Του Κώστα Κουτσουρέλη
Συνηθίζουν να μιλούν για έργα της ωριμότητας και έργα της νεότητας. Η διάκριση είναι χρήσιμη, φτάνει να έχουμε πάντοτε υπ’ όψιν μας ότι η σχέση αυτών των δύο μεταξύ τους δεν είναι ιεραρχική – το λογοτέχνημα, το καλλιτέχνημα που εκφράζει τη μέθη και την ένταση της βιολογικής ακμής, δεν υστερεί απ' αυτό που βασίζεται στην πείρα και την περισυλλογή της ηλικίας. Ακόμη και ο υπέρμετρος ιδανισμός της νιότης, η έφεση προς το ουτοπικό και το ανέφικτο, δεν βλάπτουν το άξιο έργο. Με τα λόγια του Βάρναλη: «ό,τι είναι ψέμα για την πείρα και για την επιστήμη, γίνεται αλήθεια αισθητική μέσα στα ηλύσια περιβόλια της Τέχνης, όταν ο δημιουργός μπορεί να τα μετουσιώσει σε ζωντανή ομορφιά».
Ο Ελύτης επιμένει ιδιαίτερα σ' αυτό: «η πείρα μου ξέμαθε τον κόσμο»· «ένας Πανσέληνος που ζωγραφίζει ενώ δεν υπάρχει Θεός και αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο». Στην αντίληψή του μάλιστα, η πολύχρωμη αισθαντικότητα της νεότητας είναι ανώτερη καλλιτεχνικά από την στοχαστική καταλλαγή του γήρατος. Η δική της βιωματική αλήθεια, εκείνη της αγαλλίασης και της μέθης, είναι προτιμητέα από τις συλλήψεις της καταλαγιασμένης διάνοιας – όπως ακριβώς τα ερωτικά σκιρτήματα της εφηβείας είναι προτιμητέα (και ποιος θα αντιμιλούσε εδώ...) απ' τα κέρδη και τις δάφνες του γήρατος.
Μια ποιήτρια πολύ διαφορετική από τον Ελύτη, το έχει δείξει αυτό εξαίσια, η Μάριαν Μουρ:
Είναι ενδιαφέρον ότι την ίδια εικόνα, του δέσμιου ονείρου που αίρεται πάνω από τις αλυσίδες του, βρίσκουμε και στο κορυφαίο ποίημα που αφιέρωσε Έλληνας ποιητής στη χαρά, το "Γιατί βαθιά μου δόξασα" του Άγγελου Σικελιανού – αν και βέβαια στην αρχική εκδοχή του του 1937· στην τελική μορφή του ποιήματος ο Σικελιανός θα παραλείψει τον τέταρτο στίχο.
Σύστοιχη με τα εγκώμια της νεότητας, η έμφαση στη χαρά και στη αθωότητα που συναντούμε στους ποιητές αυτούς, είναι αντίστροφη από εκείνην που δίνουν άλλοι στην αυτεπίγνωση και την ενοχή, αλλά το ίδιο νόμιμη ή γόνιμη, αναλόγως πάντοτε του γούστου και των αναγκών του αναγνώστη. Αυτό που μπορεί κανείς να προβάλει ως ένσταση, είναι η εμπειρική μονομέρεια αυτής της στάσης, ότι καλύπτει δηλαδή ένα μόνο κομμάτι της ανθρώπινης περιπέτειας, αφήνοντας το υπόλοιπο άστεγο. Το ίδιο όμως επιχείρημα μπορεί να στραφεί εναντίον των περισσότερων σπουδαίων δημιουργών. Πολλοί λίγοι, ελάχιστοι, είναι στην παγκόσμια λογοτεχνία λ.χ. οι συγγραφείς που αγκαλιάζουν όλη σχεδόν την ανθρώπινη κατάσταση, στην εκπληκτική της δαψίλεια, στη δε νεοελληνική λογοτεχνία ο μόνος νομίζω είναι ο Κωστής Παλαμάς.
