Ποίηση, πεζό, πρόζα, λυρισμός, αφήγηση: έννοιες που χρειάζονται διευκρίνιση, αποκατάσταση, στοχασμό, ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα το λογοτεχνικό φαινόμενο.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Στην τρέχουσα γλώσσα, την ποίηση την αντιπαραθέτουμε συνήθως στην πεζογραφία. Ποιητές και πεζογράφοι, ακούμε να λέγεται, ποιήματα και πεζά. Το ζεύγος όμως ορολογικά είναι προβληματικό, καθότι ασύμμετρο. Υπάρχει ένα είδος ποίησης που γράφεται κι αυτό σε πρόζα, το poème en prose, το «πεζό ποίημα» ή «πεζοτράγουδο», όπως αποδόθηκε σε μας παλιότερα. Ύστερα, αν πεζογραφία σημαίνει παντού και πάντα πρόζα, λόγος πεζός, ο όρος ποίηση είναι ιστορικά πολύ ευρύτερος του λογοτεχνικού γένους που σήμερα αποκαλούμε έτσι. Για «ποίηση διηγηματική» και «ποίηση δραματική» μιλούσε λ.χ. τον καιρό του ο Παλαμάς. Και το προσωνύμιο Dichter, ποιητής, οι Γερμανοί το αποδίδουν έως σήμερα όχι μόνο στους εν στενή εννοία ποιητές, αλλά και στους σπουδαίους πεζογράφους και δραματουργούς. Σ’ αυτή της τη χρήση η λέξη ανακτά το αρχικό της πλάτος, που περιελάμβανε όχι μόνο τους γράφοντες λυρικούς στίχους, αλλά κάθε (σημαντικό) δημιουργό, κάποτε και εκτός λογοτεχνίας. Τον Αγγελόπουλο ή τον Ταρκόφσκι, λ.χ., συχνά τους αποκαλούμε «ποιητές» (του κινηματογράφου).
Αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε τη συμμετρία των όρων, στην πεζογραφία πρέπει να αντιπαραβάλλουμε επομένως όχι την «ποίηση» γενικώς και αορίστως, αλλά τον στίχο. Με κριτήριο διακριτικό τον ρυθμό, το δίπολο στίχος/πρόζα περιγράφει τα δύο κύρια όργανα που έχει στη διάθεσή της η λογοτεχνία, τα δύο οργανικά της γένη. Στίχος είναι η έρρυθμη (έμμετρη ή άλλη) κατάρτιση του λόγου. Πρόζα είναι ό,τι δεν είναι στίχος.
Αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε τη συμμετρία των όρων, στην πεζογραφία πρέπει να αντιπαραβάλλουμε επομένως όχι την «ποίηση» γενικώς και αορίστως, αλλά τον στίχο.
Μίλησα για διάκριση βασιζόμενη στα «οργανικά γένη» γιατί υπάρχουν βεβαίως και άλλες. Η κλασική διάκριση της λογοτεχνίας σε επική (ή αφηγηματική), λυρική (ή μελική) και δραματική (ή σκηνική) που καθιερώθηκε από τον Γκαίτε αλλά έχει τις καταβολές της στην ελληνική αρχαιότητα, βασίζεται σε άλλου είδους κριτήριο, αυτό του «τροπικού γένους». Καθεμιά απ’ αυτές έχει τον τρόπο της: το έπος αφηγείται, ο λυρισμός τραγουδά και το δράμα υποδύεται. Στα τρία αυτά τροπικά γένη, οι γραμματολόγοι προσθέτουν εσχάτως και ένα τέταρτο, τη δοκιμιακή (ή διδακτική) λογοτεχνία, η οποία διαλογίζεται και νουθετεί. Υπ’ αυτήν, προσωπικά θα ταξινομούσα και έργα άκρως ετερόμορφα αλλά εξέχουσας λογοτεχνικής σημασίας όπως την οβιδιακή Ars amatoria, τους πλατωνικούς διαλόγους, την επιστολογραφία του Παύλου, το ησιόδειο διδακτικό έπος κ.ά. Στην ουσία πρόκειται για δοκίμια avant la lettre. Οι Γερμανοί έχουν τον όρο Essayistisches, δοκιμιογενή/δοκιμιότροπα κείμενα: έργα που οι συγγραφείς τους δεν τα σχεδίασαν εξ αρχής ως λογοτεχνία, αλλά αναγνωρίσθηκαν ως τέτοια εκ του αποτελέσματος. Με αυτό το κριτήριο, ο Παύλος στην αλληλογραφία του είναι λογοτέχνης. Ο Πατροκοσμάς δεν είναι. Ο Πλάτων και ο Νίτσε είναι λογοτέχνες. Ο Αριστοτέλης και ο Καντ όχι.
