Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
«Πρότεινέ μου ένα καλό βιβλίο». Σ’ αυτήν τη συνηθισμένη προτροπή, εγείρεται πάντα μια αμήχανη απάντηση, που δεν μπορεί να είναι απόλυτη, αλλά τραμπαλίζεται σαν ακροβάτης πάνω σε τεντωμένο σκοινί, με μόνο δίχτυ ασφαλείας την παιδεία αυτού που απαντά. Και στο άλλο άκρο ακούγεται η ερώτηση για το ποιο βιβλίο θα μείνει στον χρόνο και θα διαβάζεται σε πενήντα-εκατό χρόνια. Η απάντηση είναι το ίδιο αμήχανη.
Για να αξιολογήσουμε ένα βιβλίο, είτε για προσωπική χρήση είτε για κριτικούς λόγους, μπορούμε να το τοποθετήσουμε σε μια πενταβάθμια κλίμακα, η οποία στηρίζεται σε δύο αξιολογικά σκέλη.
Από τη μία, κρίνεται ένα βιβλίο από τον αναγνώστη και τον ορίζοντά του, όταν το απολαμβάνει, όταν θεωρεί ότι η ανάγνωσή του είναι μια ψυχαγωγική ευκαιρία, ότι το βλέπει ως τερπνή τέχνη που προσφέρει συγκίνηση, προβληματισμό, αγαλλίαση, διαφυγή κλπ. Η ποιότητα με άλλα λόγια ενός λογοτεχνικού έργου σταθμίζεται από την πρόσληψή του από τους αναγνώστες. Η Βενετία Αποστολίδου (περιοδικό www.oanagnostis.gr) έχει επισημάνει εύστοχα ότι η απόλαυση αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκη διασκέδαση, αλλά κυμαίνεται σε διάφορα επίπεδα συναισθηματικής ή νοητικής μέθεξης.
Αποδίδεται αξία σε ένα λογοτέχνημα για ιστορικούς λόγους, καθώς εκλαμβάνεται ως ορόσημο σε μια περίοδο κατά την οποία ξεχωρίζει, φέρνει νέο αέρα, εκσυγχρονίζει την τρέχουσα παραγωγή, υψώνεται πάνω από τα άλλα και καινοτομεί.
Από την άλλη, απέναντι στη «μικρο-σκοπική» οπτική του αναγνώστη προβάλλεται η «μακρο-σκοπική» οπτική του ιστορικού της λογοτεχνίας ο οποίος έρχεται να καταξιώσει το έργο τέχνης που διεύρυνε τους «ορίζοντες προσδοκιών» της εποχής του, κατά τον Jauss, και σημείωσε μια πολλών ή λίγων μοιρών στροφή όταν πρωτοδημοσιεύτηκε. Έτσι, αποδίδεται αξία σε ένα λογοτέχνημα για ιστορικούς λόγους, καθώς εκλαμβάνεται ως ορόσημο σε μια περίοδο κατά την οποία ξεχωρίζει, φέρνει νέο αέρα, εκσυγχρονίζει την τρέχουσα παραγωγή, υψώνεται πάνω από τα άλλα και καινοτομεί.
Αν λοιπόν στον βαθμό 1 τοποθετήσουμε την αναγνωστική αποδοχή, στον αντίποδα, στον βαθμό 5, μπορούμε να θέσουμε την ιστορική καταξίωση. Η πρώτη εστιάζει στην απόλαυση και την επιτυχία του έργου τέχνης (μυθιστορήματος, διηγήματος, ποιήματος, θεατρικού έργου, πίνακα ζωγραφικής κλπ.) να προσληφθεί με ενδιαφέρον και σε αντιστοιχία προς τις αναζητήσεις του εκάστοτε αποδέκτη του. Η δεύτερη επικεντρώνεται στον ιστορικό του ρόλο, στην καμπή που έκανε στην εποχή του και στις αλλαγές που επέφερε στην πορεία της τέχνης, και της λογοτεχνίας πιο συγκεκριμένα, όταν έκανε την εμφάνισή του.
