλικία 19 ετών, όταν άρχισε να γράφει τη Μυστική Ιστορία. Αυτή την ανατριχιαστική ιστορία μιας μικρής παρέας αγέρωχων αλλά μαγευτικών φοιτητών Κλασικών Σπουδών, που διδάσκονται από έναν ελιτιστή καθηγητή εστέτ ονόματι Τζούλιαν Μόροου, οι οποίοι έχουν δολοφονήσει έναν από τους συνομηλίκους τους.
Είναι δύσκολο να μην κάνουμε συγκρίσεις μεταξύ του Μπένινγκτον και του φανταστικού κολεγίου του Χάμπντεν στο Βερμόντ όπου φοιτούν οι πρωταγωνιστές.
Στο Μπένιγκτον, η Tαρτ βρέθηκε ανάμεσα σε πολλούς προικισμένους και ομοϊδεάτες συνομηλίκους της, με πιο αξιοσημείωτο τον Μπρετ Ίστον Έλις που θα γινόταν ένας από τους στενότερους φίλους της, ίσως και εραστής, και στον οποίο είναι συναφιερωμένο το πρώτο της βιβλίο.
Για την Ταρτ, μεταξύ πολλών άλλων, τα πάντα έχουν να κάνουν με το στιλ, τον τρόπο που προβάλλεις την εικόνα σου. Λογοτεχνική ή μη. Όπως δεν γίνεται να μην σταθείς σε μια «γεμάτη» περιγραφή σε κάποιο βιβλίο της, έτσι δεν γίνεται να μην παρατηρήσεις το λεπτοκαμωμένο ανάστημά της, το γωνιώδες κούρεμά της και το αλαβάστρινο δέρμα της.
Για την Ταρτ, μεταξύ πολλών άλλων, τα πάντα έχουν να κάνουν με το στιλ, τον τρόπο που προβάλλεις την εικόνα σου. Λογοτεχνική ή μη.
Αν συμπληρωθεί το όλον με τα πάντα μοδάτα, αλλά αρκετά παράξενα, ρούχα της, τότε έχουμε ένα αποτέλεσμα πνευματικό και ιδιότυπο, λογοτεχνικό και ρομαντικό.
Θαρρείς πως η Ταρτ θέλει να μοιάζει με χαρακτήρα από τα βιβλία της – και πράγματι περιγράφει πάντα τα ρούχα των πρωταγωνιστών της με ζωηρές λεπτομέρειες (σκεφτείτε τον επιπόλαιο Χένρι Γουίντερ στη Μυστική ιστορία, που φοράει στρογγυλά γυαλιά με ατσάλι, «σκούρα αγγλικά κοστούμια» και κρατά μια ομπρέλα ή τον Θίο Ντέκερ στην Καρδερίνα που φοράει κοστούμια από τους ράφτες της Savile Row, Turnbull και Asser).
Λεπτομέρειες
Λεπτομέρειες, λεπτομέρειες, λεπτομέρειες: να ποιο είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της Ταρτ. Έμφαση ακόμη και στην πιο μικρή πτυχή μιας σκηνής.
Πολλές φορές κρύβει και μια εμμονή όλο αυτό, αντιλαμβάνεσαι πως το κάνει για την αισθητική του πράγματος και λιγότερο για την ανέλιξη της πλοκής, αλλά, ναι, το κάνει ωραία. Κουραστικά κάποιες φορές, αλλά η κακογραφία δεν θα περάσει ποτέ από τις προτάσεις της.
«Όταν γράφω, συγκεντρώνομαι σχεδόν εξ ολοκλήρου σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες», παραδέχθηκε κάποτε σε μια συνέντευξή της, «το χρώμα που είναι βαμμένο ένα δωμάτιο, ο τρόπος με τον οποίο μια σταγόνα νερού κυλά από ένα βρεγμένο φύλλο μετά από μια βροχή».
Ενδιαφέρεται με παρόμοιο τρόπο να προκαλεί ακριβώς τους χαρακτήρες της, όπως έκανε ο Ντίκενς, στα μυθιστορήματα του οποίου έχει σημειώσει ότι «ακόμα και οι πιο δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι σπασμωδικοί και ιδιαίτεροι και ζωντανοί».
Αυτή η ικανότητα να μεταδίδει ζωντανά τις λεπτομέρειες είναι κάτι που επιτυγχάνει παρατηρώντας συνεχώς το καθημερινό της περιβάλλον. Κρατάει σημειωματάρια μαζί της από την παιδική της ηλικία και γράφει ψυχαναγκαστικά τις ιδέες όπου κι αν βρίσκεται – στο λεωφορείο, στη βιβλιοθήκη, στο μεσημεριανό γεύμα.