Στην τρέχουσα γλώσσα, ο στίχος ταυτίζεται συνήθως με το λυρικό γένος, όμως και εδώ πρόκειται για ταύτιση εσφαλμένη. Τόσο ο στίχος όσο και η πρόζα χρησιμοποιούνται ή έχουν χρησιμοποιηθεί ιστορικά και στα τέσσερα τροπικά γένη. Ο Βαλαωρίτης λ.χ. αφηγείται σε στίχο, ο Βιζυηνός σε πρόζα. Ο Σαίξπηρ δραματουργεί (κυρίως) σε στίχο, ο Μπρεχτ (κυρίως) σε πρόζα. Ο Λουκρήτιος διαλογίζεται σε στίχο, ο Μονταίνιος σε πρόζα. Και από λυρισμό βρίθουν όχι μόνο οι στίχοι του Σολωμού, αλλά και ο πεζός λόγος του Παπαδιαμάντη. Ο Νίκος Φωκάς στο σχετικό του δοκίμιο έδειξε πειστικά γιατί ο χαρακτηρισμός «(λυρικός) ποιητής» ανταποκρίνεται πλήρως στα πράγματα όταν κάνουμε λόγο για τον περιώνυμο Σκιαθίτη.
Αν ο στίχος και η πρόζα είναι όργανα, μέσα επιτελεστικά, μορφώματα που έχουν την απαρχή τους στη φυσιολογία (τις ρυθμικές ιδιότητες της γλώσσας), τα τέσσερα τροπικά γένη έχουν ρίζα ανθρωπολογική, αναπαράγουν συνθήκες και συνήθειες προγενέστερες της κουλτούρας, καταστατικές πολιτισμικές συμπεριφορές.
Αν ο στίχος και η πρόζα είναι όργανα, μέσα επιτελεστικά, μορφώματα που έχουν την απαρχή τους στη φυσιολογία (τις ρυθμικές ιδιότητες της γλώσσας), τα τέσσερα τροπικά γένη έχουν ρίζα ανθρωπολογική, αναπαράγουν συνθήκες και συνήθειες προγενέστερες της κουλτούρας, καταστατικές πολιτισμικές συμπεριφορές. Παρότι βρίσκουν την καθαρότερη έκφρασή τους στη λογοτεχνία, απαντούν και στις μη γλωσσικές τέχνες, υπάρχει λ.χ. αφηγηματική ζωγραφική, δραματική μουσική, λυρικός χορός κ.ο.κ. Βέβαια, στο εκφραστικό της εύρος η γλώσσα υπερέχει. Καμιά οργανική μουσική σύνθεση λ.χ. δεν είναι γνησίως αφηγηματική αφού της λείπει η αναφορική ακρίβεια: το αφηγηματικό στοιχείο στη μουσική μόνον εμμέσως μπορεί να δοθεί. Ωστόσο, κάθε έργο τέχνης μπορεί να περιγραφεί, να σκιαγραφηθεί έστω, με τη βοήθεια των τεσσάρων αυτών εννοιών, πράγμα που δείχνει την καθολικότητά τους. Γι’ αυτόν τον λόγο, γινόμαστε ακριβέστεροι μιλώντας για το λυρικό στοιχείο σε μια τέχνη. Για μια ειδική δηλαδή ανθρώπινη κατάσταση, μια υπαρξιακή διάθεση προϋπάρχουσα, που εξωτερικεύεται κατόπιν στον λογοτεχνικό, τον μουσικό, τον εικαστικό κ.ο.κ. λυρισμό. Das Lyrische, das lyrisches Dasein, είναι οι όροι που χρησιμοποιεί ο Έμιλ Στάιγκερ στις Θεμελιώδεις αρχές της ποιητικής, σύγγραμμά του σημαντικό του 1946.
