Του Κώστα Κουτσουρέλη
Σ’ ένα αξιολάτρευτο ποιηματάκι του ο Χάινε σατιρίζει μια ευσυγκίνητη νεαρά που την παίρνουν τα δάκρυα στη θέα του ηλιοβασιλέματος.
Όμως η δεσποινίς είναι που έχει εδώ το δίκιο κι όχι το φοβερό εκείνο πειραχτήρι που υπήρξε στα ευρωπαϊκά γράμματα ο Ερρίκος. Η μοναδικότητα ή η σπανιότητα ενός θεάματος δεν είναι προϋπόθεση ουσιαστική για να μας συγκινήσει. Ειδάλλως τα μνημεία και οι εξοχές μας θα ξεχείλιζαν στις σπάνιες εκλείψεις κι όχι στις ρομαντικές, και τακτά επαναλαμβανόμενες, πανσελήνους.
Όπως και στην τέχνη, η "πρωτοτυπία" στα φυσικά φαινόμενα είναι αλήθεια ότι εντυπωσιάζει, ότι ηλεκτρίζει. Όμως η μεγάλη συγκίνηση (που είναι έννοια ευρύτερη της απλής διανοητικής έξαψης που γεννάει το πρωτόφαντο) προϋποθέτει κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό: την οικειότητα, πάει να πει την επανάληψη. Το ηλιοβασίλεμα μας συγκινεί βαθύτατα, ακριβώς επειδή το έχουμε ζήσει αναρίθμητες φορές, επειδή είναι κομμάτι της ζωής και της μνήμης μας. Δεν περιμένουμε να δούμε κάτι καινούργιο, ούτε το επιθυμούμε. Θέλουμε να δούμε μια παραλλαγή του ήδη γνωστού και αγαπημένου. Για τον ίδιο λόγο σπεύδουμε όλοι μας για νιοστή φορά σε μια παράσταση της Μήδειας ή του Αρχοντοχωριάτη. Την υπόθεση την ξέρουμε απέξω κι ανακατωτά, δεν είναι αυτή που μας θέλγει. Πάμε να την ξαναζήσουμε και να τη ξαναθυμηθούμε.
Μια ξαφνική καλοκαιρινή μπόρα, το κελάρυσμα ενός ρυακιού, η ορμή ενός καταρράκτη, το θρόισμα του δάσους το καταμεσήμερο, η άψογη συμμετρία ενός ρόδου, το λαμπύρισμα της άμμου στην ακρογιαλιά, η φαντασμαγορία μιας πεταλούδας, μια ωραία γυναίκα, ένα χαριτωμένο παιδί, όλα αυτά παρότι χιλιοϊδωμένα μάς τέρπουν και μας συνεπαίρνουν κάθε φορά από την αρχή. Πολύ περισσότερο: μας εθίζουν, με τον τρόπο που ένα αγαπημένο μας τραγούδι μάς εθίζει τόσο ώστε να θέλουμε να το ακούμε διαρκώς.
Το μεγάλο αυτό αισθητικό δίδαγμα, της επανάληψης, οι μεγάλοι καλλιτέχνες το ήξεραν ανέκαθεν. Γι' αυτό και το έργο τους περισσότερο απ' ό,τι στην καινή επίνοια το βασίζουν στην κοινή σ' όλους μας περιουσία: στους μύθους, στις σταθερές επαναλαμβανόμενες μορφές, στα συχνόχρηστα μοτίβα και θέματα που μας συνοδεύουν αιώνες.
Το μεγάλο αυτό αισθητικό δίδαγμα, της επανάληψης, οι μεγάλοι καλλιτέχνες το ήξεραν ανέκαθεν. Γι' αυτό και το έργο τους περισσότερο απ' ό,τι στην καινή επίνοια το βασίζουν στην κοινή σ' όλους μας περιουσία: στους μύθους, στις σταθερές επαναλαμβανόμενες μορφές, στα συχνόχρηστα μοτίβα και θέματα που μας συνοδεύουν αιώνες. Η μορφή του τραγουδιού λ.χ., αυτό το ολιγόλεπτο, απλούστατο στη δομή του και ακαριαία εύληπτο μουσικολεκτικό ακρόαμα, είναι η κοινότερη και γι' αυτό οικουμενικότερη και δημοφιλέστερη αισθητική φόρμα που διαθέτουμε. Δεν υπάρχει πολιτισμός και εποχή που το αγνοεί.
