Του Γιάννη Λειβαδά
Συνοψίζω εδώ, ανεπαρκώς, από τα διατρέξαντα και τα διατρέχοντα μιας ποίησης, επιχειρώντας συνάμα μέσα από το σύνολο των δοκιμίων και των σημειωμάτων που κατέθεσα την τελευταία δεκαετία∙ για την όποια σημασία μπορεί να έχουν ή να μην έχουν αυτά τα χαμένα λόγια, τα οποία εντούτοις συχνά εντάχθηκαν και ενσωματώθηκαν κατακρεουργημένα σε κείμενα τρίτων, ώστε να φέρουν κάποιο αποτέλεσμα – εφόσον στο αυθεντικό τους σώμα, στον δικό τους χρόνο, γράφτηκαν για το τίποτα. Οι «χρήστες» αυτών των κειμένων χρειάζεται να επανεγκύψουν σε αυτά, να κατανοήσουν τι ακριβώς διαλαμβάνονται, ειδάλλως εκείνο που απολαμβάνουν εκ των προτέρων, με την εσκεμμένη αποφυγή παραπομπών, είναι απλώς η ζέση μίας αψήφισης η οποία θα προκαλέσει έντονη αμηχανία εκ των υστέρων.
Οι εκροές των αρχών δεν αποσαφηνίζουν πάντοτε τις υποστάσειςτων αρχών από τις οποίες εκπηγάζουν∙ συνήθως δυσχεραίνουν την αίσθηση της εμπειρίας τους.
Από το ένα ποίημα ως το άλλο, από τον έναν ποιητή ως τον άλλον, οι επιθυμίες είναι τελειοποιημένες ως άγνοιες∙ και ως άγνοιες προορίζονται να καταλήξουν επιθυμίες.
Από το ένα ποίημα ως το άλλο, από τον έναν ποιητή ως τον άλλον, οι επιθυμίες είναι τελειοποιημένες ως άγνοιες∙ και ως άγνοιες προορίζονται να καταλήξουν επιθυμίες: άπαξ και τα ενδιάμεσα εκτιθέμενα σημεία επιφόρτησης, αυτά που συντονίζουν την πορεία προς ένα ολοκληρωμένο πλησίασμα, δεν ρέπουν από ανάγκη προς την αποκάλυψη που τα υποδέχεται.
Συνεπώς όταν εκείνο που επιλέγεται να ιδωθεί, να παρατηρηθεί, αναδεικνύεται από κειμενικά δεδομένα ή από συμπεράσματα επιβεβαιωμένα μακριά από το προσωρινό βίωμα της ποίησης μέσω της ανάγνωσης, μόνο οι συγκλίσεις μιας σκοπιμότητας παραμένουν ζωντανές, ως παράγοντες κατανόησης ενός περιεχομένου το οποίο μοιάζει ανύπαρκτο. Όταν όμως, ανατρέποντας τις προϊδεάσεις και τις επιλεκτικές συγκλίσεις, το περιεχόμενο εντοπιστεί ως υπαρκτό, τότε η ιδέα της προσέγγισής του μοιάζει συνθλιπτική: αρχίζει να ξεχωρίζει η λειτουργία του.
Το περιεχόμενο της ποίησης είναι ανέγκριτο, δημιουργείται τέτοιο, ο ποιητής διέπεται από μία θεμελιακή ανεπάρκεια προς την επίτευξη του γινωμένου. Αυτό τον καθιστά επαρκή, ικανό, να δημιουργήσει ένα ποίημα. Δημιουργώντας το ποίημα, ενισχύει αυτομάτως τη συνέχιση μίας σύγκρισης που συγκρίνει εκείνο που δεν έχει προηγουμένως συγκριθεί, που δεν έχει καταστεί η προσέγγισή του δυνατή.
Οι εκροές του ποιήματος είναι το νόημά του, το οποίο δεν διαιωνίζει, δεν αφηγείται, δεν μνημονεύει τη σχέση που το δημιούργησε μέσα του. Με λίγα λόγια, δεν υφίσταται κάποια διαμόρφωση μα η διαιώνιση μίας αδιαμορφωσιμότητας η οποία κατορθώνει είτε δεν κατορθώνει να επισύρει κρίσεις.