Θεωρώ πως και οι δύο εκτιμήσεις της αξίας ενός έργου τέχνης είναι μονόπλευρες και ακραίες. Η πρώτη καταδικάζεται από την κριτική, επειδή –στη ύστατη εκδοχή της που υιοθετεί τη λογική του ευπώλητου– ενθρονίζει την πρόσκαιρη απόλαυση σε καθοριστικό παράγοντα αξιολόγησης κι έτσι μετατρέπει την τέχνη σε θέαμα, σε εύπεπτο προϊόν, σε ευτελή διασκέδαση εφήμερης ίσως διάστασης. Το μπεστ-σέλερ γίνεται εύκολα ευρέως αποδεκτό, επειδή θωπεύει τα αυτιά και τα μάτια των αποδεκτών, στοιχίζει την τέχνη με την παθητική ζωή τους και υποβιβάζει την αισθητική σε καθημερινή ελαφριά ενασχόληση. Η δεύτερη είναι εξίσου καταδικαστέα ως πρακτική ευρείας αξιολόγησης, επειδή προβάλλει τη μουσειακή αξία ενός έργου σε λυδία λίθο της διαχρονικής του αξίας. Ένα κείμενο δηλαδή που επέδρασε σε μια εποχή θεωρείται –χωρίς δεύτερα κριτήρια– ότι αξίζει να ξεφύγει από τα όρια μιας Ιστορίας της λογοτεχνίας και να ενταχθεί αυτόχρημα στον Κανόνα των μεταγενέστερων οριζόντων.
Η αναγνωστική απόλαυση προκύπτει αδιαμεσολάβητα· επέρχεται από την άμεση επαφή του αναγνώστη με το κείμενο, καθώς η ίδια η ανάγνωση είναι αυτή που προκαλεί το ενδιαφέρον, τη συναισθηματική ανάταση, την πνευματική ηδονή. Από εκεί και πέρα αρχίζουν ποικίλοι αναβαθμοί διαμεσολάβησης, όπου διαδραματίζουν ρόλο ποικίλοι παράγοντες, από το όνομα του συγγραφέα και την προϋπάρχουσα γνώμη γι’ αυτόν μέχρι τις κριτικές και τις γνώμες που έχουν ακουστεί, κι από τη φήμη που συνοδεύει το έργο όσο παλιώνει μέχρι τις εισαγωγές και τα επίμετρα, τα οποία το εντάσσουν στην εποχή του, στα ρεύματα και στις σχολές, στην κοινωνική και πολιτική περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Όσο πλησιάζουμε στον βαθμό 5, τόσο όλα αυτά τα περικειμενικά στοιχεία γίνονται απαραίτητα για να γίνει κατανοητή στον σύγχρονο αποδέκτη η αξία του λογοτεχνήματος ανάλογα με τη σημασία του όταν δημοσιεύτηκε.
Το κλασικό κείμενο ναι μεν έχει διευρύνει, με την αξία του, τη ρηξικέλευθη φύση του και την αισθητική του παρουσία, τους ορίζοντες προσδοκιών της εποχής του, αλλά συνάμα σήμερα εξακολουθεί να δίνει απαντήσεις στα τρέχοντα ερωτήματα και να προσφέρει την ηδονή ενός σύγχρονου έργου.
Η αναγνωστική αξιολόγηση έχει εφήμερο χαρακτήρα, ενώ η ιστορική μουσειακό. Γι’ αυτό, ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα, διαχρονικά ποιοτικό έργο είναι όποιο διαβάζεται από κάθε εποχή με την ίδια –ή με μεγαλύτερη– βαρύτητα με αυτή που είχε στη γενιά που το πρωτοδέχτηκε. Αυτό που ονομάζουμε «κλασικό», βάσει αυτής της κλίμακας αξιολόγησης, θα μπορούσε να οριστεί ως το έργο που συναιρεί την επανερχόμενη αναγνωστική απόλαυση με την ιστορική προοπτική. Με άλλα λόγια, το κλασικό κείμενο ναι μεν έχει διευρύνει, με την αξία του, τη ρηξικέλευθη φύση του και την αισθητική του παρουσία, τους ορίζοντες προσδοκιών της εποχής του, αλλά συνάμα σήμερα εξακολουθεί να δίνει απαντήσεις στα τρέχοντα ερωτήματα και να προσφέρει την ηδονή ενός σύγχρονου έργου. Η επικαιρότητα της πρόσληψης ωσμώνεται με τη διαχρονικότητα της ιστορικής του αξίας.
Παράδειγμα της εφήμερης αναγνωστικής αξιολόγησης θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε έργο της λεγόμενης ροζ (παρα)λογοτεχνίας, όπως λ.χ. τα Δίδυμα φεγγάρια της Ρένας Ρώσση-Ζαΐρη (2014). Το αναγνωστικό κοινό δελεάζεται από τον έρωτα, τις προσωπικές και οικογενειακές τραγωδίες, το μελό ύφος και τη θυμική γραφή, την τηλεοπτική αναπαράσταση της πραγματικότητας και τη γυναικεία ψυχοσύνθεση, με αποτέλεσμα να τέρπεται σε μια ανάγνωση φυγής και ταύτισης. Βρισκόμαστε στον βαθμό 1. Στην άλλη άκρη θα μπορούσαμε να θέσουμε λ.χ. το Φθινόπωρο του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου (1917), που συζευγνύει τον συμβολισμό με τον ρεαλισμό-νατουραλισμό και σημειώνει ένα ορόσημο στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στις αρχές του 20ού αιώνα. Όμως σήμερα δεν διαβάζεται, όπως και πολλά άλλα έργα της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας, αν δεν εκτιμηθεί βάσει της ιστορικής του σημασίας και της εποχής του, αν δεν γίνει αντιληπτή η αξία του με συνοδευτικά σημειώματα που θα το αναδείξουν.
