Προδημοσίευση του επίμετρου του Θανάση Χατζόπουλου από το βιβλίο του D.W. Winnicott «Αποστέρηση και Παραβατικότητα» που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Του Θανάση Χατζόπουλου
Στην ιστορία της ψυχανάλυσης, μαζί με τον Φρόυντ, πλείστοι όσοι ήταν οι ψυχαναλυτές που επιχείρησαν να εκτείνουν τις ψυχαναλυτικές ιδέες έξω από τον περίκλειστο χώρο ενός γραφείου και από τη σχέση με τον ασθενή. Θα μπορούσε να αντιμετωπίσει κανείς αυτές τις απόπειρες, που διακρίνονται από διαφορετικό βαθμό επιτυχίας και αποτυχίας σε όλο τους το φάσμα, ως ένα είδος αντιδανείου. Γιατί από τη σύστασή της μέχρι σήμερα η ψυχανάλυση κινήθηκε σε πολλά πεδία και χρησιμοποίησε πλήθος όρων για να συστήσει τα εννοιολογικά της εργαλεία και να οριοθετήσει επιστημολογικά την επικράτειά της έτσι όπως αυτή εμφανίζεται στην κλασική εκδοχή του πλαισίου της με τις συγκεκριμένες παραλλαγές του. Δανειζόμενη ευθύς εξαρχής από τη βιολογία και τη νευρολογία, το αρχαίο δράμα και τη μυθολογία, από τις οποίες σιγά σιγά αφίσταται, προχωρεί στη συνέχεια αντλώντας από κάθε χώρο του επιστητού που της είναι απαραίτητος ή οικείος, και συνομιλώντας μαζί του. Είτε αυτός αφορά την παιδαγωγική ή τα οικονομικά, είτε την ηθολογία και την εθνολογία (από την οποία προκύπτει και ο όρος της εθνοψυχανάλυσης), είτε τα μαθηματικά και την κοινωνιολογία, τη νομική και τη γλωσσολογία, τη φυσική, τη λογοτεχνία βεβαίως και μέχρι πολύ πρόσφατα τις νευροεπιστήμες. Κι ενώ, διαχρονικά από την εμφάνισή της, είναι σαφής αυτή η τάση συνομιλίας και αφομοίωσης όρων και διαλέκτων που της χρησιμεύουν να μιλήσει για το αντικείμενό της, τον ανθρώπινο ψυχισμό, παρουσιάζεται αντίστοιχα και η κλίση να ανταποδώσει αυτά τα δάνεια, κάποτε με ανώφελους αναγωγικούς τρόπους κι άλλοτε προσφέροντας τη σκέψη της για να εμπλουτίσει τον επισκέψιμο χώρο των βασικών συνομιλητών της.
Ο Ντόναλντ Γουίνικοτ πρωτοστάτησε στην εποχή του ως προς αυτό όχι μόνον με τις περίφημες ραδιοφωνικές ομιλίες του από το BBC, ούτε απλώς με τις ομιλίες του που απευθύνονταν σε κοινωνικούς λειτουργούς ή εκπαιδευτικούς.
Η πορεία αυτή σήμαινε και σημαίνει την έξοδο των αναλυτών από τα γραφεία τους και την παρουσία τους σε ένα κοινωνικό και επιστημονικό γίγνεσθαι, στο οποίο καλούνται όχι μόνον να δώσουν το στίγμα τους αλλά και να συμβάλλουν ει δυνατόν με την ψυχαναλυτική σκέψη και εμπειρία τους στη διαμόρφωσή του, είτε σπανιότερα συναποφασίζοντας είτε συχνότερα εισάγοντας επικουρικά όσες από τις ιδέες τους είναι χρήσιμες και μπορεί να αφορούν όχι βεβαίως μόνον ένα υποκείμενο αλλά σύνολα και ομάδες. Ο Ντόναλντ Γουίνικοτ πρωτοστάτησε στην εποχή του ως προς αυτό όχι μόνον με τις περίφημες ραδιοφωνικές ομιλίες του από το BBC, ούτε απλώς με τις ομιλίες του που απευθύνονταν σε κοινωνικούς λειτουργούς ή εκπαιδευτικούς. Από τη συμμετοχή του στις υπηρεσίες που στελέχωσαν το σχέδιο της απομάκρυνσης των παιδιών από τις οικογένειές τους στο Λονδίνο κατά την περίοδο του πολέμου, η οποία πήρε τον χαρακτήρα «εκκένωσης» εστιών από τον παιδικό πληθυσμό, και την εγκατάστασή τους είτε σε ξενώνες είτε σε ανάδοχες οικογένειες στην επαρχία προκύπτει ένας αριθμός κειμένων σχετικά με τους μακροχρόνιους αποχωρισμούς και τις συνέπειές τους, στα οποία συνεπικουρείται από την προσφυγή στη σκέψη και τα συμπεράσματα των ερευνών του Τζων Μπόουλμπι. Το αποτέλεσμα ήταν η τεράστια εμπειρία που αποκόμισε ως προς τις συνέπειες αυτών των αποχωρισμών και τις ψυχικές αντιδράσεις των παιδιών, γεγονός που του έδωσε τη δυνατότητα να σκεφτεί τις επιπτώσεις αυτές σε άλλες, αντίστοιχες ομάδες.