Αυτά τα πάγια και τα σταθερά αγαπάμε βεβαίως να τα ανανεώνουμε, να τα παραλλάσσουμε, να τα φέρνουμε κοντύτερα στις δικές μας συνθήκες και δοξασίες. Έτσι ο θρύλος του Ορέστη γίνεται το δράμα του Άμλετ, ο Προμηθέας βαφτίζεται Φάουστ, το αρχαίο επίγραμμα σε άλλους πολιτισμούς απαντά ως γνωμικός στίχος, μαντινάδα ή χαϊκού, το ομοιοτέλευτον και οι παρηχήσεις αναπτύσσονται και γίνονται aliteration ή terza rima. Όμως κι εδώ, πρόκειται για Variationen στην ουσία, για μετατονισμούς, για φαντασίες πάνω σε δοσμένο θέμα.
Ακόμη και τα μεγάλα έργα του μοντερνισμού, η Γκερνίκα του Πικάσσο λ.χ., πραγματικά δημοφιλή μάς έγιναν όταν πια τα συνηθίσαμε, όταν οι φαινομενικά ανίδωτες ώς τότε μορφές τους, μπήκαν στην κοίτη της μακράς παράδοσης, όταν συγκρίθηκαν ας πούμε με τις "εξπρεσσιονιστικές" απεικονίσεις του Θείου Πάθους ή του μαρτυρίου του Βαπτιστή που μας κληροδότησε ο Μεσαίωνας ή όταν στάθηκαν πλάι πλάι στις αποτρόπαιες μάσκες των μαύρων της Αφρικής και των Αμερινδών της προκολομβιανής εποχής. Τότε μόνο, χωρίς να χάσουν τίποτε από την επιθετική τους φρεσκάδα, αναδύθηκαν ως καταποντισμένα νησιά από την αρχέγονη μνήμη και μας έγιναν, οι αρχαϊκές εκείνες, εκ νέου οικείες.
Στον αέναο κύκλο που θέλει την τέχνη να ακολουθεί μέσες άκρες την ίδια πορεία και από την αρχαϊκή φάση της λιτότητας να περνά πρώτα στην κλασσική περίοδο της ισορροπίας και κατόπιν στην ρομαντική εποχή της υπερβολής, για να ξαναγυρίσει και πάλι στην αρχαϊκή της αφετηρία, κ.ο.κ. ad infinitum, πρωτόφαντο φαίνεται το εκάστοτε επίκαιρο. Πρόκειται όμως για οφθαλμαπάτη, για εντύπωση προκαλούμενη από την αβάθεια της μνήμης. Οι γλύπτες της ελληνιστικής εποχής δεν θα ξαφνιάζονταν από τον μανιερισμό ενός Μικελάντζελο, ούτε οι δημιουργοί των κυκλαδίτικων ειδωλίων από τις καθιστές φιγούρες ενός Χένρυ Μουρ. Το πολύ να έβλεπαν έναν ομότεχνο που, πατώντας πάνω στα δικά τους βήματα, ανοίχτηκε πιο πέρα.
Όπου αυτό δεν συνέβη, όπου δηλαδή η καλλιτεχνική καινοτομία είναι ausderLuft, όπως έλεγε ο Γκαίτε, φρέσκος αέρας, όταν δεν έχει καταβολές βιωματικές, αλλά είναι άσκηση απλώς του εγκεφάλου, τότε μένει συναισθηματικά αναπόδοτη, μουσειακή παραδοξότητα ανήμπορη να πιάσει ρίζες στο συλλογικό μας θυμικό. Η περίπτωση του καθαρού υπερρεαλισμού ή του ντανταϊσμού στην ποίηση, οι εξτραβαγκάντσες τύπου Ξενάκη ή Στοκχάουζεν στη μουσική, οι σοφιστείες του κονσεπτουαλισμού στα εικαστικά κ.ο.κ., είναι τέτοιες, εξωκαλλιτεχνικές εντέλει, παραδοξότητες.
Προεκτείνοντας αυτές τις σκέψεις, θα έλεγα ότι η ίδια η αισθητική δεκτικότητα του ανθρώπου, όπως και κάθε τι άλλο πάνω του άλλωστε, είναι εξ αρχής πεπερασμένη. Η πρωτοτυπία ως αίτημα καλαισθητικό συνιστά αδιέξοδο, όχι επειδή είναι δύσκολο να επιτευχθεί (δεν είναι – ο τελευταίος αιώνας το απέδειξε). Αλλά επειδή δεν τη χρειαζόμαστε. Οι λιγοστές μορφές που έφτιαξε για μας το παρελθόν, με την απειρία των δυνατών εκδοχών τους, μας φτάνουν και μας περισσεύουν.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.