Του Κώστα Κουτσουρέλη
«Και να σκεφτόμουν ποτέ να γράψω ποίηση, με όλα αυτά που διαβάζω εδώ, αποκλείεται να το τολμήσω», μου έγραφε τις προάλλες φίλη στο facebook για ένα κείμενό μου όπου σχολίαζα τις τεχνικές αδυναμίες της σύγχρονης ποίησης. Και συνέχιζε: «Καταλαβαίνω ότι η πρόθεση είναι αγαπητική, μήπως όμως είστε λίγο σκληρός;» Και μια άλλη φίλη, για την ίδια ανάρτηση, λίγο παρακάτω: «Σαφώς ο ποιητής οφείλει να γνωρίζει καλά τη γλώσσα, αλλά αναρωτιέμαι πόσοι από τους μεγάλους ποιητές μας ήσαν φιλόλογοι. Και το λέω αυτό γιατί με μια πρώτη ανάγνωση του κειμένου αγχώθηκα... Τα πράγματα σαφώς δεν είναι απλά αλλά η ποίηση δεν γράφεται, συνήθως, με μοιρογνωμόνιο.»
Παραθέτω τις δυο καλοπροαίρετες αυτές ενστάσεις γιατί νομίζω ότι αντικατοπτρίζουν πιστά την γενικότερη αντίληψη περί ποιήσεως που επικρατεί, ότι αποδίδουν ένα ευρύτερα διαδεδομένο πιστεύω. Η ποίηση είναι ελευθερία, λέει αυτό το πιστεύω, είναι πηγαία έκφραση του εγώ και του εσωτερικού μας κόσμου και ως εκ τούτου ο πολύ αυστηρός έλεγχος του περιεχομένου και της μορφής της αντίκειται στην ίδια της τη φύση.
Η ποίηση είναι το ξεχείλισμα των συναισθημάτων, έλεγε λ.χ. ο Ουώρτζγουωρθ στον καιρό του, ανοίγοντας διάπλατα κι εκείνος τον δρόμο σε μια παρεξήγηση που δύο αιώνες αργότερα, ακόμη μας ταλαιπωρεί.
Όπως ξέρουμε, πρώτοι οι ρομαντικοί καλλιέργησαν αυτή την αντίληψη. Η ποίηση είναι το ξεχείλισμα των συναισθημάτων, έλεγε λ.χ. ο Ουώρτζγουωρθ στον καιρό του, ανοίγοντας διάπλατα κι εκείνος τον δρόμο σε μια παρεξήγηση που δύο αιώνες αργότερα, ακόμη μας ταλαιπωρεί. Διότι πρόκειται πράγματι εδώ για μια μείζονα παρεξήγηση, που δεν αφορά ίσως μόνο την ποιητική τέχνη, πλήττει όμως κυρίως αυτήν. Ας υποθέσουμε ότι κάνουμε μαθήματα σκηνοθεσίας σε μια σχολή κινηματογραφική, και ακούμε τον διδάσκοντα να μας λέει ότι πρέπει να σπουδάσουμε εις βάθος τα μυστικά μεταξύ άλλων της φωτογραφίας, της σεναριογραφίας και της υποκριτικής. Ας υποθέσουμε ότι θέλουμε να γίνουμε γλύπτες και ότι στο εργαστήριο που πηγαίνουμε το πρώτο πράγμα που ακούμε είναι ότι πρέπει να αφιερώσουμε πολλά χρόνια από τη ζωή μας μελετώντας την πέτρα και το μέταλλο. Θα μας φαίνονταν άραγε οι διδακτικές αυτές οδηγίες "σκληρές"; Θα μας προξενούσαν "άγχος" αδικαιολόγητο; Ή, αντίθετα, θα τις θεωρούσαμε αυτονόητες, και την αυτονόητη πίεση που θα μας ασκούσαν θα την καλωσορίζαμε ως κίνητρο, ως κέντρισμα απαραίτητο και για τη δική μας τη δουλειά;
Η παρεξήγηση για την οποία μιλάω τόση ώρα είναι η γενικευμένη εντύπωση (εκατοντάδες ποιητικές συλλογές, χιλιάδες και χιλιάδες ποιήματα τον χρόνο, φευ, την επιβεβαιώνουν) ότι η δουλειά του ποιητή είναι λιγότερο δύσκολη και απαιτητική. Από την δουλειά του σκηνοθέτη ή του γλύπτη τουλάχιστον. Ότι απ’ όλες τις τέχνες, η μόνη που δεν χρειάζεται "μοιρογνωμόνιο», εκλεπτυσμένα μέσα και εργαλεία, τεχνική κατάρτιση, τριβή, know-how, τεχνογνωσία, expertise, είναι η ποιητική.