Η εμπειρία των διαλυμένων λόγω του πολέμου οικογενειών και οι επακόλουθοι αποχωρισμοί έχουν ως συνέπεια την εμφάνιση της αντικοινωνικής τάσης, η οποία συνδέεται για τον Γουίνικοτ με τις διαταραχές συμπεριφοράς και τις διαταραχές χαρακτήρα, και τη συνέχειά της που περικλείει κάθε μορφή παραβατικότητας. Εδώ διακρίνοντας με μοναδικό τρόπο, βάσει των δευτερογενών οφελών, το σημείο πέρα από το οποίο η παρέμβαση πρέπει να περιοριστεί σε διαχείριση και φροντίδα, αναφέρεται στην περιοχή όπου δεν έχει πλέον σημασία η ψυχοθεραπεία αλλά το πλαίσιο. Ωστόσο πριν φτάσουμε στο σημείο αυτό μια συστηματική ψυχοθεραπεία ή ακόμα και μια ψυχοθεραπευτική κατανόηση βοηθούν στην εκ νέου πλαισίωση του αντικοινωνικού υποκειμένου με τον τρόπο που ο ίδιος έχει εισάγει, της εμπερίεξης. Έτσι από τη μία οι αποχωρισμοί, που συνδέονται από τον ίδιο με ό,τι χαρακτηρίζει ως αποστέρηση, και από την άλλη η ίδια η αποστέρηση, η απώλεια δηλαδή μιας προϋπάρχουσας σημαίνουσας σχέσης και η ασυνείδητη γνώση αυτής της απώλειας, οδηγούν σε εκφράσεις της αντικοινωνικότητας, η οποία ως έκφανση ενός παραδόξου δηλώνει ελπίδα και απαιτεί από την κοινωνία αυτό που χάθηκε από την οικογένεια. Ωστόσο οι εκδηλώσεις της αντικοινωνικής τάσης φέρνουν στην επιφάνεια την επιθετικότητα, τη βία και την καταστροφικότητα. Έτσι ώστε να συνδεθεί εντέλει ως προς τις συνέπειές της η αποστέρηση, ως τραύμα που ο ψυχισμός του υποκειμένου δεν μπορεί να εμπεριέξει και να απαρτιώσει, με την επιθετικότητα και την καταστροφή του αντικειμένου. Εδώ ο Γουίνικοτ αντιστρέφοντας την επαγωγή εικάζει βάσιμα ότι πίσω από την επιθετικότητα και τη βία της αντικοινωνικής τάσης υπάρχει ένας μεγάλος βαθμός αποστέρησης, ο οποίος έχει λάβει χώρα εκεί και τότε που είναι δύσκολο να ανιχνευθεί. Στις μέρες μας, όταν προσφέρεται ψυχοθεραπευτικά η ευκαιρία, αυτό μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε στις περιπτώσεις των παιδιών εκείνων που ασκούν το λεγόμενο «bullying», μια σύγχρονη και ενδημική όπως φαίνεται μορφή αντικοινωνικής πράξης. Στο ιστορικό των παιδιών αυτών η αποστέρηση εμφανίζεται ως κανόνας και η αντικοινωνικότητα γίνεται εν πολλοίς η έκφρασή της.