Ως σύγκλιση των δύο προοπτικών μπορεί να αναφερθεί η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1903). Χαίρει της εκτίμησης των κριτικών και των φιλολόγων, σημαίνεται ως μία από τις κορυφές της παπαδιαμαντικής, της ηθογραφικής και της ελληνικής λογοτεχνίας, εκτιμάται φυσικά για τη γλώσσα και την ποιητικότητά της, αλλά ταυτόχρονα εκθειάζεται ο καίριος προβληματισμός της για τη θέση της γυναίκας, την κοινωνική κριτική, την ηθική, την ανθρώπινη και τη θεία δικαιοσύνη. Παράλληλα, όμως, και παρά την καθαρεύουσα, διαβάζεται και σήμερα με υψηλή ζέση, προσλαμβάνεται στα σχολεία από τους μαθητές με ενδιαφέρον, ακούγεται και εκτιμάται από το αναγνωστικό κοινό. Η κλασικότητα του έργου λοιπόν δεν είναι αποτέλεσμα μόνο των φιλολογικών μελετών, αλλά και της αναγνωστικής του τύχης.
Επομένως, 3 Φ (Φεγγάρια, Φθινόπωρο και Φόνισσα) ορίζουν τους τρεις στύλους της αξιολόγησης, από τον βαθμό 1 έως τον 5.
Η ιστορική τους αξία είναι διαπιστωμένη και με βάση τα κριτήρια της κριτικής του 21ου αιώνα, ενώ συνάμα επιχειρούν να σπάσουν τα τείχη της φιλολογικής επιστήμης και να περάσουν στα ευρέα αλώνια της τρέχουσας ανάγνωσης.
Φυσικά δεν λείπουν οι ενδιάμεσες βαθμίδες, στις οποίες εντάσσονται όλα τα κείμενα ανάλογα με το πόσο τείνουν προς τη μία άκρη ή προς την άλλη. Παραδείγματος χάριν, στον βαθμό 2 βρίσκονται πολλά κείμενα που διαβάζονται ασμένως, αλλά διεκδικούν, λίγο ή πολύ, και την ποιοτική αντιμετώπισή τους. Θα μπορούσαμε να κατονομάσουμε εδώ τη σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία, που έχει σπάσει το φράγμα της παραλογοτεχνίας, φλερτάρει με την «καλή» λογοτεχνία, μετατρέπεται σε υβρίδιο ενδιαφέρουσας πλοκής και αισθητικών αναζητήσεων και προσπαθεί να εδραιωθεί στα σαλόνια της υψηλής τέχνης. Ακόμα όμως, ειδικά στην Ελλάδα, δεν έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο καταξίωσης.
Στο άλλο σκέλος της κλίμακας βρίσκεται ο βαθμός 4, στον οποίο τοποθετούνται τα έργα που εγκωμιάζονται από την κριτική και προσπαθούν να κερδίσουν και την αποδοχή των αναγνωστών. Η ιστορική τους αξία είναι διαπιστωμένη και με βάση τα κριτήρια της κριτικής του 21ου αιώνα, ενώ συνάμα επιχειρούν να σπάσουν τα τείχη της φιλολογικής επιστήμης και να περάσουν στα ευρέα αλώνια της τρέχουσας ανάγνωσης. Νομίζω ότι εδώ μπορεί να ενταχθεί όλη η νεοελληνική –και παγκόσμια– ποίηση (πλην αρκετών βέβαια εξαιρέσεων), η οποία αναγνωρίζεται ως ποιοτικότερη της πεζογραφίας, αλλά δεν έχει κερδίσει, σε μια (καταναλωτική) εποχή όπως η δική μας, το ευρύ αναγνωστικό κοινό, που δεν διαβάζει ποίηση.
Ο ανυποψίαστος αναγνώστης βρίσκεται στον βαθμό 1. Επομένως, η παιδεία και η γενικότερη αναγνωστική νοοτροπία της κοινωνίας μπορεί –και πρέπει– να τον προχωρήσουν σιγά σιγά προς το κέντρο.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.