Του Κυριάκου Χαλκόπουλου
Ο Φερνάντο Πεσσόα, στο Βιβλίο της Ανησυχίας, γράφει πως μερικές φορές φανταζόταν ότι είναι κάποιος άλλος, ένας απόστρατος βαθμοφόρος, που ζει με την σύνταξή του σε κάποιο επαρχιακό ξενοδοχείο. Για να αυξηθεί η αίσθηση από αυτή την φαντασίωση συνήθιζε να κλείνει ερμητικά τα παντζούρια (καθώς στην πραγματικότητα βρισκόταν στο κέντρο της Λισσαβόνας).
Σε μια άλλη, συναφή σημείωση, φαντάζεται τον εαυτό του ως κάποιον που περιμένει σε ένα σταθμό το τρένο, και όλα όσα γράφει είναι τα κείμενα κάποιου που περιμένει να φύγει – όπως όλοι κάποια στιγμή θα φύγουν από την ζωή.
Σε μια άλλη, συναφή σημείωση, φαντάζεται τον εαυτό του ως κάποιον που περιμένει σε ένα σταθμό το τρένο, και όλα όσα γράφει είναι τα κείμενα κάποιου που περιμένει να φύγει – όπως όλοι κάποια στιγμή θα φύγουν από την ζωή.
Θα μπορούσε κανείς να δημιουργήσει πολλές αλληγορίες με το ίδιο νόημα· όλη η κοινωνική ζωή, για παράδειγμα, μπορεί να θεωρηθεί, μεταφορικά, πως λαμβάνει χώρα σε κάποιο φωτεινό σαλόνι, με τους ανθρώπους να συναντιούνται εκεί, να παίζουν χαρτιά στο τραπέζι, να συζητούν, να φωνάζουν ή να γελούν, να περιφέρονται μέχρι τις άκρες του οικείου δωματίου, έχοντας ήδη συνδέσει κάποιο σημείο του με τον εαυτό τους.
Κάποιοι, όμως, όπως ο Πεσσόα, δεν μπορούν να μείνουν στο φωτεινό εκείνο σαλόνι. Φεύγουν. Έξω τους περιμένουν οι διάδρομοι, σκοτεινοί, που δεν τελειώνουν πουθενά – ίσως απλώς επειδή όσα είναι σκοτεινά φαινομενικά είναι και απέραντα, ίσως όμως και να είναι στην πραγματικότητα.
Πίσω, στο σαλόνι, συνεχίζονται οι ίδιες συζητήσεις. Οι άνθρωποι πηγαινοέρχονται από κάθισμα σε κάθισμα. Μοιάζουν χαρούμενοι απλώς και μόνο που μπορούν να παραμένουν εκεί. Αλλά το σαλόνι είναι μόνο ένα μέρος, ένα σημείο στην απεραντοσύνη – είναι όπως ένας πυρσός που τον σηκώνουν ψηλά μέσα στην νύχτα: φαινομενικά φωτίζει, κατά βάθος όμως αυτό που φωτίζει είναι η πραγματικότητα πως όλα τα άλλα είναι σκοτεινά και το ίδιο θα ήταν και εδώ εάν το μικρό φως έσβηνε.
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΛΚΟΠΟΥΛΟΣ είναι μεταφραστής και συγγραφέας.