Του Κώστα Κουτσουρέλη
Αγάπησα τις λέξεις πολύ προτού καταφέρω να τις διαβάσω. Τι αντιπροσώπευαν, τι συμβόλιζαν και τι σήμαιναν, με απασχόλησε πολύ αργότερα. Μόνο ο ήχος τους μ’ ένοιαζε, την ώρα εκείνη που ξεπήδαγαν απ’ τα χείλη κάποιων ενήλικων όντων, ολότελα αδιάφορων και ακατανόητων σε μένα. - ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ
Κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές στ’ αλήθεια το έχω ακούσει. Οι ποιητές, λέει, διαβάζουν την ποίηση καλύτερα από τους ηθοποιούς. Το έχω ακούσει, φυσικά, από ποιητές. Γιατί όλοι οι υπόλοιποι ξέρουν καλά ότι, πλην εξαιρέσεων σπανίων, αυτό το πράγμα που μας σερβίρεται στις λογοτεχνικές εκδηλώσεις ως ανάγνωση ποιητών (τη λέξη απαγγελία δεν τολμά σχεδόν κανείς πια να την πιάσει στο στόμα του) είναι η πιο ανούσια φθογγική ακολουθία που μπορεί τα δονήσει τα τύμπανα των ανθρώπινων ώτων. Ένα ξέπνοο και ακαταλαβίστικο μουρμούρισμα που είτε ποίημα ακούς είτε τον τηλεφωνικό κατάλογο είναι ένα και το αυτό.
Ο Αλέκος Σακελλάριος σε μια ταινία του βάζει τον Ντίνο Ηλιόπουλο να εκθέτει ως εξής τις αισθητικές προδιαγραφές τοιούτων απαγγελιών. Δεν χρειάζεται καν να το πεις ολόκληρο το ποίημα, δασκαλεύει την Αλίκη Βουγιουκλάκη. «Το μόνο που ενδιαφέρει είναι να το απαγγείλεις με μια φωνή άχρωμη, συρτή και μελαγχολικιά». Η σπόντα εδώ πάει φυσικά στον Σεφέρη. Και πράγματι, ο ντροπαλός σεφερικός τόνος απαγγελίας φαίνεται να έχει στοιχειώσει τους σύγχρονους λυρικούς λάρυγγες. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι είναι εκείνος που έκανε σχολή κι όχι ο θεσπέσιος Ανδρέας Εμπειρίκος. Ας συγκρίνει απλώς κανείς εκείνο το ηχητικά ασπαίρον, το λαμπερό "Εις την Οδόν των Φιλελλήνων" με τη χλωμή και σερνάμενη "Κίχλη", το «μες στην καρδιά του θέρους» του ενός με το «θά ’ταν εφτά περίπου» του άλλου...
Όσο για τους ηθοποιούς και μόνο η σύγκρισή τους με τους ποιητές στην απαγγελία είναι υπόθεση αστεία, τόσο ουρανομήκης είναι η υπεροχή τους.
Όσο για τους ηθοποιούς και μόνο η σύγκρισή τους με τους ποιητές στην απαγγελία είναι υπόθεση αστεία, τόσο ουρανομήκης είναι η υπεροχή τους. Όσοι έχουν ακούσει τον Γιάννη Βαρβέρη να διαβάζει ποιήματά του, ξέρουν ότι το έκανε καλά. Όμως εμπρός στον Μηνά Χατζησάββα εκείνου του Μάρτη του 2015 στο Μέγαρο όταν μας διάβασε Βαρβέρη, και ο ίδιος ο Βαρβέρης θα υποκλινόταν και θα του παραχωρούσε αυθωρεί την σκηνή. Όποιος είχε την τύχη να ακούσει τον Ηλία Λογοθέτη να απαγγέλλει από στήθους Μαλακάση ή Αλέξανδρο Σχινά, τον Βασίλη Παπαβασιλείου να ερμηνεύει Εγγονόπουλο ή Ρίτσο, τον Μιχάλη Βιρβιδάκη να δίνει φωνή στην ποίηση του Χιόνη, τον Μπρούνο Γκαντς να προφέρει με δόνηση συγκλονιστική τους στίχους του Χαίλντερλιν, ξέρει ότι έναν σπουδαίο ηθοποιό σε εκφραστική δύναμη κανείς δεν τον φτάνει. Ακόμη και η πιο μέτρια απαγγελία ηθοποιού, εκεί όπου λ.χ. ο απαγγέλλων δεν κατανοεί επαρκώς το ποίημα κι αυτό γίνεται φανερό, ακόμη κι αυτή αφήνει πίσω της κάτι, έναν τόνο διαυγή, μια φράση μαρμαίρουσα, δυο τρεις ολοζώντανες λέξεις. Απεναντίας, για να αποκομίσεις κάτι από την ανάγνωση ενός ποιητή, πρέπει συνήθως να έχεις προμελετήσει το κείμενο ή να το έχεις εμπρός σου – και ποιος το κάνει;
Είναι αλήθεια ότι η πλειονότητα των νυν γραφομένων ποιημάτων, ήδη από κατασκευής του, δεν προσφέρεται για δημόσια εκφορά. Είναι ποιήματα του ματιού, ερμητικά, σκοτεινά, νοηματικά θολά ή δυσπρόσιτα, αφού κατά το μάλλον ή ήττον προσγράφονται σε μια τέτοια παράδοση, που δίδει την προτεραιότητα στον αναγνώστη. Τους λείπει με δυο λόγια η αναφορική σαφήνεια, ένα κάποιο αφηγηματικό νήμα, η αμεσότητα του θέματος, που είτε είναι βιωματικό ή στοχαστικό, ιδιωτικό ή δημόσιο, θα ’πρεπε να ’ναι συνάμα και ακουστικά "ευανάγνωστο», κατάλληλο να ερεθίσει το αυτί.
