Της Παναγιώτας Μ. Χατζηγεωργίου
Όταν ο Κώστας Μουρσελάς (1932-2017) ρωτήθηκε, κάποτε, πώς από το θέατρο μεταπήδησε στην πεζογραφία, ομολόγησε ότι στην πεζογραφία αισθάνεται πως η μοίρα των «ηρώων» είναι στα χέρια του και την καθορίζει, ενώ στο θέατρο θεωρεί ότι η πορεία τους είναι προδιαγεγραμμένη[1].
Ο πρόσφατα αποθανών πειραιώτης συγγραφέας υπήρξε, πράγματι, ένας επιτυχημένος θεατρικός συγγραφέας πριν ασχοληθεί με την πεζογραφία. Κι ενώ είχε ήδη γίνει γνωστός με τα Εκείνος και Εκείνος (1971) και Ω! τι κόσμος μπαμπά!(1972) προσέλκυσε πολύ μεγαλύτερο κοινό, όταν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα, τα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά (1989).
Τα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, αν και αντιμετωπίστηκαν με υπεροψία από την «επίσημη» λογοτεχνική κριτική, αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από το αναγνωστικό κοινό.
Τα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, αν και αντιμετωπίστηκαν με υπεροψία από την «επίσημη» λογοτεχνική κριτική, αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από το αναγνωστικό κοινό. Μέσα στον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας του, το βιβλίο ανατυπώθηκε εφτά φορές και πούλησε τριάντα πέντε χιλιάδες (35.000) αντίτυπα. Μέχρι τον Ιούλιο του 2000 είχε κάνει σαράντα μία εκδόσεις και είχε πουλήσει εκατόν ενενήντα χιλιάδες (190.000) αντίτυπα[2].
Στα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά ο μύθος του έργου αποτελεί μία νεότερη εκδοχήτων μοτίβων που αναπτύσσονται στο μυθιστόρημα του Ν. Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946). Πρόκειται για «ομόλογα» αντιηρωικά κείμενα διαφορετικών εποχών: Ο Εμμανουήλ Ρετσίνας ή Λούης είναι ένας μεταπολεμικός Ζορμπάς η ύπαρξη του οποίου αντιδιαστέλλεται μ’ αυτήν ενός διανοούμενου κρυπτοσυγγραφέα, του Κωνσταντή Μανωλόπουλου. Ο αντιήρωας Λούης καταφάσκει την αποτυχία των οραμάτων της γενιάς του, της γενιάς του Εμφυλίου: λειτουργώντας ως σημείο αναφοράς και βάση προσδιορισμού της ζωής των υπολοίπων χαρακτήρων, απομυθοποιεί μια ολόκληρη εποχή, τη γενιά της και τη γενικευμένη πίστη των ανθρώπων στην επίτευξη των προσδοκιών τους[3].
Μία εξήγηση που έχει δοθεί για την επιτυχία του έργου αυτού είναι ότι θίγει μια διαχρονική προβληματική του ανθρώπου ανάμεσα στη συμμόρφωση και την εξέγερση, το Υπερεγώ και το Αυτό, την απώθηση και το ένστικτο[4], στην πρόσδεση, δηλαδή, στις εκάστοτε κυρίαρχες ηθικές αξίες ή στο μηδενισμό των αξιών αυτών. Οι αναγνώστες αγάπησαν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι «Λούης – Μανωλόπουλος» και ειδικότερα τον Λούη, που αποτελεί τον κεντρικό άξονα του μύθου. Πρόκειται για έναν απρόσμενο και σαγηνευτικό πρωταγωνιστικό χαρακτήρα ο οποίος αναδεικνύεται σε αναγνωστικό πόλο έλξης μέσω της ολοκληρωτικής αποτίναξης και κατάρριψης κάθε είδους ηθικής και ιδεολογίας, χωρίς μάλιστα να εμφορείται από κανένα σκοπό.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα πληροί μία προδιαγραφή που συνήθως θεωρείται ότι απαιτείται για την εκδοτική επιτυχία ενός πεζογραφήματος: οι απόλυτα οικείες και αναγνωρίσιμες από το Νεοέλληνα ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες βοηθούν στην ταύτισή του με τους χαρακτήρες και τους χωροχρόνους του μύθου.
Για την αφήγηση του «διαφορετικού» ήρωα Λούη, ο Κ. Μουρσελάς επιλέγει τη μνήμη που λειτουργεί ως βασικός αφηγηματικός μηχανισμός στα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά. Ο αφηγητής θυμάται το παρελθόν που ξεκινά στο τέλος της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και στο οποίο συμμετέχουν εξήντα οκτώ διαφορετικά πρόσωπα. Απευθύνεται στον αναγνώστη από την αρχή του κειμένου με ύφος πολύ οικείο, σε τόνο κουβεντιαστό και εξομολογητικό, στοιχεία που πολλές φορές οδηγούν σε συνειρμική αφήγηση. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα πληροί μία προδιαγραφή που συνήθως θεωρείται ότι απαιτείται για την εκδοτική επιτυχία ενός πεζογραφήματος: οι απόλυτα οικείες και αναγνωρίσιμες από το Νεοέλληνα ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες βοηθούν στην ταύτισή του με τους χαρακτήρες και τους χωροχρόνους του μύθου[5].
