Του Κυριάκου Χαλκόπουλου
Κατά τον ίδιο τρόπο που δεν θα ωφελούταν ένας ταξιδιώτης απλά και μόνο επειδή επισκέφτηκε μία ακόμη τοποθεσία, ισχύει πως δεν ωφελείται ούτε ο αναγνώστης από το κάθε βιβλίο. Μια άλλη αντιστοιχία ανάμεσα στα δύο αυτά είναι πως για έναν άνθρωπο που έχει ταξιδεύσει αρκετά θα ήταν αδιανόητο να επισκεφτεί έναν τόπο για τον οποίο δεν έχει ακούσει τίποτα το θετικό. Μόνο κάποιος που αρχίζει τώρα το ταξίδι του στον κόσμο των βιβλίων μπορεί να κάνει το λάθος να διαβάσει εκείνα που δεν τα υπολήπτεται κανείς, ή που έχουν αποκτήσει κακή φήμη. Και αν μπορεί να ειπωθεί ότι η απειρία στην ανάγνωση βιβλίων ενέχει κάποιον κίνδυνο, αυτός είναι πως το πρώτο βιβλίο που, διστακτικά, θα πάρει στα χέρια του ένας άνθρωπος που δεν διαβάζει, δεν αποκλείεται να είναι ανούσιο, φλύαρο και ενοχλητικό, και η αντίδρασή του να μη διαβάσει κανένα άλλο θα είναι δικαιολογημένη· παρόλο που θα παρέβλεπε την αξία που έχουν ορισμένα βιβλία...
Όμως δεν αρκεί να βλέπεις ένα τοπίο προκειμένου να μιλήσεις για αυτό σε έναν άλλο με τρόπο που να κινεί το ενδιαφέρον, όπως δεν αρκεί να ζει κανείς σε μια επιβλητική πόλη για να σαγηνεύσει με περιγραφές των υποβλητικών της μνημείων.
Δυστυχώς, δεν είναι όλοι οι συγγραφείς του ίδιου επιπέδου, και αυτό δεν αλλάζει ούτε με αφορμή την οπωσδήποτε υπαρκτή διαφορετικότητα της ψυχικής οργάνωσης τού κάθε ατόμου, που, υπό ορισμένες συνθήκες, θα του επέτρεπε να παρουσιάσει έργο πρωτότυπο και αξιόλογο. Είναι, με άλλα λόγια, πιθανό ότι λόγω της φύσης του είδους μας ο κάθε άνθρωπος –είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι– βλέπει μέσα του και μερικά τοπία που αγνοούνται από όλους τους άλλους. Όμως δεν αρκεί να βλέπεις ένα τοπίο προκειμένου να μιλήσεις για αυτό σε έναν άλλο με τρόπο που να κινεί το ενδιαφέρον, όπως δεν αρκεί να ζει κανείς σε μια επιβλητική πόλη για να σαγηνεύσει με περιγραφές των υποβλητικών της μνημείων. Τα μνημεία πάντοτε υπάρχουν, και το ίδιο ισχύει και για τα βαθύτερα στρώματα της ψυχικής ζωής του ατόμου – αλλά είναι ελάχιστοι εκείνοι που κατορθώνουν να τα αποτυπώσουν με καθαρότητα στο χαρτί.
Επιπρόσθετα, δεν οφείλεται η απόρριψη του έργου ενός συγγραφέα μόνο στις δικές του αρνητικές ιδιότητες. Ο κάθε συγγραφέας έχει και τα ελαττώματα του – ένα όμορφο σχόλιο του λογοτέχνη Φ. Κάφκα, σχετικό με το ζήτημα αυτό, είναι πως «Ο πιο διαδεδομένος ατομισμός των συγγραφέων εντοπίζεται στον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο ο καθένας τους κρύβει τα αδύνατά του σημεία». Προκειμένου ο αναγνώστης να αναγνωρίσει ένα βιβλίο ως αξιόλογο –στην περίπτωση, βέβαια, που η εντύπωσή του είναι ειλικρινής– θα πρέπει να τον συνδέει με τις γραμμές στις σελίδες του κάποια συγγένεια: κανείς, κατά βάθος, δεν διαβάζει τα κείμενα ενός άλλου επειδή ενδιαφέρεται για τον άλλο· όταν αναγνωρίσουμε έναν λογοτέχνη ως σημαντικό αυτό έχει συμβεί επειδή μας φάνηκε πως αναφέρεται σε ζητήματα που αφορούν εμάς, που τα ψάχνουμε και εμείς, και αυτός ο ξένος κάνει νύξεις για προβλήματα που επιχειρήσαμε και εμείς να λύσουμε, προσεγγίζοντάς τα με έναν τρόπο που ίσως εμείς να μην τον είχαμε σκεφτεί. Είναι όπως όταν ένας ερευνητής των μαθηματικών, κουρασμένος από τη δαιδαλώδη αλλά όπως όλα δείχνουν μάταια οδό που ακολουθεί στην απόδειξη ενός σύνθετου θεωρήματος, συμβεί να βρει μπροστά του την εργασία κάποιου άλλου, στην οποία γίνεται μνεία και σε εργαλεία του λογισμού που αυτός τα αγνοούσε και τα οποία υποψιάζεται, ενθουσιασμένος τώρα, πως θα του φτάσουν για να προχωρήσει σημαντικά στην εργασία του – ίσως ακόμα και να είναι αρκετά ώστε να τη φέρει εις πέρας!