Όποιος έχει διαβάσει το πολυσέλιδο Υπόμνημα του Ελύτη για το "Άξιον εστί" ξέρει βέβαια ότι ναι, με το μοιρογνωμόνιο γράφεται η ποίηση. Η ποίηση η απαιτητική, η μεγάλων αρχιτεκτονικών αξιώσεων, σε κάθε περίπτωση. Ο Παλαμάς υπογράμμιζε ήδη στους τίτλους των συλλογών του την κορυφαία σημασία που απέδιδε στην προσωδία: Ίαμβοι και ανάπαιστοι, Οι πεντασύλλαβοι, Τα δεκατετράστιχα... Για τον κόσμο των ιδεών, μορφικών και θεματικών, που θρέφουν τον κόσμο του ποιήματος, έχουμε τους "Στοχασμούς" του Σολωμού, το "Γράμμα" του Σεφέρη για την Κίχλη, τον Πρόλογο στον Λυρικό Βίο του Σικελιανού. Δίπλα σ’ αυτά όμως έχουμε και την καθαρά μετρικού χαρακτήρα Επισημείωση του Κάλβου, τις (και μετρικές) Σημείωσες του ποιητή στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, τα γλωσσάρια που συνέτασσε ο Καζαντζάκης, τα περί μετρικής και στιχουργίας ποιήματα του Λάγιου κ.ο.κ., κ.ο.κ. Και κανείς απ’ όλους αυτούς τους ποιητές δεν ήταν φιλόλογος!
Ιδέες και συναισθήματα, την πρώτη ύλη την ανθρώπινη την έχουμε όλοι, δεν είναι προνόμιο αποκλειστικό των ποιητών ούτε η ευαισθησία ούτε η βαθύνοια.
Οι μεγάλοι ποιητές, είτε εμπειροτέχνες υπήρξαν, είτε και θεωρητικοί παρατηρητές οι ίδιοι της ποιητικής γραφής, γνώριζαν πάντα αυτό το στοιχειώδες που οι ερασιτέχνες, παρασυρόμενοι από τον ειλικρινή ενθουσιασμό τους, παραθεωρούν. Τέχνη σημαίνει, το λέει η λέξη, τεχνική, τουτέστιν δεξιότητα, αξιοσύνη εξειδικευμένη, συγκεκριμένη κατάρτιση. Ιδέες και συναισθήματα, την πρώτη ύλη την ανθρώπινη την έχουμε όλοι, δεν είναι προνόμιο αποκλειστικό των ποιητών ούτε η ευαισθησία ούτε η βαθύνοια. Δικό τους προνόμιο είναι ότι όλα αυτά που μας συνέχουν ως ανθρώπινες οντότητες, εκείνοι μπορούν να τα αποτυπώσουν στις λέξεις, να τα μνημειώσουν στη γλώσσα, να δώσουν, όπως έλεγε ο Οκτάβιο Πας, στο ακαριαίο διάρκεια. Και αυτό το κάνουν ούτε διά επιφοιτήσεως ούτε διά της μέθης. Το κάνουν επειδή γνωρίζουν άριστα τον τρόπο: την τεχνική.