Η αδιαμορφωσιμότητα αυτή, σε εκείνους που δεν έχουν ρίξει έστω μία φορά το βλέμμα τους στο κενό, προσφέρεται ως αποδεικτικό υλικό μιας αντιποιητικής δυσκολίας η οποία συνεχίζει να γαλουχείται από τις ρώγες του λανθασμένου και του αλάνθαστου. Για τους υπόλοιπους η αδιαμορφωσιμότητα αυτή δεν είναι παρά η ίδια η ποίηση μέσα στον πλούτο των συγκροτήσεων και των επινοήσεών της που πρωτοδημιουργούνται, ούτως ώστε οι ποιητές για μία πρώτη και διαρκή φορά να δοκιμάζονται.
Κάθε μέθοδος σχετική με την ποίηση η οποία ευνοεί τη γέννηση αξιών, στόχων και αναλογιών που τίθενται ως θεμέλιοι λίθοι της προσάρτησή της σε κάποιο ορισμένο «ποιητικό πλαίσιο», ακυρώνει ακουσίως αυτήν την προσπάθεια.
Επομένως, κάθε μέθοδος σχετική με την ποίηση η οποία ευνοεί τη γέννηση αξιών, στόχων και αναλογιών που τίθενται ως θεμέλιοι λίθοι της προσάρτησή της σε κάποιο ορισμένο «ποιητικό πλαίσιο», ακυρώνει ακουσίως αυτήν την προσπάθεια.
Αυτές οι μέθοδοι λοιπόν, δεν υφίστανται ως πραγματικές μέθοδοι, αλλά ως κραυγαλέες εκφάνσεις των υποστηρικτών τους, οι οποίοι κατατρύχονται από την αδυνατότητα διαφοράς, η οποία κατ’ αυτούς αποτελεί καύμα μίας κοινωνικοβαρούς λαχτάρας, δίδυμη της δικής τους. Ενώ η διαφορά, ήτοι η ποίηση, δεν είναι τίποτε άλλο από εκείνο το αναντικατάστατο που γίνεται.
Δεν είναι λίγα τα όσα συμβαίνουν στα μονοπάτια που κατευθύνονται ή, έστω, μοιάζει να προσεγγίζουν, κάποιον ορίζοντα∙ στις ατραπούς των επιβολών που γεννιούνται από τις συνέπειες όσο και τις ασυνέπειες προς το δόγμα του ποιητικού πλεονεκτήματος. Ειδικώς δε, προς την τραγικοποιημενη όψη αυτού του πλεονεκτήματος. Πρόκειται, για τις παραστάσεις ολοκλήρωσης ενός ήδη ολοκληρωμένου φαινομένου, το οποίο απαστράπτει μέσα στη θετικότητα και τη θετική υπερευαισθησία που το συνθέτουν.
Αυτές οι ολοκληρώσεις, –οι οποίες άπαξ και δεν εξακολουθούμε στην εποχή, λόγου χάρη, ενός εξαίρετου Κόλριτζ– δεν είναι ποίηση, διότι έχουν, το επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά, αντικαταστήσει το περιεχόμενο με κάποιον στόχο ή, στις περιπτώσεις των ισχυρών εμφάσεων επί «ερειπίων», το έχουν αντικαταστήσει με κάποιον στόχο πεπερασμένο.
Η ελευθερία μίας προσωπικής, πρωτότυπης γλώσσας, όμως, συγκρούεται αδιάκοπα με των οργάνων της τον περιορισμό, ώστε να γλιτώσει, τουλάχιστον, από τις ιδιοτροπίες της απόλυτης σωστότητας και της απόλυτης διαύγειας. Αυτές, εάν η γλώσσα είναι πράγματι πρωτότυπη, είναι ξεριζωμένες: από τις υποδηλώσεις και την αυτή παρουσία μιας τέτοιας ελευθερίας δημιουργείται το ποίημα. Η ποίηση, δηλαδή, εκτός των άλλων, είναι και μία επιδείνωση που δεν ολοκληρώνει το επιδεινούμενό της.
Δεν είναι λίγα τα ποιήματα που θεωρούνται ανθεκτικά, ανώτερα, με βάση την περιεκτικότητά τους σε συγκεκριμένες αναγωγές και διερμηνεύσεις, οι οποίες, μολονότι μπορεί να υφίστανται ως στοιχεία σε πλαίσια αισθητικών και μη-αισθητικών θεωριών, δεν έχουν επινοηθεί από την ποίηση, ούτε την ποίηση επινοούν. Φανερώνεται λοιπόν στις περιπτώσεις αυτές, οι οποίες δεν είναι τυχαίο πως αναγνωρίζονται ως αξιοπρόσεκτες στην εποχή που διανύουμε, κατά πόσο έχουν παρεισφρήσει στη λεγόμενη επικράτεια της ποίησης κίνητρα και αιτιολογήσεις που όχι μόνο θεσπίζουν τη μακροβιότητα της υπαρξιακής κοινοτοπίας, αλλά επιπλέον, επιβάλλονται ως διαπιστευμένα ποιητικά ιδεώδη.
