Του Γιάννη Λειβαδά
Η ένταξη σου σε μία ανθολογία δεν σε καθιστά καλύτερο ποιητή από κάποιον του οποίου το έργο στην εν λόγω ανθολογία δεν έχει συμπεριληφθεί – δεν σε καθιστά καν ποιητή. Πολλοί απ’ αυτούς που συμπεριλαμβάνονται σε ανθολογίες δεν είναι ποιητές, είναι άνθρωποι που για λόγους και αφορμές που δεν αφορούν την ποίηση εμφανίζονται ως τέτοιοι, διότι η νομοτέλεια της υποχρέωσης στην ομοιότητα, στην κοινή καταφυγή, είναι ισχυρότερη από την ποιητική εμπλοκή.
Στο πρώτο κάλεσμα της αγαπητής και ιδιαίτερα ευγενικής Κάρεν Βαν Ντάικ, για συμμετοχή μου στην πρώτη ανθολόγηση σύγχρονων Ελλήνων ποιητών σε ένα αμερικανικό ή βρετανικό, δεν θυμάμαι ακριβώς, περιοδικό, είπα πως το σκεπτικό ήταν ιδιαίτερα περιοριστικό, ιδεολογικοποιημένο, και τα κριτήρια της εν λόγω ανθολόγησης δεν άγγιζαν τις πτυχές της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας στην Ελλάδα. Συνεπώς αρνήθηκα.
Κατόπιν, στο δεύτερο κάλεσμα, για την ανθολογία Austerity Measures, το οποίο τέθηκε συγκεκριμένα και από τον υπεύθυνο της ποιητικής σειράς των εκδόσεων Penguin, δέχθηκα να συμπεριληφθώ υπό τον όρο πως το σκεπτικό της επιλογής είχε αλλάξει, και πράγματι, έλαβα το σχετικό ιμείλ το οποίο με διαβεβαίωνε για την αλλαγή αυτής της στάσης. Είπα ναι, ευχαρίστως, και έλαβα ένα απαντητικό σχόλιο στο οποίο σημειωνόταν, μεταξύ άλλων, πως τα ποιήματα που τους είχα στείλει ήταν «quite unlike anything else in the anthology, and I think also indispensable …» κτλ.
Και αυτό ακριβώς είναι το άξιο περίεργο, όχι το πόσοι ποιητές απουσιάζουν αλλά το πόσοι μη-ποιητές, ή εν πάση περιπτώσει, ελάσσονες ποιητές, ανθολογούνται.
Υποψιάζομαι πως δεν ήμουν ο μόνος που έλαβα ένα τέτοιο σημείωμα, το αναφέρω όμως, διότι, τόσο στη βρετανική έκδοση, όσο και στην αμερικανική, η οποία ακολούθησε, στη λίστα των ανθολογούμενων και στην εισαγωγή των δύο βιβλίων, δεν διέκρινα κάποια διαφορά ή κάποια τοποθέτηση που ικανοποιούσε άλλο αίτημα από εκείνο της αριστερής (αισθητικά όχι μόνον ιδεολογικά), αριστερόστροφης, μα και της πλασματικής, εκπροσώπησης, της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Αυτό με έκανε να αναλογιστώ, για λίγο, το γιατί και για ποιον λόγο συμπεριλήφθηκα. Μία πιθανή απάντηση θα μπορούσε να ήταν πως η εμφάνισή μου εκεί μέσα ήταν μία απόδειξη πως πράγματι η ανθολογία αυτή είχε δημιουργηθεί με ένα τέτοιο σκεπτικό. Αν αυτό όντως συνέβαινε, τότε θα έπρεπε να συναντήσω εκεί μέσα και ορισμένους άλλους ποιητές τους οποίους δεν συνάντησα. Θα πει βεβαίως κανείς, ότι δεν είναι δυνατό κάθε ανθολογία να καταφέρνει να καλύπτει ικανοποιητικά την ευρύτητα ενός τέτοιου φαινομένου – ορθώς. Αυτό όμως αποκλείει μία τόσο αθρόα και απερίσκεπτη ανθολόγηση κειμένων τα οποία δεν καθόρισαν ούτε τροποποίησαν τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Και αυτό ακριβώς είναι το άξιο περίεργο, όχι το πόσοι ποιητές απουσιάζουν αλλά το πόσοι μη-ποιητές, ή εν πάση περιπτώσει, ελάσσονες ποιητές, ανθολογούνται.
