Σκέψεις με αφορμή τη 15η ΔΕΒΘ.
Του Διονύση Μαρίνου
Παρασκευή πρωί, λίγα λεπτά πριν αναχωρήσει η πτήση με προορισμό τη Θεσσαλονίκη, ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης, με σκανταλιάρικη διάθεση και σκωπτικό πνεύμα, απευθυνόμενος στο συνταξιδιώτη του, Αχιλλέα Κυριακίδη, του λέει το αμίμητο: «Πολλοί έχουμε μαζευτεί σ’ αυτό το αεροπλάνο. Για φαντάσου να πέσει, τι πλήγμα θα είναι για τον πολιτισμό». Ευτυχώς, επέζησαν όλοι! Το αεροπλάνο προσγειώθηκε κανονικά. Αν κρίνω, δε, από τη γενική προσέλευση, κανένας δρόμος δεν στάθηκε εμπόδιο σε δημιουργούς και κόσμο να περάσουν τις πόρτες της HELEXPO.
Κάπου πήρε το αυτί μου πως φέτος η προσέλευση τις πρώτες δύο ημέρες της 15ης ΔΕΒΘ ήταν μικρότερη σε σχέση με πέρυσι. Η δική μου αίσθηση είναι ότι η μόνη σύγκριση που αξίζει να γίνει είναι ως προς το βαθμό του ενδιαφέροντος. Πέρυσι, ας πούμε, υπήρξε ένα ολόκληρο hype γύρω από τον Ζαουμέ Καμπρέ και το Confiteor με αποτέλεσμα οι άλλες δράσεις να περάσουν σε δεύτερη μοίρα – σχεδόν να αποχρωματιστούν από τα συμφραζόμενά τους. Φέτος, που, ανάλογου βεληνεκούς καλεσμένος δεν υπήρξε και το κοινό δεν προσδοκούσε να συναντηθεί με κάποιον «σταρ», ήρθε περισσότερο συνειδητοποιημένο στην Έκθεση.
Aν ξέρεις να περπατάς «έξυπνα» στους αχανείς και κοσμοβριθείς διαδρόμους της Έκθεσης, εύκολα αποφεύγεις τον Παπαθεμελή να μιλάει για το Μακεδονικό, τον Ευάγγελο Βενιζέλο να προσπαθεί να τετραγωνίσει τον κύκλο και τον Χρήστο Σπίρτζη να κυκλώνει το τετράγωνο και πηγαίνεις εκεί που πραγματικά αξίζει τον κόπο να πας.
Για μια στιγμή: και φέτος υπήρξε ένας ομιλητής που τράβηξε σαν το μελίσσι τον κόσμο. Ήταν ο πατέρας Φιλόθεος Φάρος, ο οποίος μιλούσε επί μακρόν για κάτι που δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν. Αν σκεφτώ, όμως, με πόση ζέση τον παρακολουθούσε το συγκεντρωμένο πλήθος, εύκολα συμπεραίνω πως οι αρνητές του (ένας απ' αυτούς κι εγώ) αυτομάτως γίνονται μελλοντικοί γιατροί Στόκμαν του ιψενικού έργου «Εχθρός του λαού».
Μια μίξη της λογοτεχνίας των ελληνικών καιρών, διανθισμένη με πολιτική ρητορεία παλαιάς κοπής και διεθνισμό μέσω του εκλεκτού περιπτέρου της γαλλοφωνίας ήταν η φετινή Έκθεση. Ακούγεται λίγο έκκεντρη στόχευση όλο αυτό, όμως, αν ξέρεις να περπατάς «έξυπνα» στους αχανείς και κοσμοβριθείς διαδρόμους της Έκθεσης, εύκολα αποφεύγεις τον Παπαθεμελή να μιλάει για το Μακεδονικό, τον Ευάγγελο Βενιζέλο να προσπαθεί να τετραγωνίσει τον κύκλο και τον Χρήστο Σπίρτζη να κυκλώνει το τετράγωνο και πηγαίνεις εκεί που πραγματικά αξίζει τον κόπο να πας.
