Σκέψεις για τον πεζό λόγο και τη συγγραφή.*
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Ν’ ακούς. Να υποχωρείς. Και να φροντίζεις τη γλώσσα σου. Αυτές είναι οι σπουδαιότερες αρετές του πεζογράφου, όπως τις αντιλαμβάνομαι πλέον μέσα από τη διπλή, συμπληρωματική, ιδιότητα του αναγνώστη-συγγραφέα.
Ν’ ακούς: Να διακρίνεις, μέσα από το βόμβο του κόσμου την ανθρώπινη φωνή, την ατομική μοίρα του συγκεκριμένου προσώπου. Την μοναχική ύπαρξη. Να ακούς τον άλλον, κάθε άλλον, γιατί αυτό που έχει να σου πει (πρέπει να) είναι για σένα ιερό, άσχετα από τις ιδέες σου, τις προκαταλήψεις σου, τις απόψεις σου. Γιατί η πεζογραφία δεν είναι ένα ακόμη μέσο για να προπαγανδίσουμε τις «έτοιμες ιδέες» μας, να προωθήσουμε τις αντιλήψεις μας για την πολιτική, την κοινωνία ή την Ιστορία. Είναι ένας χώρος μέσα στον οποίο μπορούμε να προβάλουμε ιδέες, απόψεις, δρώντας πρόσωπα (πάνω απ’ όλα), και να τα δούμε να αλληλεπιδρούν, να παράγουν νοήματα, να λειτουργούν μέσα από τις αντιφάσεις τους. Οι έννοιες της «πολυφωνίας» και της «διαλογικότητας» που εισήγαγε ο Ρώσος θεωρητικός Μιχαήλ Μπαχτίν δεν είναι θεωρητική μόδα ή αφηρημένες προσεγγίσεις παλαιότερων εποχών: αφορούν τον πυρήνα της σύγχρονης πολυεπίπεδης δημιουργίας. Η πεζογραφία είναι ένας χώρος μέσα στον οποίο οι ιδέες ενσαρκώνονται, εξανθρωπίζονται, συναντούν τα φυσικά όριά τους, υπονομεύεται η παντοδυναμία τους. Από αυτή την άποψη, η πεζογραφία είναι φύσει δημοκρατική τέχνη. Και είναι τέτοια –δημοκρατική– ανεξάρτητα από τις ιδέες ή τις προθέσεις του δημιουργού της.
H παραίτηση του πεζογράφου από τον καθημερινό, εγωπαθή, παντογνώστη εαυτό του, είναι η πλέον σημαίνουσα κίνησή του, κι εν τέλει η πιο γενναιόδωρη.
Να υποχωρείς: Έγινε ήδη φανερό. Ο πεζογράφος είναι άνθρωπος ταπεινός. Ενώ δεν του λείπουν οι απόψεις (μπορεί να προσκομίσει τόσες πολλές και τόσο πειστικά) ούτε η πολιτική και κοινωνική ευαισθησία (το αντίθετο: και οι δυο αυτές συνιστώσες είναι καίριες στην δική του στράτευση), οφείλει να κάνει το δικό του τρομερό βήμα, που είναι ένα βήμα πίσω. Οπισθοχωρεί, αφήνει τις ιδέες και τις απόψεις του να συνθλιβούν μέσα στις μυλόπετρες της μυθοπλασίας, ώστε να τις μεταπλάσει στη συνέχεια σε κάτι άλλο, που θρέφει την κριτική σκέψη χωρίς να την ποδηγετεί. Αυτή η παραίτηση του πεζογράφου από τον καθημερινό, εγωπαθή, παντογνώστη εαυτό του, είναι η πλέον σημαίνουσα κίνησή του, κι εν τέλει η πιο γενναιόδωρη. Ποιος ζητά από ένα διήγημα, μια νουβέλα ή ένα μυθιστόρημα να του κάνει «κατήχηση»; Σε ποιον αρέσει να του «κουνάνε το δάχτυλο;» Ένας από τους λόγους που καταφεύγουμε στην ανάγνωση λογοτεχνίας δεν είναι άλλωστε για να ξεφύγουμε από τον στενό κορσέ των μονοσήμαντων αντιλήψεων για τη ζωή μας, από τα στερεότυπα που μας καταδυναστεύουν βαθύτερα; Η ανάγνωση είναι μια άσκηση ελευθερίας, ένα άνοιγμα σε άπειρες δυνατότητες και ταυτότητες, μπροστά στην οποία ο πεζογράφος πρέπει να στέκει ταπεινός και να προσπαθεί να την υπηρετεί. Ο εξυπνακισμός και οι σχηματοποιήσεις είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της καλής πεζογραφίας.
