Του Γιάννη Λειβαδά
Η κλιμάκωση της εξειδίκευσης στον ορισμό και την ερμήνευση του ποιήματος δεν είναι αποτελεσματική εφόσον η εξειδίκευση αυτή δεν εξειδικεύεται στην ποίηση αλλά στον βαθμό εξειδίκευσης. Στη σύγχρονη κριτική και τη σύγχρονη ανάγνωση, μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως τα θεμελιακά στοιχεία δεν συγκαταλέγονται στα στοιχειώδη, και αντίστοιχα, τα στοιχειώδη δεν συγκαταλέγονται στα θεμελιακά. Επιπλέον, στις περιπτώσεις που αμφότερα, τα στοιχεία αυτά, συναποτελούν μία κάπως διερευνητική τοποθέτηση, παρατηρεί κανείς πως και από τις δύο κατηγορίες υπάρχουν σημεία και ορισμοί που έχουν αυθαίρετα εξαιρεθεί – ώστε να καταντήσει το ποιητικό αντικείμενο, το στίγμα της ποίησης, ιδιαίτερα χρηστικό και ευάρμοστο, ώστε να αποτελέσει απλώς ένα αντικείμενο με ενδιαφέρον το οποίο όμως δεν θα αφορά την ποίηση καθαυτή.
Το πλεονέκτημα μιας κάποιας υπαρκτικής συντριβής είναι η μοναδική δίοδος για να καταφέρει να αντικρύσει κανείς, τόσο τα θεμελιακά όσο και τα στοιχειώδη, και να κατανοήσει την κοινή τους έδρα από σκοπιά δημιουργική, και όχι από σκοπιά τελεσίδικη.
Το πλεονέκτημα μιας κάποιας υπαρκτικής συντριβής είναι η μοναδική δίοδος για να καταφέρει να αντικρύσει κανείς τόσο τα θεμελιακά όσο και τα στοιχειώδη, και να κατανοήσει την κοινή τους έδρα από σκοπιά δημιουργική, και όχι από σκοπιά τελεσίδικη.
Αναλόγως, η εκμαίευση του περιεχομένου ενός ποιήματος –και όχι η ποίηση η οποία δεν καθίσταται δυνατό να εκμαιευθεί– δεν επιτυγχάνεται μέσω μίας, κατά το σύνηθες ενημερωτικής, κριτικής ή ανάγνωσης, μα μέσω μίας ολικής προς αυτό αφιέρωσης. Το ποίημα δεν είναι εγκατεστημένο, ούτε περατωμένο – παρά μόνον σαν είναι κάτι που φέρνει σε ποίημα.
Το ίδιο το ποίημα άλλωστε, από την μεριά του ποιητή, είναι η ώση μιας αφιέρωσης, η οποία, εντελώς αντίθετα με αυτό που συμβαίνει από τη μεριά του αναγνώστη, δεν είναι συμπερασματική μα απολύτως εισαγωγική.
Μια παρανόηση μπορεί εύκολα να λυθεί, και αυτό θα φανεί κάποια στιγμή, από την κατοπινή απότιση ενός φόρου τιμής, ή μιας απολογητικής τοποθέτησης. Αυτό όμως δεν θα μπορέσει να συμβεί στην περίπτωση ενός κύρους το οποίο δικαιολογείται μέσω κάποιας αισθητικής μεγαλοστομίας. Ειδικά, δε, όταν η μεγαλοστομία αυτή αποτελεί κεντρική κολόνα μίας, υποτιθέμενης, παράδοσης, η οποία δεν είναι, εξ ορισμού, δυνατό ούτε να χρονολογηθεί μα ούτε και να διατυπωθεί, αφού απαρτίζεται από μία και μόνη στιγμή. Τη στιγμή της επινόησής της που ήταν συνάμα και η λήξη της διάρκειάς της – η οποία συναντάται αενάως μέσα στον εαυτό της και κρίνεται ως ομολογία της δικής της απαθανάτισης.
Μία από τις επιπτώσεις αυτής της ιδιάζουσας εξειδίκευσης, η οποία πλέον μετά από αμέτρητες αποδόσεις κατακυρώνεται ως κριτική και ανάγνωση ποίησης∙ είναι το λεκτικό ξεδίπλωμά της υπό μορφή δοκιμίου, το οποίο, βεβαίως, δεν ξεδιπλώνει το ποιητικό αντικείμενο μα την επιτηδειότητα μιας καλά διαβασμένης (κατά τα όσα σχετικά προανέφερα) περιεχομενικής αποφυγής, η οποία δεν είναι τυχαίο πως έρχεται να ανταποκριθεί, τρόπον τινά, σε κάθε όχληση που της προκαλεί η περιεχομενική κριτική και η ίδια η ποίηση – οι οποίες δεν συμμερίζονται και δεν εκπροσωπούν την ταραχή τόσο των επιδιώξεων όσο και των επιδείξεών της.
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ είναι ποιητής.