Aυτό που προσλαμβάνεται από το συγγραφικό έργο ενός άλλου είναι όχι το ίδιο το ξένο έργο αλλά μια προσωπική μας αίσθηση για αυτό, και, υπό μία έννοια, είναι πλέον ένα άλλο έργο· ένα έργο που δικαιωματικά μπορούμε να αναγνωρίσουμε ως δικό μας.
Από την άλλη, καθώς υπάρχουν ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στα μαθηματικά και στη λογοτεχνία. Τα νέα εκείνα μέσα, που αποκτά ο αναγνώστης από τον συγγραφέα που θα συμβεί να σεβαστεί, δεν μπορούν αληθινά να οδηγήσουν στην άκρη του δρόμου του. Σε αντίθεση με τα μαθηματικά, οι λέξεις της γλώσσας δεν προσκρούουν στο όριο, στον πυθμένα που διαμορφώνεται από τα αξιώματα εκείνα που στηρίζουν κάθε μαθηματικό σύστημα (είναι αδιάφορο πως μπορούν τα ίδια τα αξιώματα να αλλάξουν· απλώς προσκρούει κανείς σε άλλον πυθμένα). Κατά τον Σωκράτη, σε αυτή τη διαφορά έγκειται και η αξία της διαλεκτικής σκέψης, δηλαδή της εντελώς θεωρητικής σκέψης, στην οποία μπορεί κανείς με ένα βήμα να περάσει έξω από τα γνωστά όρια – με το τίμημα, βέβαια, να κινείται στη συνέχεια δίχως σκοπό, παρασυρμένος από τα υπόγεια ρεύματα και με το σώμα του να αγκαλιάζεται από τις αναθυμιάσεις που φτάνουν από αθέατα και απρόσιτα υποστρώματα αυτού του βυθού... Με άλλα λόγια: στη λογοτεχνία σίγουρα η επικοινωνία ανάμεσα στον συγγραφέα και εκείνον που τον διαβάζει έχει εξαρχής λιγότερο αποσαφηνισμένα στοιχεία.
Μπορεί, όμως, κάποιος να διαβάζει το έργο του Πλάτωνα, του Κάφκα, του Μπόρχες, του Πεσσόα, ή τόσων άλλων, και να βρίσκει εκεί, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, κάτι που του φαίνεται οικείο – παρόλο που έχει εκφραστεί με τον ιδιαίτερο τρόπο του άλλου ατόμου. Επειδή ανήκουμε όλοι στο ίδιο είδος, το ανθρώπινο, οι ομοιότητες δεν θα πάψουν ποτέ να υπάρχουν. Εξαιτίας, όμως, των χαρακτηριστικών του είδους μας, οι ομοιότητες αυτές λειτουργούν στην πραγματικότητα με τη μορφή υπαινιγμών, και αυτό που προσλαμβάνεται από το συγγραφικό έργο ενός άλλου είναι όχι το ίδιο το ξένο έργο αλλά μια προσωπική μας αίσθηση για αυτό, και, υπό μία έννοια, είναι πλέον ένα άλλο έργο· ένα έργο που δικαιωματικά μπορούμε να αναγνωρίσουμε ως δικό μας.
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΛΚΟΠΟΥΛΟΣ είναι μεταφραστής και συγγραφέας.
→ Η κεντρική εικόνα είναι φωτογραφία του Henri Cartier-Bresson.