Η Έκθεση δεν είναι εμποροπανήγυρη ιδεών, δεν είναι πασπάλισμα από σκέψεις που πέφτουν κρουνηδόν σαν και τις στάλες της βροχής που δεν κράτησαν πολύ στη Θεσσαλονίκη αυτό το τριήμερο. Είναι η ώσμωση, το συναπάντημα, είναι που στην επόμενη γωνία δεν ξέρεις ποιος θα σε σταματήσει να σε ασπαστεί, να σε ρωτήσει «τι καινούργιο γράφεις;» ή να σου πει έναν καλό λόγο γι’ αυτό που μόλις έγραψες.
Είναι η μυρωδιά τόσων βιβλίων συναγμένων σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Οι συγγραφείς που γίνονται πιο απτοί στον κόσμο.
Σαν νομάδες έρχονταν και έφευγαν οι επισκέπτες – από τη μία παρουσίαση στην άλλη και πίσω σε μια τρίτη που διεξαγόταν την ίδια στιγμή. Είχε δίκιο η συγγραφέας Αργυρώ Μαντόγλου που έλεγε πως ο κόσμος πήγαινε σαν το κύμα από περίπτερο σε περίπτερο και ανανεωνόταν συνεχώς. Είναι κακό; Όχι απαραίτητα. Ορισμένες φορές είναι αναπόδραστο. Μου είπε κάποιος καλός φίλος το βράδυ του Σάββατου: «Γιατί μου το κάνεις αυτό; Την ώρα που μιλάς με τον Μπαμπασάκη για τον Στόουνερ έχει παρουσίαση ο Σκαμπαρδώνης το δικό του βιβλίο. Εγώ τι θα γίνω; Θα κλωνοποιηθώ;».
Ο καθένας βρίσκει αυτό που του ταιριάζει. Αυτό που θα τον βοηθήσει να κλοτσήσει καλύτερα το άχθος των ημερών. Αγκάθια, ρόδα, σελίδες και λέξεις. Ας ανθίσουν όλα. Τα γερά πάντα μένουν. Τα άλλα γίνονται λίπασμα.
Έχω την αίσθηση πως από πέρυσι η Έκθεση προσπαθεί να ανοίξει την ατζέντα της, να συνομιλήσει με το πλατύ κοινό που, ας μην κρυβόμαστε, δεν έρχεται απαραίτητα να ενημερωθεί για τις νέες εκδόσεις. Εντέλει, να πάψει να είναι ένα περίκλειστο σχήμα που αφορά μόνο τους ίδιους και τους ίδιους. Ας είναι κι έτσι.
Αρκεί να έρθει αυτό το περιβόητο κοινό της Θεσσαλονίκης. Πάντα κάτι μένει. Είναι αρκούντως μεμψίμοιρο να αποζητάς μια κάποια «καθαρότητα» τη στιγμή που αυτή δεν υπάρχει. Και δεν χρειάζεται να υπάρχει. Προφανώς και είναι άβολο να βλέπεις ετερόκλιτα σχήματα να συνωθούνται σε κοντινούς πάγκους και να μην υπάρχει μια θεματική ενότητα ακόμη και στους εκδοτικούς οίκους (ενδεχόμενα δεν μπορεί να γίνει για χωροταξικούς λόγους). Έχει, όμως, κι αυτό την «άγρια» χάρη του: λίγος Φόκνερ, λίγη ιατρική για αρχάριους, από εδώ ο Μπουκάι, από εκεί ο «καινούργιος» Πανσέληνος, πιο πέρα βιβλία αυτοβελτίωσης και στη μέση το κλασικό περίπτερο των εκδόσεων Εν πλω (πάντα γεμάτο). Δεν θέλει και πολύ να στροβιλιστείς ανάμεσα σε τίτλους, εξώφυλλα και χρώματα.
Ε, και; Ο καθένας βρίσκει αυτό που του ταιριάζει. Αυτό που θα τον βοηθήσει να κλοτσήσει καλύτερα το άχθος των ημερών. Αγκάθια, ρόδα, σελίδες και λέξεις. Ας ανθίσουν όλα. Τα γερά πάντα μένουν. Τα άλλα γίνονται λίπασμα.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.