Σκέψεις για το διήγημα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες «Ο θάνατος και η πυξίδα» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πατάκη).
Του Κυριάκου Χαλκόπουλου
Το διήγημα του Μπόρχες «La muerte y la brújula» –ο τίτλος του οποίου έχει αποδοθεί στα ελληνικά ως «Ο θάνατος και η πυξίδα», αν και το όργανο που χρησιμοποιείται είναι ένας διαβήτης– είναι μέρος της συλλογής Μυθοπλασίες. Εξωτερικά, και ιδίως στην αρχή του, παρουσιάζει τα στοιχεία ενός αστυνομικού αφηγήματος. Μάλιστα ο διανοούμενος λύτης του αινίγματος χαρακτηρίζεται ως εφάμιλλος του περίφημου Ωγκύστ Ντυπέν, του χαρακτήρα που επινόησε ο Πόε...
Το έγκλημα, η σειρά των συνδεδεμένων εγκλημάτων, φαίνεται πως έχει μυστικιστικό κίνητρο: ο πρώτος που δολοφονήθηκε ήταν ένας συγγραφέας που σκόπευε να γράψει μια νέα μελέτη για ένα ζήτημα της εβραϊκής αποκρυφολογίας· το άγνωστο όνομα του θεού.
Για ένα σημαντικό μέρος της αφήγησης ο αναγνώστης είναι πιθανό να μην υποψιαστεί ότι συμβαίνει κάτι διαφορετικό – ο Λόνροτ, ο ξακουστός διανοούμενος, ο άνθρωπος με την τόση έφεση στη λύση των αινιγμάτων και στην αποκάλυψη των υπαίτιων για μια σειρά από εγκληματικές ενέργειες, μοιάζει και σε αυτή την περίπτωση να δρα μεθοδικά, προσέχοντας τα στοιχεία που εμφανίζονται στον τόπο του εγκλήματος. Το έγκλημα, η σειρά των συνδεδεμένων εγκλημάτων, φαίνεται πως έχει μυστικιστικό κίνητρο: ο πρώτος που δολοφονήθηκε ήταν ένας συγγραφέας που σκόπευε να γράψει μια νέα μελέτη για ένα ζήτημα της εβραϊκής αποκρυφολογίας· το άγνωστο όνομα του θεού. Παρά τις επιφυλάξεις του επιθεωρητή της αστυνομίας, ο Λόνροτ υποπτεύεται εξαρχής πως ο φόνος συνδεόταν με απόκρυφα κίνητρα. Ορισμένα στοιχεία, άλλωστε, ήδη συνηγορούσαν υπέρ μιας τέτοια γνώμης: ο νεκρός είχε γράψει πολλά βιβλία με θέματα σχετικά με τον πνευματισμό, ανάμεσα τους και έργα για αιρέσεις που εχθρεύονταν τους μελετητές του εβραϊκού μυστικισμού, και εν προκειμένω της ανακάλυψης του ονόματος του θεού. Στο δωμάτιο του νεκρού, σε ένα ξενοδοχείο στα βόρεια της πόλης, βρέθηκε και μια σελίδα με μια και μόνη φράση: «το πρώτο γράμμα του Ονόματος έχει προφερθεί». Παρέπεμπε στο πρώτο από τα τέσσερα γράμματα, στο «Τετραγράμματο» όνομα του θεού κατά εκείνες τις θεωρίες.
Η εικασία του Λόνροτ περί βαθύτερης σημασίας του συγκεκριμένου φόνου μοιάζει γρήγορα να επιβεβαιώνεται, καθώς όταν συμβαίνει –ακριβώς έναν μήνα αργότερα– ένας δεύτερος φόνος, τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στους δύο είναι κάτι παραπάνω από εμφανή: ο νεκρός είχε στο στήθος του μια βαθιά χαρακιά από μαχαίρι, όπως και το πρώτο θύμα, ενώ κοντά του βρέθηκε μια παράξενη φράση, παρόμοια με εκείνη στον χώρο του εβραϊστή: «το δεύτερο γράμμα του Ονόματος έχει προφερθεί». Όλα αυτά συμβαίνουν στο δυτικό άκρο της πόλης. Η τρίτη πράξη του δράματος λαμβάνει χώρα και πάλι έναν μήνα μετά από την προηγούμενή της. Αυτή τη φορά πέφτει θύμα απαγωγής ένας άσημος Εβραίος. Λίγο πριν απαχθεί, αυτός τηλεφωνεί στις αστυνομικές αρχές, για να πει ότι ήθελε να τους πουλήσει πληροφορίες για τους δύο φόνους, τους οποίους αποκαλεί μάλιστα «ανθρωποθυσίες». Η χρήση αυτού του όρου κάνει τον Λόνροτ να συμπεράνει πως, όντως, πίσω από τις δολοφονίες κρύβεται μια δύναμη που αποσκοπεί να βρει το μυστικό όνομα του θεού, κάτι που θεωρεί πως θα το πετύχει με τελετουργικούς φόνους. Ο άνθρωπος που τηλεφώνησε, πάντως, σύντομα εξαφανίζεται – δύο μασκαρεμένοι (ήταν η περίοδος του καρναβαλιού) τον βάζουν σε ένα αμάξι. Ένας από αυτούς σημειώνει πάνω σε μια κολόνα μια ακόμα φράση: «Το τελευταίο από τα γράμματα του ονόματος έχει προφερθεί».