Όσο για μένα, που από σήμερα θα δεχτώ τους μύδρους ενός συγκεκριμένου κύκλου επαϊόντων και παρατρεχάμενων, για το παρόν άρθρο, έχω να συμπληρώσω μόνο πως εξεπλάγην όταν διαπίστωσα πως στην ελληνική έκδοση της ανθολογίας το εργοβιογραφικό μου σημείωμα είχε μεταγραφτεί κακήν-κακώς, με αποτέλεσμα την άμβλυνση ή την αστειοποίηση όσων είχα παραθέσει, και επίσης, τα έξι ποιήματα τα οποία παρουσιάζονταν στις δύο αγγλόφωνες εκδόσεις, στην ελληνική έκδοση είχαν μειωθεί στα δύο. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τι και γιατί συνέβη, και η προσπάθεια αιτιολόγησης από την πλευρά της ανθολόγου ομολογώ πως ήταν, δυστυχώς, ασόβαρη. Ελπίζω να μην έχει συμβεί κάτι ανάλογο και σε κάποιον άλλον. Αυτό το αναφέρω ως ενδεικτικό των διαστάσεων που παίρνει, αναγκαστικά, μία εργασία, όταν δεν στηρίζεται στα πόδια της ευθύνης και της δεοντολογίας. Ας επανέλθουμε όμως από το ελάχιστο και το σημαδιακό, στο απολύτως ουσιώδες.
Για μύριους λόγους, μα κυρίως λόγω της δυσφόρητης, ιδιαίτερα περιορισμένης σκοπιάς της συγκεκριμένης ανθολόγησης, κάποιοι ποιητές (εννοώ απ’ αυτούς που ανθολογούνται), εάν εκτιμούν πράγματι τους σημαντικούς ή έστω τους σημαντικότερους ποιητές, οφείλουν να μιλήσουν δημόσια, για το κατά πόσο η ανθολόγηση αυτή, αλλά και κάθε προηγούμενη, πιστεύουν πως είναι πράγματι αντιπροσωπευτική, δίκαιη και ανάλογη των όσων συμβαίνουν σήμερα στην ποίηση της ελληνοφωνίας – δίχως να επαναπαύονται στην ψευδή ή περιπτωσιακή φωτεινότητα που εκπέμπει το όνομά τους στη λίστα των ανθολογούμενων. Να κάνουν μπροστά και όχι πίσω, όπως συνήθως κάνουν, και να μιλήσουν ανοικτά για το κατά πόσο μία ανθολογία σαν αυτή, στέκεται στο πλάι της ποίησης ή, τελικώς, στο πλάι όσων, είτε από αφέλεια είτε από προμελέτη, προβαίνουν σε τέτοια πορίσματα.
Τόσο οι εκφάνσεις της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, όσο και της δοκιμιακής της προσέγγισης, απαιτούν, πιστεύω, μία πιο εμπεριστατωμένη, δίκαιη και ποσοτικά πιο αυστηρή παρουσίαση.
Τόσο οι εκφάνσεις της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, όσο και της δοκιμιακής της προσέγγισης, απαιτούν, πιστεύω, μία πιο εμπεριστατωμένη, δίκαιη και ποσοτικά πιο αυστηρή παρουσίαση.
Κάθε ιδεώδες που συλλαμβάνεται για να αποκαταστήσει το προηγούμενο, θα έχει την ίδια μοίρα: θα καταρρέει ως ιδεώδες∙ συγχέοντας, δηλαδή, την πραγματικότητα με την αποτελεσματικότητα, συγχέοντας το ποίημα με την προκατάληψη, συγχέοντας, τελικά, τον άνθρωπο με την ανθρωπότητα.
Τα λέω αυτά, κάπως επιγραμματικά, τονίζοντας εντούτοις, πως στην ποίηση, ο ορισμός του θεμιτού αποτελεί αμφιλογία γιατί δεν εκφράζεται μόνον από όσα επικαλείται, μα και από όσα διέπεται.
* Στην κεντρική φωτογραφία πίνακας του Gerhard Richter, Άτιτλο.
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ είναι ποιητής.