
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Όλες αυτές οι προσπάθειες να κατεβεί η ποίηση "στον δρόμο" (όπως την θέλει εσχάτως, ας πούμε, ο Δήμος Αθηναίων), να μπει στα λεωφορεία, να ακουστεί στον δημόσιο χώρο έχουν κάτι το αθέλητα παράδοξο. Παρεξηγήσιμη η λέξη, ας τη διευκρινίσω λοιπόν.
Η πρόθεση από μόνη της είναι 100% σωστή, η ποίηση ανήκει (και) εκεί, στην Αγορά, πρέπει να ακούγεται όπου συρρέουν και συναθροίζονται οι άνθρωποι, αυτός είναι ο ρόλος της, όχι στ’ αραχνιασμένα ράφια των σπουδαστηρίων. Καμιά ένσταση λοιπόν για τη σκοπιμότητα της πρωτοβουλίας.
Όμως η εκτέλεση! Το να ισχυρίζεσαι ότι με τέτοια ποιήματα, όπως αυτά που γράφουν στην πλειονότητά τους οι μετέχοντες, και με τον τρόπο που τα διαβάζουν συνήθως, μπορείς πράγματι να πείσεις τον τυχαίο περαστικό να σταθεί και να προσέξει τι λες, είναι εκτός πραγματικότητας.
Άλλα έργα πρέπει να παίζεις στην Επίδαυρο εμπρός σε 10.000 θεατές, κι άλλα στο φουαγιέ του Εθνικού ή στο πατάρι, παλιά, του Αμόρε.
Κάθε χώρος έχει τις απαιτήσεις του. Άλλα έργα πρέπει να παίζεις στην Επίδαυρο εμπρός σε 10.000 θεατές, κι άλλα στο φουαγιέ του Εθνικού ή στο πατάρι, παλιά, του Αμόρε. Στην πλατεία θα βγεις, κι έχει γίνει, με τον Ύμνο της Χαράς του Μπετόβεν ή το Μπολερό του Ραβέλ, όχι με τα Νυχτερινά του Σοπέν ή τα λήντερ του Σούμπερτ. Και οι ερμηνευτές σου πρέπει να ’ναι ανάλογοι: θα στείλεις τη Μαρία Φαραντούρη στο στάδιο, όχι τη Φλέρυ Νταντωνάκη· τον Αλέξη Μινωτή στην Επίδαυρο, όχι τον Δημήτρη Χορν. (Ο Χορν, μεγάλος ηθοποιός, ήξερε τα όριά του, γι’ αυτό και ποτέ του δεν έπαιξε αρχαία τραγωδία ή κωμωδία.)
Η ποίηση κάλλιστα μπορεί να σταθεί στις πλατείες και τα αμφιθέατρα. Οι δημόσιες απαγγελίες ενός Βαλαωρίτη το 1871 ή ενός Σικελιανού το 1943 έχουν αφήσει εποχή. Και ένας Ζαν-Λυκ Μελανσόν με τη ρητορική του δεινότητα συνεπήρε πρόσφατα 50.000 Μασσαλιώτες διαβάζοντάς τους Γιάννη Ρίτσο. Όμως δημόσια ποιήματα διάβασαν, υψηγορικά, μεγαλόφρονα, με θέμα και ύφος κατάλληλo για τα πλατεία ακροατήρια – όχι κομμάτια του χαμηλόφωνου, γριφώδους και εσωστρεφούς λυρισμού.
«Άλλο να γράφη τις ποίησιν, ήτις είναι προωρισμένη να αναγνωσθή» γράφει ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «και άλλο να γράφει ποίησιν, ήτις πρέπει να απαγγελθή. Τότε είναι ανάγκη να έχης πάντοτε προ οφθαλμών τας φυσικάς σου δυνάμεις, δεύτερον να διατυπώνεις εικόνας, αι οποίαι αστραπηδόν να κλονίζουν τους ακροατάς». Η παρατήρηση είναι καίρια. Πρόκειται στην ουσία για δύο διαφορετικά είδη λόγου, το ένα προορίζεται για σιωπηρή ανάγνωση κατ’ ιδίαν, το άλλο για δημόσια απαγγελία. Καθένα τους έχει άλλη μορφή και άλλο περιεχόμενο. Το ποίημα που πρόκειται να ακουστεί δημόσια πρέπει να διακρίνεται, πρώτον, από ακροαματική εντυπωτικότητα – οι ρίμες, το μέτρο, η απλή παραθετική σύνταξη, οι απομνημονεύσιμοι ρυθμοί εδώ συντελούν· δεύτερον, από θεματική αμεσότητα – η σαφήνεια, η γοητευτική πλοκή, οι ακαριαία αντιληπτές εικόνες, η ρητορική δύναμη των λέξεων και των ιδεών είναι ουσιώδεις.
Δεν μπορούν όλοι οι ποιητές να σταθούν στον δημόσιο χώρο, ακόμη και αν τα ποιήματά τους είναι κατάλληλα προς απαγγελία.
Αξιοσημείωτη είναι η επιμονή του Βαλαωρίτη στις φυσικές δυνάμεις του απαγγέλλοντος. Δεν μπορούν όλοι οι ποιητές να σταθούν στον δημόσιο χώρο, ακόμη και αν τα ποιήματά τους είναι κατάλληλα προς απαγγελία. Απαιτείται εδώ παράστημα, γυμνασμένη φωνή, προετοιμασία, ανταπόκριση στις απαιτήσεις του χώρου – πράγματα όχι αυτονόητα δηλαδή.
Καταλαβαίνει κανείς λοιπόν γιατί οι ποιητικές αναγνώσεις σήμερα είναι τόσο ελάχιστα θελκτικές. Διότι ούτε ρεπερτόριο κατάλληλο για δημόσιους χώρους διαθέτει η ποίηση των καιρών μας, ούτε, πολύ περισσότερο, εκείνους τους στιβαρούς απαγγελείς που είχε στο παρελθόν. Στην συντριπτική πλειονότητά τους τα τωρινά ποιήματα είναι εντελώς απρόσφορα για απαγγελία. Τους λείπει τόσο ο δυνατός και εθιστικός ρυθμός, όσο και το λαγαρό ευκρινές περιεχόμενο – άλλωστε όχι λίγα δεν έχουν θέμα καν, λειτουργούν ως ατμοσφαιρική υποβολή και μόνον, κι αυτό για τους μυημένους.
Ώστε οι ποιητές μας οι σημερινοί, αν θέλουν να σταθούν στα μεγάλα φόρα (και μακάρι να το θέλουν), δεν φτάνει απλώς να αποδεχθούν παθητικά την πρόσκληση του Δήμου ή όποιου άλλου οργανωτικού φορέα. Πρέπει να την εγκολπωθούν ουσιαστικά. Να δουλέψουν εξαρχής πάνω σ’ άλλες μορφές, να αναθεωρήσουν άρδην τα θέματά τους, να σηκώσουν τον τόνο της φωνής τους. Να καταλάβουν προ πάντων ότι απευθύνονται σε ζωντανούς, απαιτητικούς ακροατές τους οποίους πρέπει να κερδίσουν, να τέρψουν, να ψυχαγωγήσουν. Όσο δεν το καταλαβαίνουν αυτό, και καλές να ’ναι οι προθέσεις τους, θα εκτίθενται. – Και όχι με την καλή σημασία της λέξης.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Νύχτα» (εκδ. Κίχλη).