Ακόμη και το λεγόμενο ποιητικό ταλέντο, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά φυσική προδιάθεση, η κλίση εκείνη του ποιητή προς τα μέσα και τα εργαλεία της τέχνης του, τις λέξεις και τη γλώσσα. Ποιητικό ταλέντο σημαίνει όχι υπέρβαση ή αποδέσμευση από τις επιταγές της τεχνικής, αλλά ταχύτερη, ευκολότερη αφομοίωσή τους. Το ταλέντο είναι δωρεά, σημαίνει κόβω δρόμο ώστε να φτάσω νωρίτερα στον προορισμό μου, ο ίδιος ο προορισμός όμως δεν αλλάζει. Και εννοείται, ότι με μόνο το ταλέντο δεν πας μακριά. Χωρίς διαρκή προπόνηση, άσκηση, δοκιμή, όσο ταλέντο και να έχεις, τον πήχυ τον ψηλό θα τον ρίξεις, θα περιοριστείς σε χαμηλά άλματα, ποτέ δεν θα μάθεις πόσο πιο πάνω μπορούσες να φτάσεις. Ακόμη κι αν πιστεύεις ότι τα βήματά σου τα οδηγεί η έμπνευση.
Ταλέντο υπάρχει πάντοτε άφθονο, η φύση δεν το τσιγκουνεύτηκε.
Στην τελική, τον ποιητή δεν τον κάνει ούτε το ταλέντο ούτε η έμπνευση, τον κάνει η δουλειά. Ταλέντο υπάρχει πάντοτε άφθονο, η φύση δεν το τσιγκουνεύτηκε. Για κάθε έναν σπουδαίο ποιητή που γνωρίζουμε, υπάρχουν πολλοί άλλοι που ξεκίνησαν από την ίδια προνομιακή αφετηρία αλλά για λόγους ποικίλους δεν πήγαν παραπέρα. Και για να πας παραπέρα πρέπει να δουλέψεις, να πειραματιστείς, να σκεφτείς, να στοχαστείς ώρες ατέλειωτες, να αποτύχεις, να φας τα μούτρα σου και να ξαναδοκιμάσεις. Όσο για τη λεγόμενη "έμπνευση», για τον άνθρωπο τον ανάσκητο δεν είναι τίποτα, είναι καπνός και αέρας. Ο αφοσιωμένος καλλιτέχνης, την έμπνευση ξέρει και την προκαλεί, τη βγάζει από μέσα του. «Γράφοντας έρχεται η έμπνευση» έλεγε ο Παλαμάς. Nulla dies sine linie, έλεγαν οι Λατίνοι, ούτε μέρα χωρίς γραμμή στο τεφτέρι σου. Έχουμε δει τα σολωμικά Αυτόγραφα, έχουμε δει τα ατέρμονα γράφε-σβήσε του Καβάφη, του Ρεμπώ, του Χαίλντερλιν, έχουμε δει τα ημερολόγια του Σεφέρη, του Βαλερύ, του Παβέζε. Και ξέρουμε τι έχει γράψει αυτός ο τελευταίος εκεί για τη σχέση της μεγαλοφυΐας με την εργασιακή ηθική: «Μεγαλοφυΐα σημαίνει γονιμότητα», μεγαλοφυής είναι αυτός που μπορεί να μας δώσει «ογδόντα τραγωδίες, είκοσι μυθιστορήματα, τριάντα όπερες κτλ.»
Με ό,τι σημαίνει αυτό σε κόπο, θυσίες, μοναξιά, ασκητιλίκι, απόγνωση, ιδρώτα... Γιατί ναι, υπάρχει και ιδρώτας πνευματικός. Φροντίζει να μας τον θυμίσει ο Ουμπέρτο Έκο θυμόσοφα. Στο γράψιμο, λέει, ένα 5% είναι δωρεά. Το υπόλοιπο 95% είναι εφίδρωση.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.
→ Στην κεντρική εικόνα, The Caring Hand, έργο των Eva Oertli and Beat Huber (Ελβετία).