Κι αυτό γιατί μπορεί οι συνθήκες ανάμεσα στις δύο εποχές να είναι διαφορετικές, και οι εκφράσεις της αντικοινωνικότητας να διαφοροποιούνται ως προς τα ξεσπάσματα βίας και τον τύπο τους –που διατρέχουν όμως περισσότερο από ποτέ τις σύγχρονες κοινωνίες–, ή το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα να έχει φέρει σε πολλά σημεία του πλανήτη, από την Ευρώπη ως τις Ηνωμένες Πολιτείες [1], αποχωρισμούς κάθε λογής, ωστόσο οι παράμετροι που διέπουν τόσο τις μεν όσο και τους δε εύκολα αναγνωρίζονται στην κοινότητά τους πίσω από τα φαινόμενα κάθε εποχής και αναδεικνύονται οι όμορες ρίζες τους. Συμβαίνει το ίδιο με τους εφήβους που «παλεύοντας με τις μαύρες τους» «χάνονται» σήμερα στους δυνητικούς κόσμους του διαδικτύου και της εικονικής του πραγματικότητας, έξω από κάθε κοινωνική αναφορά που θα μπορούσε να τους συγκρατήσει και να τους πλαισιώσει ώστε να τους οργανώσει μέσα στην αρχή της πραγματικότητας. Και ίσως, όσα γράφει για τα παιδιά της εποχής του που είναι εκτεθειμένα στα πολεμικά ανακοινωθέντα να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με ό,τι συμβαίνει στα σημερινά παιδιά που η δύναμη της πληροφορίας και των μέσων εξάπλωσής της τα εκθέτει, έτσι όπως δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί μια γενιά μόλις πριν, σε ερεθίσματα και ειδήσεις των οποίων αγνοούμε τις συνέπειες αλλά είναι βέβαιο ότι διαρρηγνύουν κατά πολύ το αλεξιερεθιστικό σύστημα του ψυχισμού τους και εισέρχονται με τους δικούς τους όρους στο οικιακό περιβάλλον το οποίο εμφανίζεται απροστάτευτο από την εισβολή τους.
Πώς δηλαδή οι ματαιώσεις της πρώιμης βρεφικής και παιδικής ηλικίας που ξεπερνούν το όριο και τις δυνατότητες επεξεργασίας του υποκειμένου οδηγούν σε τραυματικές αντιδράσεις, που αλλοιώνουν τον κοινωνικό δεσμό καθώς διαφεύγουν και εκδηλώνονται μέσα σε αυτόν.
Στην ουσία στο βιβλίο αυτό ο Γουίνικοτ διατρέχει την ευρεία περιοχή από το προσωπικό και το ατομικό στο κοινωνικό και δείχνει πως το ένα επηρεάζει και επηρεάζεται από το άλλο. Πώς δηλαδή οι ματαιώσεις της πρώιμης βρεφικής και παιδικής ηλικίας που ξεπερνούν το όριο και τις δυνατότητες επεξεργασίας του υποκειμένου οδηγούν σε τραυματικές αντιδράσεις, που αλλοιώνουν τον κοινωνικό δεσμό καθώς διαφεύγουν και εκδηλώνονται μέσα σε αυτόν. Αλλά και πως η κοινωνική πραγματικότητα λειτουργεί τραυματικά εκλύοντας αποχωρισμούς και αποστερήσεις που δεν είναι δυνατόν να αφομοιωθούν και να απορροφηθούν από το υποκείμενο. Και στις δύο περιπτώσεις αυτό που εντέλει υποδηλώνει ο Γουίνικοτ, χωρίς να το έχει ακόμη ονομάσει ρητά σε αυτά τα κείμενα, είναι η αδυναμία επιβίωσης του αντικειμένου η οποία αφήνει το υποκείμενο εκτεθειμένο στην καταστροφικότητά του. Αυτή τότε –όταν δηλαδή το αντικείμενο ή η κοινωνική πραγματικότητα καταρρέουν– επανακάμπτει και περιλαμβάνει το ίδιο το υποκείμενο γινόμενη αυτοκαταστροφή, είτε για λόγους της προσωπικής ιστορίας, είτε για λόγους αναπτυξιακούς όπως η περίοδος της εφηβείας, είτε για λόγους Ιστορίας, δηλαδή κοινωνικής αναγκαιότητας ή τυχαιότητας. Έτσι το υποκείμενο χάνει την αναφορά του σε αυτό από το οποίο δομείται ψυχικά και ξεσπάει με βία τα βασικά του ψυχικά ελλείμματα μέσα στην κοινωνία, είτε διαμορφώνει διαταραχές χαρακτήρα που κρύβουν πέρα από την απώθηση τις τραυματικές πηγές τους. Αργότερα, από το σημείο αυτό θα επινοήσει ο Γουίνικοτ τη «χρήση αντικειμένου», εννοώντας τον όρο στην πιο θετική του απόχρωση, για την περίπτωση δηλαδή που το αντικείμενο επιβιώνει της καταστροφικότητας του υποκειμένου και επομένως η «σχέση αντικειμένου» μεταπίπτει σε «χρήση».
