
Η Ιρλανδή συγγραφέας έχει αγαπηθεί από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό και όχι άδικα. Τι είναι αυτό που την κάνει ιδιαίτερη και γιατί η πρόσφατη νουβέλα της «Πολύ αργά πια» (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο) την καταξιώνει.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Η μοίρα της μικρής φόρμας στις μέρες μας δεν είναι πάντα τόσο δεδομένη. Με την παγκόσμια λογοτεχνική παραγωγή να ψάχνει το επόμενο πολυσέλιδο έπος που θα συναρπάσει το μεγάλο κοινό (τη στιγμή, μάλιστα, που οι ΗΠΑ βρίσκονται διαρκώς σε αναζήτηση του «Μεγάλου Αμερικανικού Μυθιστορήματος), τα διηγήματα ή οι νουβέλες δείχνουν να σκοντάφτουν πάνω σε πολλά εμπόδια.
Από την άλλη, οι απολαύσεις που μπορεί να προσφέρει η ποίηση, πάντα θα μας συγκινούν, αλλά έτσι ριζωμένες που είναι στο φαντασιακό ως κάτι άπιαστο και ιδεατό, δύσκολα καλύπτουν τις αναγνωστικές ανάγκες. Άρα, μένει μόνο η μεγάλη φόρμα ως επικυρίαρχος του χώρου;
Οπως συμβαίνει πάντα στα λογοτεχνικά πράγματα, ο κανόνας σπάει από τις ένδοξες εξαιρέσεις του. Ποιος θα αρνιόταν τα διηγήματα του Σίνγκερ ή του Κάρβερ; Ποιος δεν θέλγεται από τις νουβέλες του Ροτ; Ποιος δεν μιλάει στις μέρες μας για τα ολιγοσέλιδα βιβλία της Κλερ Κίγκαν;
Η σχέση με τα μικρά κείμενα
Ανεξάρτητα από το αν η Ιρλανδή συγγραφέας εντάσσεται στις αναγνωστικές «μανίες» του καθενός, το αναντίρρητο γεγονός είναι ότι από τη στιγμή που εμφανίστηκε στη λογοτεχνία (το 1999 με το Antarctica) κατάφερε να αλλάξει αρκετά τη σχέση που είχαμε με τα μικρά κείμενα και τις ιστορίες που ολοκληρώνονται σε ένα βραχύ αλλά ιδιαιτέρως πυκνό σχήμα.
Από την άλλη, τα βιβλία της διαμόρφωσαν και μια δυναμική σχέση με τις πωλήσεις (επί του πρακτέου, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως κάθε βιβλίο είναι και ένα εμπορικό είδος) και τα βραβεία. Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλήξει κανείς στο αβίαστο συμπέρασμα ότι η Κίγκαν είναι ένα φαινόμενο των ημερών μας.
Η Κίγκαν κατάφερε να ανατρέψει τις προσδοκίες που υπάρχουν στους περισσότερους μπρος στη θέα ενός πολυσέλιδου βιβλίου (κάτι σαν κρύπτη που σε οδηγεί σε έναν ολόκληρο κόσμο). Αψηφώντας τα εμπορικά κελεύσματα και τις εκδοτικές κλίμακες, εκείνη επέμεινε –και συνεχίζει να εμμένει– στη μικρή φόρμα.
Η ίδια συχνά αντιτείνει στις συνεντεύξεις της ότι μια σωστά διευθετημένη σκηνή σε μια –έτσι κι αλλιώς– μικρή ιστορία έχει την ίδια δύναμη με ένα κεφάλαιο ενός ογκώδους μυθιστορήματος. Το μέτρο δεν είναι το πλήθος, αλλά η ένταση των λέξεων. Ειδικά όταν είναι λίγες.
Από το 2010, η Κίγκαν άρχισε να γίνεται ονομαστή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ήταν η στιγμή που δημοσίευσε το βιβλίο Τα τρία φώτα (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο).
Μέσα σε 96 σελίδες (89 στην αγγλική έκδοση) κατάφερε να συλλέξει όλα τα συναισθηματικά κοιτάσματα από τον ψυχισμό ενός μικρού κοριτσιού που μέσα σε ένα καλοκαίρι ζει κοντά σε ένα άτεκνο ζευγάρι και, σε αντίθεση με ό,τι έχει συνηθίσει στη δική της οικογένεια, βιώνει το πλέριο κύμα της αγάπης και του ενδιαφέροντος να την κυκλώνει γλυκά.
Το βιβλίο έγινε ακόμη πιο γνωστό χάρη στο Netflix που ανέλαβε τη δραματοποίησή του (με επιτυχία) κάνοντας την Κίγκαν ευρύτερα γνωστή.
Θα χρειαστεί να περάσουν αρκετά χρόνια έως τη στιγμή που θα επανέλθει με το βιβλίο Μικρά πράγματα σαν κι αυτά (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο) όπου καταφέρνει να μεταφέρει το Ντικενσιανό κλίμα (αλλά και με Τσεχοφικές καταβολές) στο σήμερα και να αποδώσει τη ζωή ενός προμηθευτή καυσόξυλων και πατέρα πέντε κοριτσιών.