Είναι αλήθεια ότι η πλειονότητα των νυν γραφομένων ποιημάτων, ήδη από κατασκευής του, δεν προσφέρεται για δημόσια εκφορά. Είναι ποιήματα του ματιού, ερμητικά, σκοτεινά, νοηματικά θολά ή δυσπρόσιτα, αφού κατά το μάλλον ή ήττον προσγράφονται σε μια τέτοια παράδοση, που δίδει την προτεραιότητα στον αναγνώστη.
Προσέτι έχουν στερηθεί σχεδόν ολότελα τα θέλγητρα τα ακροαματικά της παλιάς ποίησης, εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθιστούσαν ανέκαθεν τους στίχους χάρμα ακοής: ρίμες και μέτρο, ρυθμικά ή μελικά μοτίβα, το παιχνίδισμα με τους φθόγγους, τις συνηχήσεις, τις παρηχήσεις... Με δυο λόγια δεν έχουν ακουστή αρχιτεκτονική, αρμονία εντυπωτική, ή για να το πω αλλιώς: γλωσσική υλικότητα, στόφα λαλική, απελευθερωμένη από την αφωνία του χαρτιού και τους άηχους μορμυρισμούς της οφθαλμανάγνωσης.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και ο σκοτεινότερος και ο πιο πεζολόγος ποιητής έχει κάποια κείμενα στα χαρτιά του που, αν μην τι άλλο, εμπρός στα υπόλοιπα, είναι καταλληλότερα ώστε να διαβαστούν. Και προκαλεί εντύπωση ότι σπανίως τα επιλέγει. Ότι, γενικά, οι ποιητές μοιάζει να μην λαμβάνουν διόλου υπ’ όψιν τους τις συνθήκες και το ακροατήριο στο οποίο καλούνται να παρουσιαστούν.
Κι όμως, δεν κάνουν όλα τα ποιήματα για όλους τους χώρους, για κάθε είδος κοινού. Άλλη πρέπει να είναι η επιλογή όταν διαβάζει κανείς ενώπιον ομοτέχνων κατά κύριο λόγο, και άλλη όταν το κοινό, όπως συχνά στις συνοικίες της πρωτεύουσας ή την επαρχία, είναι απλώς φιλόμουσο ή εν πάση περιπτώσει δεν ανήκει άμεσα στο στενό σινάφι. Άλλη όταν η αίθουσα είναι μικρή και οι παριστάμενοι λίγοι, και άλλη στη σάλα ενός θεάτρου, λ.χ. στο Μέγαρο Μουσικής. Και εκτός από τα ποιήματα, άλλη πρέπει να είναι και η ανάγνωσή τους, αναλόγως των συνθηκών. Εσωτερικότερη, μυχιότερη στους μικρούς χώρους και στα μικρά ακροατήρια, χωρίς πολλά πολλά εισαγωγικά και διευκρινίσεις· δυναμικότερη, ποικιλότερη στους μεγάλους, των πολλών παρισταμένων.
