Του Κώστα Κουτσουρέλη
Ένα απ’ τα καθήκοντα από τα οποία ο ηθογράφος δεν μπορεί ποτέ να αποστεί, είναι να μην αλλοιώσει την πραγματικότητα με τις δραματουργικές υποτίθεται παρεμβάσεις του, πρωτίστως όταν αυτή έχει μπει στον κόπο να γίνει ρομαντική. Τα κοινωνικά πράγματα απ' τη φύση τους επισύρουν, ιδίως στο Παρίσι, τέτοιες συμπτώσεις, τόσο ιδιότροπες καταστάσεις και περιπλοκές που υπερβαίνουν τη φαντασία του επινοητή. Η αποκοτιά της πραγματικότητας αίρεται σε συνδυασμούς που είναι απαγορευμένοι στην τέχνη, τόσο απίθανοι ή αταίριαστοι φαντάζουν αν ο συγγραφέας δεν τους μετριάσει, δεν τους λειάνει και περικόψει. (Ονορέ ντε Μπαλζάκ)
Ο σύγχρονος υποκειμενισμός ισχυρίζεται ότι η καλλιτεχνική έκφραση και το προσωπικό ύφος πηγάζουν από ένα βαθύτερο ψυχικό υπόστρωμα, από το οποίο και αναβλύζουν αμεσολάβητα, όπως λίγο πολύ τα συναισθήματα. Ορθή είναι η αντίθετη αντίληψη. Αυτή την οποία βρίσκουμε λ.χ. στον Σολωμό ή στον Έλιοτ όταν μιλούν για την απόσβεση του Εγώ. Στην πραγματικότητα, δεν γράφουμε για να εκφράσουμε τον εαυτό μας, για τον απλό λόγο ότι τέτοιο πράγμα, Εγώ πάγιο και σταθερό, δεν υπάρχει. Το Εγώ από τη φύση του είναι κατακερματισμένο και αντιφατικό, δεν συνιστά εκ των προτέρων ενότητα παρά μόνο στα μάτια της προκατάληψης.
H πρωτοπρόσωπη εκφορά του λόγου πάντα παραπλανά, παρασύρει σε ασύστατες ταυτίσεις. Το "ποιητικό εγώ" δεν ταυτίζεται με τον ποιητή ακριβώς όπως ο "πρωτοπρόσωπος αφηγητής" δεν είναι το ίδιο με τον μυθιστοριογράφο. Εν τέλει, κάθε μορφή λογοτεχνική είναι ψυχολογικά δραματική: γράφοντας υποδυόμαστε ρόλους.
Γράφοντας, εκθέτουμε βεβαίως ("έκφρασις" σημαίνει έκθεση, περιγραφή) αυτό που προς στιγμήν είμαστε· αλλά και όλα όσα θα θέλαμε να είμαστε, ή υπήρξαμε κάποτε, ή μπορεί να γίνουμε. Ακόμη και εκείνα τα οποία αρνούμαστε ή απορρίπτουμε ή όσα ποτέ δεν θα μπορέσουμε να ζήσουμε ή να συμμεριστούμε, μπορούμε επίσης να τα εκφράσουμε, όπως λ.χ. όταν ένας άντρας συγγραφέας μιλάει διά στόματος μιας γυναίκας ή ανάποδα. Με δυο λόγια, η πρωτοπρόσωπη εκφορά του λόγου πάντα παραπλανά, παρασύρει σε ασύστατες ταυτίσεις. Το "ποιητικό εγώ" δεν ταυτίζεται με τον ποιητή ακριβώς όπως ο "πρωτοπρόσωπος αφηγητής" δεν είναι το ίδιο με τον μυθιστοριογράφο. Εν τέλει, κάθε μορφή λογοτεχνική είναι ψυχολογικά δραματική: γράφοντας υποδυόμαστε ρόλους.
Σε αδρές γραμμές, όσο ποικιλότερο, όσο βιωματικά πλουσιότερο είναι το ρεπερτόριο των ρόλων που υποδύεται ένας δημιουργός, τόσο καλύτερος είναι. Οι σπουδαίοι ποιητές, οι σπουδαίοι πεζογράφοι ακόμη και εκεί όπου εκθέτουν προσωπικά τους βιώματα, αποστασιοποιούνται από αυτά, κατανοούν την σχετικότητα και την αποσπασματικότητά τους, επιλέγουν τις αισθητικά πρόσφορες όψεις τους, συχνότατα τα διασκευάζουν ή και τα αναποδογυρίζουν εντελώς, επιζητώντας όχι την "αλήθεια" (που καλλιτεχνικά είναι αδιάφορη), αλλά την αληθοφάνεια. Οι μέτριοι, αντίθετα, επειδή έχουν την ανάγκη να ταυτιστούν με αυτό που γράφουν, εκλαμβάνουν την λογοτεχνία ως εξομολόγηση, ως αντανάκλαση της "αλήθειας". Και φαντάζονται ότι επειδή αυτή είναι για τους ίδιους ενδιαφέρουσα, δεν μπορεί παρά να συγκινεί και τους άλλους.