Η ανακάλυψη ενός φυλακισμένου κοριτσιού στο μοναστήρι μιας μικρής πόλης της Ιρλανδίας θα τον φέρει αντιμέτωπο με τα καλά κρυμμένα μυστικά και τη συνένοχη σιωπή σε μικρές κοινωνίες, οι οποίες μάλιστα ελέγχονται από την Εκκλησία.
Μπεστ σέλερ και... Booker
Το βιβλίο έγινε αυτομάτως διεθνές μπεστ σέλερ, επιλέχθηκε να μεταφερθεί στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστή τον Κίλιαν Μέρφι, βρέθηκε στη βραχεία λίστα του Βραβείου Booker, ενώ κατέκτησε το Βραβείο Όργουελ.
Αρκεί να τονιστεί πως στη λίστα του συγκεκριμένου βραβείου πολύ σπάνια (έως καθόλου) βλέπεις βιβλία που αριθμούν μόλις 128 σελίδες. Η Κίγκαν έμελλε να σπάσει κι αυτό το «στεγανό». Ένα από τα πολλά που έχει δαμάσει ως τώρα.
Τώρα έχουμε τη δυνατότητα να δούμε να ολοκληρώνεται το «τρίπτυχο» των ιστοριών της Κίγκαν με την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου της Πολύ αργά πια (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο).
Ήρωας σ’ αυτή την ιστορία είναι ο Κάχαλ, ο οποίος είναι στα πρόθυρα της μεσηλικιότητας, ζει μόνος του (δεν έχει και καλή άποψη για τις γυναίκες) και ουσιαστικά βλέπουμε μια μέρα της ζωής του.
Από το γραφείο του στο Δουβλίνο, μια ολότελα αδιάφορη Παρασκευή, έως το σπίτι του όπου με συντροφιά την ανοιχτή τηλεόραση και ένα μπουκάλι σαμπάνια, αναμετριέται με τον εαυτό του και όσα άβολα έχει καταφέρει ως εκείνη τη στιγμή να αποκρύψει.
Έχει προηγηθεί η ενθύμηση της Σαμπίν, μιας γυναίκας που θα μπορούσε να είχε αλλάξει τη ζωή του, αρκεί να της είχε φερθεί με τον πρέποντα τρόπο. Κάπως έτσι, η διαδρομή με το λεωφορείο, αντί να τον μεταφέρει ήσυχο στο διαμέρισμά του, τον ξεθεμελιώνει.
Στην πραγματικότητα, έτσι όπως έχει δομήσει κι αυτή την ιστορία της η Κίγκαν, πρέπει να φτάσεις στο τέλος, στην ύστατη φράση, για να κατανοήσεις το πλήρες εύρος της. Αυτό το λες και ορισμό της σωστής κλιμάκωσης. Το βιβλίο μπήκε ήδη στη μικρή λίστα για τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς στην Ιρλανδία.
Έχοντας περάσει πια το κρίσιμο κατώφλι των 50 ετών (η Κίγκαν είναι 55 ετών) είναι περισσότερο από ποτέ συνειδητοποιημένη για το τι και πώς το γράφει. Κοινώς: δεν έχει να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν.
«Δεν μπορώ να εξηγήσω τη δουλειά μου»
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή της στον βρετανικό Guardian είχε πει πως: «Δεν μπορώ να εξηγήσω τη δουλειά μου. Γράφω απλώς ιστορίες. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ ένα θέμα. Δεν το έχω κάνει ποτέ. Σκέφτομαι μόνο το κείμενο».
Κάπου εκεί, ενδεχομένως, κρύβεται το μικρό μυστικό της ακρίβειας στην έκφραση και του ρυθμισμένου τόνου κάθε ιστορίας. Η Κίγκαν εντάσσεται ήδη σε εκείνη την κατηγορία των συγγραφέων που δεν θα κριθούν για τα ποτάμια των λέξεων που κατέθεσαν στα βιβλία τους, αλλά για το βάθος των ιστοριών τους.
Επ’ αυτού τα έχει καταφέρει, δεν χωράει αμφιβολία. Στη χώρα μας η υποδοχή των βιβλίων της ήταν ωσαύτως θριαμβευτική. Τα δύο προηγούμενα μπήκαν στις λίστες των ευπώλητων πολλών βιβλιοπωλείων. Κάτι που αναμένεται να συμβεί με την καινούργια νουβέλα της.
Όχι, θα ήταν πολύ μίζερο να πει κανείς πως πρόκειται για μια μόδα που θα την προσπεράσουν οι μέλλοντες καιροί. Η Κίγκαν γράφει για τη σύγχρονη εκδοχή των ανθρώπων. Μας αφορά διότι μας περιέχει με κάθε τρόπο. Αυτό κι αν είναι μέγιστο επίτευγμα για έναν συγγραφέα.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).