Σ’ αυτή τη δεύτερη περίπτωση, απαιτείται κανονική σκηνοθεσία, η λεπτομερής οικοδόμηση ενός προγράμματος δηλαδή, και η εξοικείωση μ’ αυτό. Αυτό πάλι σημαίνει πρακτικά: προετοιμασία και πρόβες. Το ότι διαβάζει κανείς κείμενα δικά του, δεν σημαίνει ότι είναι και σε θέση να τα υποστηρίξει αναγνωστικά ανά πάσα στιγμή. Η πρόδηλη αμηχανία των ποιητών στο βήμα, που τόσο συχνά συναντάμε στις εκδηλώσεις, δεν μαρτυρεί γνησιότητα ή ειλικρίνεια, όπως ίσως νομίζουν μερικοί. Αλλά προχειρότητα και ασέβεια προς τον ακροατή.
Ο τρόπος με τον οποίο ένας ποιητής βλέπει ένα ποίημά του κι αυτός αλλάζει. Και μόνο με την τριβή, την επανειλημμένη δοκιμή, μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει εγκαίρως και να χειριστεί αυτή την μεταβολή.
Ύστερα, συν τω χρόνω, όπως και με τους ηθοποιούς, η ερμηνεία ωριμάζει, εξελίσσεται. Ο τρόπος με τον οποίο ένας ποιητής βλέπει ένα ποίημά του κι αυτός αλλάζει. Και μόνο με την τριβή, την επανειλημμένη δοκιμή, μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει εγκαίρως και να χειριστεί αυτή την μεταβολή. Υπάρχει λόγος που οι ηθοποιοί εξακολουθούν τις πρόβες και μετά το ανέβασμα της παράστασης. Ιδίως στις μεγάλες αίθουσες, μερικές βασικές γνώσεις ρητορικής, υποκριτικής, ιδίως ορθοφωνίας, εμπειρικά ή αλλιώς αποκτημένες, είναι εκ των ων ουκ άνευ. Και θα έπρατταν άριστα οι διδάσκοντες στα διάφορα προγράμματα δημιουργικής γραφής, αφήνοντας για λίγο στην άκρη τις ποιητολογικές θεωρίες του Γέηλ ή της Σορβώνης, αν βοηθούσαν τους μαθητές τους να τις αποκτήσουν.
Ακόμη καλύτερα θα ήταν αν είχαμε επαγγελματίες απαγγελείς, όπως υπάρχουν στο εξωτερικό, περφόρμερ ή θιάσους ποιητικούς, μόνιμα γκρουπ ή ανσάμπλ, ειδικευμένους στην παράσταση ποιημάτων. Τα πειράματα που έχουν γίνει προς σ’ αυτή την κατεύθυνση, και εδώ και αλλού, προέρχονται συνήθως από τον χώρο του θεάτρου, όχι εκείνον της λογοτεχνίας. Η επιτυχία τους όμως δείχνει ότι υπάρχει κοινό ενδιαφερόμενο να παρακολουθήσει μια σοβαρή, πάει να πει επαγγελματική, ποιητική παράσταση – και να πληρώσει εισιτήριο γι’ αυτό. Και ασφαλώς, αν το πράγμα πιάσει ρίζες και γίνει θεσμός, θα βρεθούν κάποια στιγμή και ποιητές πρόθυμοι να ξεκόψουν από την αγαπημένη τους εσωστρέφεια προκειμένου να ψυχαγωγήσουν ένα τέτοιο κοινό.
Οι παλιότεροι ποιητές, ένας Παλαμάς, ένας Σικελιανός λ.χ., τις βασικές αυτές γνώσεις τις είχαν. Γι’ αυτό και διάβαζαν, το ακούμε στις λιγοστές ηχογραφήσεις που μας άφησαν, όπως πρέπει: σαν ηθοποιοί. Κι ας μη μας ξενίζει ο στόμφος που διακρίνουμε στις απαγγελίες τους. Ο στόμφος, η ρητορική έμφαση, ας μην το ξεχνάμε, ήταν τότε αναγκαία – η πολυτέλεια των μικρομεγαφώνων δεν υπήρχε, για ν’ ακουστείς σε μια κατάμεστη αίθουσα ή μια ανοιχτή πλατεία έπρεπε να βάλεις τα δυνατά σου. Ακόμη και ο Καβάφης, μας λένε, διάβαζε με κάποιο στόμφο τα ποιήματά του. Οι τωρινοί, μ’ όλες αυτές τις τεχνικές ανέσεις που έχουν στη διάθεσή τους, πώς τα καταφέρνουν κι οι στίχοι τους θαλασσοπνίγονται μεταξύ χορδών φωνής και έρκους οδόντων;
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.
** Στην κεντρική εικόνα, ο Allen Ginsberg διαβάζει ποίησή του στο Royal Albert Hall, στο Λονδίνο, κατά την πρώτη International Poetry Incarnation, στις 11 Ιουνίου του 1965.