Ότι είναι η αληθοφάνεια, και όχι η "αλήθεια", που μας συγκινεί, έξω από την τέχνη φαίνεται ακόμη καλύτερα στην ζωή. Από τους θανάτους λ.χ. θυμόμαστε μόνο όσους σφραγίστηκαν στη μνήμη μας με μια συμβολική δήλωση ή εικόνα. Η φωτογραφία του προσφυγόπουλου του ξεβρασμένου στην ακτή μάς συγκλονίζει ασύγκριτα περισσότερο από τους χιλιάδες πνιγμένους της Μεσογείου, που όμως ο φακός δεν μπόρεσε να αποτυπώσει. Ακόμη όμως και αν είχαμε φωτογραφίες όλων των θυμάτων (και πολλών έχουμε), και πάλι δεν θα μας συγκινούσαν όσο αυτή. Η εξήγηση είναι κι εδώ συμβολικής φύσεως. Ο μικρός Κούρδος στην ακτή του Μποντρούμ εκφράζει άριστα το πώς φανταζόμαστε, το πώς έχουμε ανάγκη να φανταστούμε τον θάνατο ενός παιδιού: ως αγγελούδι που αποκοιμήθηκε αιφνίδια, ως ενσάρκωση της αθωότητας και της ομορφιάς, ως χειρονομία κατά της αδικίας, ως ηθική διαμαρτυρία μνημειωμένη από τον χρόνο.
Μια τέτοια εικόνα κατά βάθος παρηγορεί, απαλύνει, εξωραΐζει τον θάνατο, άρα μας συμφιλιώνει μαζί του. Και μας επιτρέπει να δείξουμε την πλευρά εκείνη που μας κολακεύει περισσότερο (το ενδιαφέρον, την ανθρωπιά, τη συμπόνια), κρατώντας στη σκιά τις άλλες μας όψεις, εκείνες που δεν μας συμφέρει να φανούν: την αμηχανία, την αδιαφορία, την αποστροφή.
Η ανθρώπινη αντίληψη είναι πεπερασμένη, αδυνατεί να προσλάβει οτιδήποτε αν αυτό δεν είναι μεταφρασμένο σε συμβολική μορφή.
Σε αντίθεση με την "αλήθεια" που είναι χαώδης, ακατάληπτη και αποσπασματική, που είναι δηλαδή ά-σχημη, στερείται μορφής, η αληθοφάνεια είναι πάντοτε εύτακτη, μορφοποιημένη, προσλήψιμη. Είναι δηλαδή ένα κομμάτι της πραγματικότητας, αποσπασμένο από το σύνολο και κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μας. Για να το πω διαφορετικά, είναι η σμίκρυνση του υπαρκτού στην κλίμακα του συμβόλου. Έτσι κι αλλιώς, η ανθρώπινη αντίληψη είναι πεπερασμένη, αδυνατεί να προσλάβει οτιδήποτε αν αυτό δεν είναι μεταφρασμένο σε συμβολική μορφή. Λέξεις, σχήματα, εικόνες, αριθμοί, ό,τι μας περιβάλλει αποτελείται από σύμβολα. Κάθε μορφή γνώσης κατ' ανάγκην τα προαπαιτεί. Επιστήμη, γλώσσα, πολιτική, τέχνη, μύθος, θρησκεία, όλα τα συστήματα που έχουμε δημιουργήσει για να κατανοήσουμε τον κόσμο είναι συστήματα συμβόλων, σμικρύνσεις δηλ. της πραγματικότητας στο μέτρο του αντιληπτού. Όσο πιο πυκνό, όσο πιο πλούσιο και πολύσημο είναι ένα σύμβολο, τόσο πιο πολλά μαρτυρεί για τα πράγματα που συμπυκνώνει (ασύγκριτη είναι λ.χ. η συμβολική πυκνότητα της ελληνικής μυθολογίας). Όμως και το πιο πυκνό σύμβολο εκ της κατασκευής του αποσιωπά το μέγιστο τμήμα του έξω κόσμου, τον συρρικνώνει και τον φέρνει στα μέτρα του, και έτσι μας τον κάνει ανεκτό, μας επιτρέπει να συμβιώσουμε μαζί εν ειρήνη και καταλλαγή.
Η τέχνη εδώ δεν διαφέρει από την πολιτική. Και οι δύο με τις ερμηνείες τους καθιστούν τον κόσμο γύρω μας πιο οικείο, πιο απλό. Και οι δύο, μέσα από την αβεβαιότητα και το χάος χαράζουν για μας έναν δρόμο βατό.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.