Όποιος καθηλώνεται στους τρόπους και τα επιτεύγματα της βιολογικής του ακμής, όποιος μένει δέσμιος στις επιθυμίες και τις επιδιώξεις του πρώτου του εαυτού, όποιος φοβάται μήπως φανεί ανακόλουθος, ποτέ του δεν θα μπορέσει να ωριμάσει.
Οι περισσότεροι κάποια στιγμή ταυτίζονται λίγο πολύ με μια ηλικία και στο εξής μένουν εφ' όρου ζωής προσκολλημένοι σ' αυτήν – ο Ελύτης με τη νεότητα, ο Καβάφης με το γήρας κ.ο.κ. Είναι φυσικό. Σωστά όμως κι ο Ώντεν ζητούσε από τον μείζονα ποιητή να συμβαδίζει με τη ζωή του, προσαρμόζοντας την τέχνη του σ' αυτήν κι όχι τ' αντίστροφο. Ο Σεφέρης το είχε πει ακόμη καλύτερα: ο ποιητής συγγράφει την ιστορία «του ζωντανού του σώματος».
Τι σημαίνει αυτό; Ότι όπως αλλάζει το σώμα σου και οι ψυχικές παραστάσεις που το ακολουθούν, έτσι πρέπει να αλλάζουν και τα εκφραστικά σου μέσα, τα θέματα, τα ενδιαφέροντα, η ίδια σου η κοσμοθεώρηση. Όχι βουλησιαρχικά, επειδή έτσι το θέλησε ένα αισθητικό δόγμα, αλλά οργανικά, βιολογικά. Αλλιώς βλέπεις τη ζωή στα 30, αλλιώς στα 50, αλλιώς στα 70, στα γραψίματά σου αυτό πρέπει να φαίνεται με ενάργεια, ακόμη κι αν το τίμημα είναι να έρθεις σε σύγκρουση με τον προηγούμενο, παρωχημένο πια εαυτό σου, ακόμη κι αν σε εγκαλέσουν για "ασυνέπεια".
Εντέλει, όρος για τη γόνιμη συνέχιση ενός έργου, για την εξασφάλιση της «Kontinuität des produktiven Ich», της «συνέχειας του δημιουργικού εγώ» όπως έλεγε ο Γκόττφρηντ Μπεν, είναι ακριβώς οι στροφές και οι μεταστροφές του ποιητή· η ετοιμότητά του να δοκιμαστεί και να αποτύχει, πάλι και πάλι, ιδίως εμπρός στις σκληρές βιοτικές μεταβολές που επιφέρει το γήρας. Εκεί όπου οι «γνωστοί κανόνες» καταρρέουν, η ποιητική δημιουργικότητα ανοιγόμενη εκ νέου στο άγνωστο, αφήνοντας πίσω της τη σιγουριά και τα κεκτημένα, αποκαθιστά με τον τρόπο της τη φυσική τάξη: το ρίσκο.
Ο ποιητής πρέπει να είναι σκληρός και ψυχρός με τον εαυτό του, προειδοποιεί ο Μπεν. Η προσδοκία της δικαίωσης είναι αυταπάτη παιδιάστικη, ιδίως για έναν γέροντα. Όποιος καθηλώνεται στους τρόπους και τα επιτεύγματα της βιολογικής του ακμής, όποιος μένει δέσμιος στις επιθυμίες και τις επιδιώξεις του πρώτου του εαυτού, όποιος φοβάται μήπως φανεί ανακόλουθος, ποτέ του δεν θα μπορέσει να ωριμάσει. Για τον ολοκληρωμένο δημιουργό η ασυνέπεια δεν είναι επιλογή – είναι ανάγκη.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.
→ Στην κεντρική εικόνα τμήμα από τον πίνακα του Bernardo Strozzi, Γηραιά γυναίκα στον καθρέφτη (1615).