Ο Στάιγκερ μάλιστα αποπειράται εκεί να αποσυνδέσει τον λυρισμό από την ταύτισή του με τον υποκειμενισμό. Η λυρική ποίηση δεν είναι «έκφραση του εγώ» για τον λόγο ότι εντός της η διάσταση του «μέσα» από το «έξω», του υποκειμένου από το αντικείμενο έχει αρθεί. Οι διακρίσεις αυτές, εξηγεί ο Ελβετός γραμματολόγος, έλκουν την καταγωγή τους από τον αρχέγονο διχασμό ψυχής και σώματος. Όμως ο λυρισμός καταργεί αυτόν τον διχασμό και ενώνει και πάλι τα διεστώτα. Παραδόξως, με τον τρόπο αυτό ο Στάιγκερ συγκλίνει προς τις απόψεις των poètes engagés, των στρατευμένων ποιητών του καιρού του, που επίσης αμφισβήτησαν την (εγελιανής προελεύσεως) ταύτιση του λυρισμού με τον υποκειμενισμό. Με τη διευκρίνιση ότι αν ο, χαϊντεγγεριανός τη εμπνεύσει, Στάιγκερ θεωρεί ότι στο λυρικό ποίημα ο διχασμός του εγώ από τον κόσμο αίρεται εκ προοιμίου, ποιητές όπως ο Μπρεχτ θεωρούν το ποίημα εγχείρημα ανασύνδεσης του εγώ με τον κόσμο, πράξη εκ των υστέρων παρεμβατική, κυριότατα πολιτική.
Προκύπτει πλέον ένα σύμμετρο σχήμα, όπου τα δύο οργανικά γένη (ο στίχος και η πρόζα) μπορούν να ζευγαρώσουν και με τα τέσσερα τροπικά γένη της λογοτεχνίας (επικό, λυρικό, δραματικό, δοκιμιακό).
Ανακεφαλαιώνοντας, προκύπτει πλέον ένα σύμμετρο σχήμα, όπου τα δύο οργανικά γένη (ο στίχος και η πρόζα) μπορούν να ζευγαρώσουν και με τα τέσσερα τροπικά γένη της λογοτεχνίας (επικό, λυρικό, δραματικό, δοκιμιακό). Κάτω από αυτά, μπορούν να υπαχθούν τα επιμέρους είδη, οργανικά και τροπικά, που προκύπτουν εκάστοτε, και τα ενδεχόμενα υποείδη τους. Ο Ερωτόκριτος λ.χ. οργανικά υπάγεται στο γένος του στίχου, στο είδος του ίαμβου και το υποείδος του ομοιοκατάληκτου 15σύλλαβου. Τροπικά πάλι, ανήκει στο επικό/αφηγηματικό γένος, το μυθιστορηματικό είδος και το υποείδος της ερωτικής μυθιστορίας. Και επειδή υπάρχουν και υποείδη μεικτά, το αριστούργημα του Κορνάρου ανήκει επίσης στο μεικτό, τροπικό και οργανικό παράλληλα, υποείδος της έμμετρης μυθιστορίας.
Παραμένουν βέβαια κάποια πράγματα ορολογικώς ξεκρέμαστα. Το «πεζογράφος» σπανίως το αποδίδουμε στους δοκιμιογράφους ή τους δραματουργούς, που κι αυτοί βέβαια στις μέρες μας πρόζα γράφουν συνήθως (μιλάμε όμως για θέατρο πρόζας σε αντιδιαστολή προς το μουσικό θέατρο). Το «στιχογράφος» πάλι (όπως και το στιχοπλόκος, στιχοκόπος, στιχορράφος κ.τ.τ.) είναι μειωτικό αποδιδομένο στους κακούς ποιητές, το δε «στιχουργός» (κακώς!) το επιφυλάσσουμε μόνο σ’ όσους γράφουν ειδικά για τραγούδι. Αλλά έτσι είναι με την ουσία. Δεν υπακούει πάντοτε στα ονόματά της. Ότι η λέξη ποιητής πάντως στις μέρες μας έχει τόσο στενέψει ώστε δηλώνει σχεδόν αποκλειστικά τον λυρικό στιχοποιό, όσο νά ’ναι, κάτι δείχνει.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Νύχτα» (εκδ. Κίχλη).