Πάνω, στο δωμάτιο του εξαφανισμένου, ο Λόνροτ βλέπει ένα αστέρι σχεδιασμένο στο πάτωμα, στο χρώμα του αίματος, και βρίσκει πολλά χειρόγραφα. Μια υπογραμμισμένη φράση σε ένα από αυτά του δίνει το στοιχείο πως οι φόνοι πιθανότατα πρέπει να γίνονται κάθε φορά λίγο πριν το απόγευμα, στις τέσσερις. Ήδη θα πρέπει να έχει αρχίσει να υποθέτει ότι θα συμβεί και τέταρτος φόνος –ώστε να συμπληρωθεί το «Τετραγράμματο»– και πλέον αναζητά το μέρος, αφού έχει ανακαλύψει τόσο την ώρα της μέρας αλλά και την ίδια τη μέρα (θα είναι, φυσικά, και πάλι σε έναν μήνα από την απαγωγή). Ο επόμενος φόνος, εάν συνέβαινε, θα γινόταν στις 4 του μήνα. Την 1η του μηνός ο αστυνομικός επιθεωρητής παίρνει ένα ανώνυμο γράμμα, ο αποστολέας του οποίου εσωκλείει έναν χάρτη με τα οικοδομικά τετράγωνα της πόλης, σχεδιάζει εκεί τα σημεία όπου έγιναν οι τρεις πρώτοι φόνοι (στα βόρεια, τα ανατολικά και τα δυτικά άκρα της πόλης), δηλώνει πως αυτά τα σημεία σχηματίζουν ένα ισόπλευρο τρίγωνο, και ισχυρίζεται πως αυτό αποδεικνύει ότι δεν θα γίνει κανένας άλλος φόνος, αφού το τέλειο αυτό σχήμα δηλώνει πως και το σχέδιο των δολοφόνων έχει ολοκληρωθεί. Ο επιθεωρητής στέλνει, βέβαια, το γράμμα στον Λόνροτ. Ο Λόνροτ δεν δυσκολεύεται να σκεφτεί ότι το ισόπλευρο τρίγωνο μπορεί να μετατραπεί σε έναν ρόμβο αν κανείς προσθέσει και το τέταρτο σημείο. Το προσθέτει με ακρίβεια, χρησιμοποιώντας διαβήτη και παχύμετρο, στο νότιο, αυτή την φορά, άκρο της πόλης. Κρίνει πως οπωσδήποτε εκεί θα συμβεί ο τελευταίος φόνος, και αποφασίζει να επισκεφτεί το μέρος, αφού έχει ακόμα καιρό (είναι ξημερώματα της δεύτερης ημέρας του μήνα, ενώ ο φόνος πρέπει να γίνει, για να τηρηθεί πιστά η τελετουργία, στις τέσσερις).
Ο Λόνροτ ανακαλύπτει μετά από αρκετή προσπάθεια μυστικά περάσματα στο εγκαταλειμμένο και αχανές κτίριο όπου βρέθηκε. Στο τέλος, περνώντας από μια καταπακτή, φτάνει στο έσχατο δωμάτιο. Εκεί τον ακινητοποιούν οι κακοποιοί. Ο αρχηγός τους, ο Ρεντ Σκάρλαχ, που ήταν ένα άτομο που μισούσε από παλιά τον Λόνροτ επειδή εξαιτίας του στοιχειοθετήθηκε η κατηγορία που καθήλωσε τον αδελφό του στη φυλακή, του αποκαλύπτει τώρα πως όλη η υπόθεση στήθηκε για να παραπλανήσει τον Λόνροτ και να τον τραβήξει ως εκείνη την ερημιά ώστε να τον εκτελέσουν... Ο πρώτος νεκρός ήταν απλώς άτυχος –ένας μπράβος του Ρεντ Σκάρλαχ μπήκε απλώς στο λάθος δωμάτιο του ξενοδοχείου και αναγκάστηκε να σκοτώσει έναν τυχαίο– ενώ ο δεύτερος νεκρός ήταν ο ίδιος εκείνος ο μπράβος (για να σιγουρευτεί ο Ρεντ Σκάρλαχ πως δεν θα τους πρόδιδε, αλλά και να τον τιμωρήσει για την απροσεξία του), και, τέλος, το άτομο που απήγαγαν ήταν ο Ρεντ Σκάρλαχ, μασκαρεμένος ως Εβραίος τυχοδιώκτης. Ο Ρεντ Σκάρλαχ, λοιπόν, σωστά είχε υποθέσει πως ο Λόνροτ θα πίστευε πως έλυνε ένα αίνιγμα, ενώ στην πραγματικότητα έπεφτε σε μια παγίδα...