Η κατάκτηση των ανωτέρω ποιοτήτων είναι απαράβατος όρος για να αρχίσει κανείς να γράφει σοβαρά. Δεν αρκεί βέβαια να έχεις τη σωστή φιλοσοφία ούτε την κατάλληλη ψυχική διαθεσιμότητα, που μόλις περιέγραψα, για να προκύψει πλούσιο και συγκινητικό πεζογραφικό έργο. Δεκάδες άλλα ζητήματα, λιγότερο ή περισσότερο «τεχνικά», πρέπει να ξεπεραστούν, να αντιμετωπιστούν· πρέπει να βρει κανείς λύσεις και διεξόδους που έχουν να κάνουν με το ξεδίπλωμα μιας ιστορίας, της μιας ή των περισσότερων πλοκών που τη συναπαρτίζουν, με την ανάδειξη των χαρακτήρων μέσα από τις πράξεις τους και την εξισορρόπηση όλων αυτών σε μια, κατά το δυνατόν οργανικά συνεπή σύνθεση. Τα ζητήματα είναι πολλά και οι απαντήσεις σε αυτά ποικίλουν, είναι σχεδόν άπειρες, όσες και οι δυνατότητες της λογοτεχνίας να παράγει διαρκώς νέες μορφές. Ο δρόμος για τον συγγραφέα είναι ένας και αναντικατάστατος: η ανάγνωση· η μελέτη των σπουδαίων συγγραφέων ή και των λιγότερο σπουδαίων. Ο συγγραφέας, το ξέρουμε, είναι πρώτα απ’ όλα ένας παθιασμένος και διεισδυτικός αναγνώστης.
Άφησα τελευταίο το ζήτημα της γλώσσας, κάτι που για εμάς τους έλληνες έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού μετέχουμε μιας γλώσσας με τεράστιο πλούτο και ιστορία, που έχει ενσωματώσει, ακόμη και στη δημοτική που ομιλούμε, πάμπολλες επιστρώσεις από τη διαχρονική της εξέλιξη. Έτσι, παρότι η πεζογραφία ευνοεί τη χρήση των λέξεων με τρόπο απλό και λειτουργικό, που σέβεται το κοινό νόημα –εδώ, η γλώσσα οφείλει να δίνει χώρο στην εξέλιξη της πλοκής, στο ξεδίπλωμα της ιστορίας, χωρίς να κάνει διαρκώς αισθητή την παρουσία της με τον τρόπο που συνήθως συμβαίνει στην ποίηση, όπου συχνά η γλώσσα βγαίνει μπροστά, ζητά να «κλέψει την παράσταση»–, η γλώσσα παραμένει το σπουδαιότερο και πολυτιμότερο εργαλείο και για τον πεζογράφο. Ο αγώνας του για την τιθάσευση της γλώσσας είναι διαρκής και επίπονος, απαιτεί πολλά περισσότερα από την απόκτηση μιας δεξιότητας: την εμβάπτιση στη ζώσα ιστορία των ανθρώπων που τη μίλησαν και τη μιλούν. Είναι η γλώσσα των μανάδων και των πατεράδων μας, η κοινή μας θάλασσα. Γλώσσα ζωντανή, πάλλουσα και δυναμική. Ο πεζογράφος, υπηρετώντας την τέχνη του, αυτήν υπηρετεί. Από αυτήν πηγάζει και σε αυτήν εκβάλει.
* Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας.
→ Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2016, στην έντυπη έκδοση του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο αναγνώστης».