Αυτό για το οποίο δεν παύει λοιπόν να μιλάει σε αυτά τα κείμενα, χωρίς να σκοπεύει σε αυτό, είναι το πόσο η αγάπη γίνεται στερεότερη όταν έχει περάσει και επιβιώσει από την καταστροφικότητα. Αυτό σημαίνει την αντοχή του αντικειμένου, αλλά και το βάθος που λαμβάνει η σχέση με αυτό στη «χρήση αντικειμένου». Είναι εντέλει ένας δικός του τρόπος να αναφερθεί πίσω από τα φαινόμενα βίας και καταστροφής, είτε αυτές προέρχονται από τα πολύ σοβαρά ελλείμματα του υποκειμένου είτε από την κοινωνική αβελτηρία και αναταραχή, στο αρνητικό και τις συνέπειές του, που πριν από εκείνον ο Φρόυντ ονόμασε ορμή θανάτου. Υπό αυτή την έννοια ο Γουίνικοτ με τον τρόπο του, χωρίς δηλαδή να δέχεται τη φροϋδική θέση και ερμηνεία, τοποθετεί κάτι ισοδύναμό της στις πρώιμες σχέσεις, από την πλευρά όμως του Άλλου και του περιβάλλοντος. Αυτό το περιβάλλον και ο κοινωνικός Άλλος καλούνται κατά τη γνώμη του να απαντήσουν και να επανορθώσουν, ει δυνατόν, σε ό,τι από τον Άλλο της πρώιμης παιδικής ηλικίας υπήρξε ασταθές, ελλειμματικό και χωρίς συνέχεια. Γεγονός που, σύμφωνα με την χαρακτηριστική περίπτωση της Άντα –στο τελευταίο και εξαιρετικό κλινικό κείμενο του βιβλίου–, ένας ψυχαναλυτής όπως ήταν εκείνος θα μπορούσε να προσεγγίσει και επομένως να θεραπεύσει δίνοντας στον ασθενή τον χώρο και τον χρόνο να αντιληφθεί και να επεξεργαστεί το πρωταρχικό τραύμα πίσω, για την περίπτωση αυτή, από την κλοπή. Ανάλογα θα μπορούσε να πει κανείς για τις περιπτώσεις του εκφοβισμού, λαμβάνοντας υπόψη την αποστέρηση και την αποτύπωσή της στον φόβο που καταλαμβάνει και διαπερνάει τον εκφοβίζοντα, τον οποίο ο ίδιος επιβάλλει στον άλλον. Έτσι ο Γουίνικοτ, με αυτό το εξαιρετικό και ανάγλυφο λόγω των σχεδίων της Άντα και των σχολίων του αναλυτή κλινικό κείμενο, επιστρέφει εντός των τειχών: εκεί όπου πάντοτε για την ψυχανάλυση, ή τις προεκτάσεις της όπως είναι αυτή η συμβουλευτική, διακυβεύεται για τον ψυχαναλυτή το σύμπτωμα, δηλαδή η αλήθεια του ενός και μοναδικού υποκειμένου, του ξεχωριστού που υπάρχει και διακρίνει κάθε ανθρώπινο ον στην έκφραση του προσωπικού του λόγου.
[1] Μια πλούσια αρθρογραφία στον τύπο δείχνει την έκταση του προβλήματος. Ενδεικτικά αναφέρεται η δήλωση του Μπαράκ Ομπάμα «Όταν βλέπει κανείς σε πραγματικό χρόνο αυτές τις οικογένειες να διαλύονται, του έρχεται στο νου το πολύ απλό ερώτημα: είμαστε άραγε έθνος που αποδέχεται τη σκληρότητα ν’ αρπάζουν παιδιά από την αγκαλιά των γονιών τους ή είμαστε έθνος που προσδίδει σημασία στις οικογένειες, που εργάζεται να τις κρατήσει ενωμένες;» (in.gr, 21 Ιουνίου 2018), το άρθρο της Όλγας Στέφου «Η Ευρώπη της προσφυγικής κρίσης: οι φράχτες, το ασυλο, οι νεκροί της Μεσογείου» (in.gr, 20 Ιουνίου 2018), το άρθρο της Ελιάννας Κωφού «Χιλιάδες παιδιά χωρίζονται βίαια από τους γονείς τους με καταστροφικές συνέπειες» (in.gr, 21 Ιουνίου 2018) και το άρθρο του Γιάννη Παπαδόπουλου «Ιστορίες ξεριζωμού από την πολιτική της ‘μηδενικής ανοχής’, Ο Σπύρος Ορφανός, ψυχολόγος στο New York University, βοηθάει οικογένειες στις ΗΠΑ που απειλούνται με απέλαση» εφημερίδα Η Καθημερινή, Κυριακή, 9 Σεπτεμβρίου 2018.
* Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου έχει κληθεί και θα δώσει μια διάλεξη στην Ελληνοαμερικανική Ένωση η αγγλίδα ψυχαναλύτρια Jan Abram (συγγραφέας εκτός άλλων και του λεξικού όρων του Γουίνικοτ, η οποία προλογίζει το βιβλίο), την Παρασκευή 2 Νοεμβρίου στις 19.00.