Όσα περιστρέφονται δεν είναι υποχρεωτικά (παιδικές) σβούρες και δεν διαθέτουν την ίδια διάρκεια περιστροφής. Η ακίδα δεν είναι πάντοτε αναγκαία, ένα σημείο ισορροπίας δεν πάντοτε εμφανές ή ακόμη και υπαρκτό: το, σύμφωνα με ορισμένες ορέξεις, παλαίφατο παιχνίδισμα μεταξύ κατάφασης και άρνησης, το οποίο, μοιραία, καταλήγει πάντοτε στη μία ή στην άλλη, δεν αποτελεί επίδοση μα αποφυγή, και όποτε αξιολογείται ως επίδοση, ο αξιολογητής είτε δεν γνωρίζει το αντικείμενό του, είτε ψεύδεται.
Συνήθως συμβαίνει το πρώτο, καθώς αυτό καταδεικνύεται από το ποιόν αυτών των υποστηρίξεων: η λατρεία προς το απότμημα ως ξεγλίστρημα από την περιπετειώδη δυσκολία του όλου.
Η φύση του ανθρώπου, το ατόμου, δεν περιορίζεται στην ιδιότητά του ως μέρος ενός συνόλου, έχει συνάμα την ικανότητα να αποτελέσει την ολική εκδήλωση ενός συνόλου, ενός κόσμου – ήτοι, να υπερβεί τη μερική του ιδιότητα, η οποία υφίσταται μόνο γι’ αυτόν τον λόγο, ώστε να στραφεί προς το αληθινό (αυτό τον όρο που αναστατώνει τόσο τους ποιητίσκους μα θρέφει τους ποιητές).
Οι επιχειρήσεις των προαναφερθέντων παραταξιακών συστήνουν ατερμάτιστα υποσυστήματα όπου εικονικά αποτμήματα παίζουν τον ρόλο των εκούσιων συντονιστών, πετυχαίνουν όλους τους στόχους που θέτουν – διότι δεν διαθέτουν, δεν δημιουργούν, ούτε ίχνος περιεχομένου.
Οι παραταξιακές κριτικές και ποιήσεις που θέλουν και απαιτούν, κατά τρόπο λυσσαλέο, τον πλήρη σημασιολογικό και ενεργειακό εγκλωβισμό της ποίησης, του ποιητή∙ αρνούνται και θα αρνούνται αιωνίως να ομολογήσουν πως ο ποιητής έχει υπερβεί την κατάσταση του αποτμήματος, έχει επαναπροσδιορίσει τις ιδιότητες του αυτού, του όλου, από το οποίο είχε αποσπαστεί και πραγματοποιεί σε αυτό την επαναφορά του. Η πραγματοποίηση αυτής της επαναφοράς, η δημιουργία αυτής της επαναφοράς είναι η ποίηση.
Οι επιχειρήσεις των προαναφερθέντων παραταξιακών συστήνουν ατερμάτιστα υποσυστήματα όπου εικονικά αποτμήματα παίζουν τον ρόλο των εκούσιων συντονιστών, πετυχαίνουν όλους τους στόχους που θέτουν – διότι δεν διαθέτουν, δεν δημιουργούν, ούτε ίχνος περιεχομένου.
Αυτό ισχύει, λοιπόν, γιατί η αισθητική, όσο και η ίδια η τέχνη (του λόγου) δεν είναι παρά η εμπειρία αυτής της επαναφοράς σε μία γνωσιακή, δηλαδή χρονική, τροχιά της οποίας η πρόοδος είναι περιορισμένη, μα διόλου, για την ποίηση, περιοριστική. Η αντίδρομη αυτή τροχιά της ποίησης περιέχει την αιτιότητά της.
Το ποίημα, δηλώνει το πεδίο εκείνο στο οποίο έχουμε εισέλθει, δίχως να έχουμε οπωσδήποτε ολοκληρώσει την κατανόηση εκείνου στο οποίο έχουμε εισέλθει∙ παραμένουμε υποκείμενοι κάποιας συνέπειας η οποία δεν μας καθιστά ολοκληρωμένους αλλά αποξενωμένους.
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ είναι ποιητής.