«Τα μυθιστορήματά μου δεν δημιουργούνται πραγματικά από μια εννοιολογική σπίθα» έχει πει, «είναι περισσότερο μια διαδικασία πολλών διαφορετικών στοιχείων που ενώνονται απροσδόκητα για μεγάλο χρονικό διάστημα».
«Τα μυθιστορήματά μου δεν δημιουργούνται πραγματικά από μια εννοιολογική σπίθα» έχει πει, «είναι περισσότερο μια διαδικασία πολλών διαφορετικών στοιχείων που ενώνονται απροσδόκητα για μεγάλο χρονικό διάστημα».
Ιδού και το αληθές του πράγματος: η Ταρτ άρχισε να γράφει κάποια μέρη της Καρδερίνας, ενόσω βρισκόταν στο Άμστερνταμ για την περιοδεία της Μυστικής ιστορίας, περίπου 20 χρόνια πριν από την κυκλοφορία του τρίτου βιβλίου της, όταν συνάντησε τον λεπτεπίλεπτο πίνακα του μικρού πουλιού, από τον μαθητή του Ρέμπραντ, Carel Fabritius. Φυσικά, ο πίνακας αποτέλεσε το σημαντικό στοιχείο της Καρδερίνας.
Ο χρόνος της συγγραφής
Γι' αυτό που σίγουρα κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει την Ταρτ είναι η βιασύνη. Κάθε βιβλίο της απαιτεί χρόνο και, όχι, δεν έχει να κάνει μόνο με την έκταση του χειρόγραφού της, αλλά τις προθέσεις της.
«Υπάρχει μια προσδοκία στις μέρες μας ότι τα μυθιστορήματα –όπως και κάθε άλλο καταναλωτικό προϊόν– θα πρέπει να φτιάχνονται σε γραμμή παραγωγής, με κάθε ένα να πέφτει από τον μεταφορικό ιμάντα ανά δύο χρόνια», είπε σε κάποια συνέντευξή της για την περίπλοκη, δεκαετή διαδικασία συγγραφής.
«Προσπάθησα να γράψω γρήγορα, αλλά δεν το απολαμβάνω... και αν δεν υπάρχει διασκέδαση για τον συγγραφέα, δεν υπάρχει διασκέδαση για τον αναγνώστη».
Για να δώσει και μια ακόμη πιο ρομαντική άποψη για την τέχνη της συγγραφής μυθιστορημάτων:
«Το μυθιστόρημα έχει έναν πλούτο από μόνο του απλώς και μόνο επειδή έχει το βάρος όλων εκείνων των χρόνων που έβαλε κανείς σε αυτό».
Οι θεματικές
Φόνος στη Μυστική ιστορία, φόνος στον Μικρό φίλο, θάνατος στην Καρδερίνα. Όντως, για να κινητοποιηθούν οι ιστορίες της Ταρτ χρειάζονται κάποιο εξόχως δραματικό έναυσμα. Κι αυτό η συγγραφέας το παρέχει πάντα από την αρχή. Δεν έχει κανένα άγχος με τα διάφορα spoiler. Δεν παίζει με το αστυνομικό δαιμόνιο των αναγνωστών της.
Δύσκολη ενηλικίωση; Αν μη τι άλλο, οι ήρωες της Ταρτ έχουν παιδικά χρόνια που θα θυμούνται για πάντα. Δεν τους βλέπουμε όλους ως το τέλος, ενήλικες πια, για να διαπιστώσουμε τι σημάδια τους άφησε το παρελθόν, αλλά αντιλαμβανόμαστε πως το φορτίο τους θα είναι βαρύ.
Ο Θίο Ντέκερ της Καρδερίνας που χάνει τη μητέρα του άδοξα, έπειτα από μια τρομοκρατική επίθεση σε ένα μουσείο και η περίεργη, μονίμως δύσθυμη έως και δύσκολη, Χάριετ, μια από τις αδελφές του νεκρού Ρόμπιν, θα μπορούσαν να συναντηθούν στη ζωή και να μοιράζονται καθημερινά τις παιδικές πληγές τους.
Κάπως έτσι μπαίνει το θέμα της ταυτότητας των ηρώων της Ταρτ σε έναν μπερδεμένο κόσμο που περιμένει να τους καταπιεί. Όλοι οι κεντρικοί ήρωες είναι αβόλευτοι. Παίζουν με τις διαθέσεις, τις εμμονές τους, τα παράξενα οράματά τους, τις ιδεοληψίες τους.