Το έργο εγκαινίασε την εποχή –κατά κάποιους– των ευπώλητων, ή –σύμφωνα με κάποιους άλλους– των μεγάλων πωλήσεων στη νεοελληνική πεζογραφία. Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οπότε κι εμφανίζεται η σεξουαλική ειλικρίνεια στα καθημερινής γλώσσας και αστικού σκηνικού μυθιστορήματα, που, όμως, ακροβατούν μεταξύ λογοτεχνίας και «λαϊκής» πεζογραφίας[6]. Ωστόσο, διαθέτουμε στοιχεία υπεράσπισης της λογοτεχνικότητάς του: στην κυριαρχούσα ρεαλιστική ωμότητα, παρεμβαίνει το υπερφυσικό στοιχείο και η παρωδία. Επίσης, οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος δεν είναι επίπεδοι. Κι αν ακόμη η ψυχολογική διαγραφή τους φαίνεται ελλιπής, ας σημειωθεί ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει ευρύτερα στην ελληνική πεζογραφία των τελευταίων χρόνων, γιατί οι συγγραφείς «επικεντρώνονται στα χαρακτηριστικά που τους ενδιαφέρουν και [...] αποτελούν κινητήριο μοχλό της δράσης»[7]. Εκτός των άλλων, πρέπει να τονιστεί ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα έχει ένα αμβλύ μεν, αναγνωρίσιμο δε, φιλοσοφικό υπόβαθρο, κατά βάση νιτσεϊκό, που συνομιλεί με τις αντίστοιχες φιλοσοφικές διαστάσεις του καζαντζακικού Ζορμπά.
Βέβαια, τα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά δεν έχουν προδιαγεγραμμένες παιδαγωγικές προθέσεις, όπως είχε το νεοελληνικό μυθιστόρημα από τη γέννησή του και μέχρι τουλάχιστον το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Ωστόσο, η «παιδαγωγική» τους θα μπορούσε να θεωρηθεί σύγχρονη: με άξονα έναν αντιήρωα παρουσιάζονται δυο εκ διαμέτρου αντίθετες θεωρίες και στάσεις ζωής και καταβάλλεται προσπάθεια ώστε ο αναγνώστης να αποφασίσει μόνος του. Πρόκειται για προσπάθεια, καθώς ο ίδιος ο συγγραφέας δε διστάζει να προδώσει τις απόψεις και τις επιλογές του μέσω του αφηγητή ή μέσω του Λούη, γεγονός που μάλλον οφείλεται στην αυτοβιογραφικότητα του συγκεκριμένου πεζογραφικού εγχειρήματος[8].
Ο Κ. Μουρσελάς, συνέχισε τη θητεία του στην πεζογραφία με έργα όπως το Κλειστόν λόγω μελαγχολίας (1999), μυθιστόρημα με αλληλοεμπλεκόμενες ιστορίες που αναδεικνύουν τις ανησυχίες και τις αναπηρίες πολυάριθμων προσώπων, Ο πόθος καίει τα σωθικά (2004), διηγήματα που ακολουθούν την ίδια γραμμή των καθημερινών ανθρώπων, οι οποίοι παλεύουν με τα αισθήματά τους, και Στην άκρη της νύχτας (2010), ένα μυθιστόρημα που συνεχίζει το παπαδιαμαντικό Όνειρο στο κύμα.
«Κρίμα ήμαστε μια τόσο καλή και τρυφερή εφεύρεση».
Ο συγγραφέας, συνομιλώντας με πολλούς προγενέστερους νεοέλληνες λογοτέχνες, ανάμεσα στους οποίους και οι Α. Παπαδιαμάντης, Ν. Καζαντζάκης και Μ. Καραγάτσης, εμπλούτισε την πεζογραφία με τη θεατρική γραφή, έπλασε δυνατούς χαρακτήρες και ασχολήθηκε με την τύχη του απλού ανθρώπου, που μάχεται με τον εαυτό του και το κοινωνικό περιβάλλον, διατηρώντας πάντα ένα έντονο αλλά βαθιά συμπονετικό βλέμμα, ώστε να διαπιστώνει για τους ανθρώπους της γενιάς του: «Κρίμα ήμαστε μια τόσο καλή και τρυφερή εφεύρεση».
* Η ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ Μ. ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, Διδάσκουσα Δημιουργικής ανάγνωσης και γραφή της πεζογραφίας στο e-learning του ΕΚΠΑ.
[1] Ελεύθερος τύπος, «Το πορτρέτο μιας εποχής», 13/5/1990.