Ο αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι ο υποτιθέμενα τόσο ταλαντούχος Λόνροτ έπεσε εύκολα στην παγίδα ενός κοινού εγκληματία. Η επιμονή του να ψάχνει για αμιγώς διανοητικές λύσεις τον κατέστησε έρμαιο του σχεδίου του εχθρού του.
Το διήγημα ολοκληρώνεται με μια αρκετά περίεργη δήλωση του Λόνροτ. Λέει πως την επόμενη φορά που ο Ρεντ Σκάρλαχ θα του στήσει παγίδα, και θα τον ξανασκοτώσει (σε μια άλλη ζωή), είναι καλό να μην επινοήσει έναν λαβύρινθο με περιττά τμήματα (στην προκειμένη περίπτωση έναν με σχήμα ρόμβου) αλλά να κάνει χρήση μιας και μοναδικής γραμμής, που διαιρείται, με τα ελεατικά παράδοξα, σε άπειρα μέρη. Ο Ρεντ Σκάρλαχ κάνει δεκτό το αίτημα του Λόνροτ, και κατόπιν τον εκτελεί. Ο αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι ο υποτιθέμενα τόσο ταλαντούχος Λόνροτ έπεσε εύκολα στην παγίδα ενός κοινού εγκληματία. Η επιμονή του να ψάχνει για αμιγώς διανοητικές λύσεις τον κατέστησε έρμαιο του σχεδίου του εχθρού του: στάθηκε αρκετό ο Ρεντ Σκάρλαχ να του παράσχει ενδείξεις για την ύπαρξη μιας διανοητικής λύσης ώστε ο Λόνροτ να αφοσιωθεί σε αυτήν, με τελική συνέπεια την καταστροφή του.
Ενώ στα διηγήματα του Πόε με τον Ωγκύστ Ντυπέν η έφεση στη διανοητικότητα οδηγεί σε εξιχνίαση, σε αυτό το διήγημα του Μπόρχες γίνεται η αχίλλειος πτέρνα του επίδοξου λύτη... Και ενώ ο Λόνροτ αναγκάστηκε να συνδυάσει τα στοιχεία ώστε να βγάλει ένα συμπέρασμα, ο αντίπαλός του χρειάστηκε μονάχα να του δείξει πως υπήρχε εκεί ένα μονοπάτι, μία και μόνη γραμμή, η διανοητική προσέγγιση ως μοναδικός δρόμος, ώστε να τον δελεάσει και να τον κάνει αυτοβούλως να πάρει τον δρόμο στην άκρη του οποίου τον περίμενε το τέλος του... Μια πιθανή ερμηνεία του διηγήματος είναι πως η μονοδιάστατη τακτική του ανθρώπου της σκέψης τον αφήνει εκτεθειμένο στις απειλές – ο ίδιος ο Μπόρχες συχνά μιλάει με θλίψη για το γεγονός ότι δεν ήταν καθόλου «ένας άνθρωπος της δράσης», αλλά καθ’ ολοκληρίαν «ένας άνθρωπος των βιβλίων». Μια άλλη ερμηνεία, η οποία στηρίζεται στην ομοιότητα του ονόματος του Λόνροτ με τον Ρεντ Σκάρλαχ (και στα δύο υπάρχει το «κόκκινο» - ροτ στα γερμανικά, ρεντ στα αγγλικά), είναι πως στο διήγημα εκφράζεται ένας αυτοκτονικός ιδεασμός: ο Λόνροτ θέλει να πεθάνει, όμως δέχεται να πεθάνει μόνο εάν συμβεί ακόμα και αυτό με αφορμή μια πορεία στη σκέψη, που τόσο αφοσιωμένα υπηρετεί...
Εγώ νομίζω πως ο Μπόρχες παίζει με τα συνώνυμα compás-brújula: στα ισπανικά ο διαβήτης ονομάζεται compás, η πυξίδα επίσης μπορεί να ονομαστεί compás, αλλά ο όρος brújula σημαίνει μόνο την πυξίδα. Μάλιστα το compás αναφέρεται, ως ορολογία στην μουσική, και στο σταθερό τέμπο – κάτι που χαρακτηρίζει τον Λόνροτ, καθώς εκείνος θέλει να ασχολείται μόνο με τη «λογική», και έτσι εύκολα πέφτει στην παγίδα του Ρεντ Σκάρλαχ. Υπό αυτή την έννοια, η πυξίδα –που φυσικά δεν θα χρησίμευε για να βρει κανείς κάτι στον χάρτη που είχε ο Λόνροτ– μάλλον δηλώνει πως αυτός πιστεύει ότι ανακαλύπτει κάτι (τον μαγνητικο Βορρά, με μια πυξίδα), ενώ κάνει κυριολεκτικά, δίχως να το συνειδητοποιεί, έναν κύκλο (με τον διαβήτη).
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΛΚΟΠΟΥΛΟΣ είναι μεταφραστής και συγγραφέας.