Υπάρχει πάντα μια άμεση σύνδεση της Ταρτ ανάμεσα στην κειμενική δραστηριότητα που αναπτύσσει και την ισχύ της μοίρας που μπορεί να καθορίσει τα πράγματα.
Υπάρχει πάντα μια άμεση σύνδεση της Ταρτ ανάμεσα στην κειμενική δραστηριότητα που αναπτύσσει και την ισχύ της μοίρας που μπορεί να καθορίσει τα πράγματα.
Ήταν προορισμένοι οι φοιτητές στη Μυστική Ιστορία να σκοτώσουν; Είναι απλώς μυθομανής και δεινή ερευνήτρια της ζωής η Χάριετ; Είναι μια μορφή ντοστογιεφσκική (sic) ο Μπόρις στην Καρδερίνα;
Όλοι αυτοί γεννήθηκαν έτσι, με ένα παράξενο σημάδι, ή οι καταστάσεις τους οδήγησαν σε ακραίες συμπεριφορές; Η Ταρτ αφήνει αυτή τη δυναμική να κυκλοφορεί στα βιβλία της.
Τα ηθικά διλήμματα, η απώλεια της αθωότητας, η σχέση της τέχνης με τη ζωή και της τέχνης με το έγκλημα. Τα ναρκωτικά και, γενικώς, οι ουσίες, οι εξαλλοσύνες, οι οργιώδεις περιπέτειες και ο μυστικισμός. Να κάποια ακόμη κοινά θέματα που θα βρει κανείς στα τρία βιβλία της Ταρτ.
Αν φιλοσοφεί η Ταρτ; Ενίοτε το κάνει. Το τέλος της Καρδερίνας έχει μια χροιά φιλοσοφικής ενατένισης, ωστόσο δεν μένει πολύ στο χώρο των ιδεών. Η δική της δουλειά είναι τα γεγονότα, η δράση και η επίδρασή τους στους ήρωες.
Εξωτερικές είναι οι δυνάμεις που υπαγορεύουν την κάθε πλοκή, όμως ιμπρεσιονιστικό είναι, συνήθως, το αποτύπωμά τους στους ήρωες. Αυτή η αντίστιξη, αν μη τι άλλο, δεν γίνεται να περάσει απαρατήρητη.
Υπήρξε μια ευτυχής συγκυρία: ο μεταφραστής Μιχάλης Δελέγκος συναντήθηκε με τις εκδόσεις Διόπτρα που έθεσαν ως στρατηγικό στόχο την «επανεισαγωγή» της Ταρτ στο ελληνικό κοινό.
Αν αξίζει να τα διαβάσει όλα αυτά σε τόσο μεγάλη έκταση; Σε τέτοιου είδους ερωτήματα οι απαντήσεις δεν μπορούν να είναι «κάθετες». Ναι, ένας λάτρης του Μπόρχες θα βρει την Ταρτ φλύαρη στο έπακρο.
Εκείνοι, όμως, που θαύμαζαν πάντα τις μεγάλες αφηγήσεις Ντικενσιανού χαρακτήρα, αλλά μεταφερμένα στον μετανεωτερικό κόσμο μας, τότε θα διαπιστώσουν πως η Ταρτ είναι η «φωνή» τους.
Οι ελληνικές εκδόσεις
Τα βιβλία της Ταρτ είχαν έρθει στα μέρη μας και παλαιότερα από τις εκδόσεις Λιβάνη. Ωστόσο, είχες την αίσθηση πως ένα νέο «κοίταγμα» θα ήταν σε θέση να μας προσφέρει μια βαθύτερη προσέγγιση των βιβλίων.
Σ’ αυτή την περίπτωση υπήρξε μια ευτυχής συγκυρία: ο μεταφραστής Μιχάλης Δελέγκος συναντήθηκε με τις εκδόσεις Διόπτρα που έθεσαν ως στρατηγικό στόχο την «επανεισαγωγή» της Ταρτ στο ελληνικό κοινό.
Η δική του μεταφραστική δουλειά είναι άκρως σημαντική (εκτός από κοπιώδης) και το αποτέλεσμα είναι αυτό που έχουμε μπροστά μας διαβάζοντας ξανά τα βιβλία της Ταρτ. Ναι, το αποτέλεσμα δικαιώνει τις προσπάθειές του.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Σαν Νορμάλ» θα κυκλοφορήσει στις 12 Μαρτίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.