Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Τα λογοτεχνικά βραβεία που δίνονται σε εθνικό ή παγκόσμιο επίπεδο δεν είναι μόνο ένας καλός τρόπος διαφήμισης του ποιοτικού βιβλίου και σύστασής του στο αναγνωστικό κοινό. Δεν είναι μόνο ένα είδος συλλογικής κριτικής, στην οποία συγκλίνουν οι εκτιμήσεις των μελών της εκάστοτε κριτικής επιτροπής, συναιρώντας αξιολογήσεις και διασταυρώνοντας κριτήρια και τάσεις. Δεν είναι μόνο ένα είδος ανάδειξης νέων «φωνών» και προώθησης μιας νέας τάσης, ενός λογοτεχνικού είδους ή μιας τεχνοτροπίας που θα μας απασχολήσει στο μέλλον. Δεν είναι πάλι απλώς ένας τρόπος συγχρονικής κατάρτισης μιας (καταρχάς) άτυπης Ιστορίας της Λογοτεχνίας, που κανονικοποιεί τα βιβλία που αξίζει να προσεχθούν. Είναι κι ένα πολιτισμικό γεγονός το οποίο παράγει και παράγεται από τις τρέχουσες πολιτιστικές εξελίξεις και συναντά τους προβληματισμούς της κοινωνίας, όπως αυτοί αποτυπώνονται στη λογοτεχνία.
Αλλά ας πάρω τα πράγματα με τη σειρά, για να πορευτούμε όλοι μαζί σε κοινό δρόμο, δηλώνοντας εξ αρχής ότι εκφράζω προσωπικές (φιλολογικές και κριτικές) απόψεις.
Τα μεγάλα βραβεία με κύρος, ειδικά σε χώρες με αναγνωστική κουλτούρα, οδηγούν σε πωλήσεις και μεταφράσεις, καθώς δίνουν το έναυσμα σε έναν μηχανισμό προώθησης.
Κάθε βραβείο είναι καταρχάς ένας τρόπος να ακουστούν σημαντικά καλλιτεχνικά έργα και να προβληθεί ο δημιουργός τους. Η βράβευση σημαίνει αυτόματα αξιολόγηση, φυσικά θετική, που αίρει το έργο τέχνης πάνω από τα ομοειδή του, τουλάχιστον τα σύγχρονά του. Έτσι, σε ένα άλλο επίπεδο από εκείνο της απλής βιβλιοκριτικής και της από στόμα σε στόμα διαφήμισης, ένα βραβείο κινητοποιεί, λίγο ή πολύ, το αναγνωστικό κοινό να προσεγγίσει αυτό που θεωρήθηκε (από κάποιους ειδικούς) αξιοπρόσεκτο. Τα μεγάλα βραβεία με κύρος, ειδικά σε χώρες με αναγνωστική κουλτούρα, οδηγούν σε πωλήσεις και μεταφράσεις, καθώς δίνουν το έναυσμα σε έναν μηχανισμό προώθησης.
Αυτό όμως δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι περισσότερο το ορατό αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που έχει πιο μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, καθώς η κοινή συνισταμένη των μελών της εκάστοτε επιτροπής, που αποτελείται από βιβλιοκριτικούς, ακαδημαϊκούς καθηγητές και συγγραφείς, είναι κατά βάση η έκφραση μιας συλλογικής κριτικής στάσης. Πέρα από τις μεμονωμένες βιβλιοκρισίες των μελών, οι οποίες έχουν αυτόνομη θέση, και πέρα από τις βιβλιοκριτικές ή παρουσιάσεις των εκτός της επιτροπής κρινόντων, κάθε βραχεία λίστα και πολύ περισσότερο μια βράβευση σηματοδοτεί έναν κοινό ορίζοντα προσδοκιών, ο οποίος ορίζεται μέσω της γνώμης των ειδικών του χώρου. Συζητήσεις, συγκλίσεις και αποκλίσεις, υποχωρήσεις και αποδοχές, διασταυρούμενες απόψεις, όλες μαζί συνθέτουν τις ζυμώσεις που φέρνουν σε κοινό παρονομαστή τις θέσεις κάθε μέλους, παρονομαστή που τίθεται ως ένας από τους (λιγότερο ή περισσότερο φερέγγυους) άξονες της πρόσληψης του έργου από τη σύγχρονη κριτική.
Tα βραβεία ξεχωρίζουν τα βιβλία που αξίζει να μείνουν ως ποιοτικές κορυφές και να απασχολήσουν τον αναγνώστη και τον μελετητή, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον.
Αυτό καθεαυτό λειτουργεί σε εύρος χρόνου και ως μια άτυπη Ιστορία της Λογοτεχνίας, που βοηθάει τους ιστορικούς του μέλλοντος να κοσκινίσουν τα καλά από τα λιγότερο καλά βιβλία, να έχουν μπροστά τους τη γνώμη κάθε γενιάς για την παραγωγή της, να κρίνουν –με βάση τον ορίζοντα προσδοκιών της εποχής αλλά και με τα κριτήρια που διαμορφώνει ο χρόνος– τον Κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας. Με άλλα λόγια τα βραβεία ξεχωρίζουν τα βιβλία που αξίζει να μείνουν ως ποιοτικές κορυφές και να απασχολήσουν τον αναγνώστη και τον μελετητή, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον. Έτσι, σε ένα εργοτάξιο αποκλεισμών και ιεραρχήσεων, προσωπικών και συλλογικών οπτικών, στενών ή ευρέων κριτηρίων, αξιολογήσεων, ερμηνειών και διακρίβωσης τάσεων, αναδεικνύεται συγχρονικά ένας μικρός κύκλος βιβλίων που θεωρούνται ικανά να προσεχθούν, αναγνωστικά και ιστορικά.
Οι βραχείες λίστες και η ίδια η βράβευση είναι ένα πολιτισμικό γεγονός που πυροδοτεί συζητήσεις, εγείρει ερωτήματα, προκαλεί θετικές κι αρνητικές αντιδράσεις, οι οποίες πρέπει να επιδιώκονται, ώστε να αναθερμαίνεται συνεχώς ο διάλογος για το βιβλίο και τη λογοτεχνία.
Κι ολοκληρώνοντας τις σκέψεις μου, χωρίς να παραβλέπω τις ποικίλες αντιρρήσεις, θα ήθελα να καταλήξω ότι όλα αυτά συντείνουν στην πολιτισμική διάσταση των βραβείων. Οι βραχείες λίστες και η ίδια η βράβευση είναι ένα πολιτισμικό γεγονός που πυροδοτεί συζητήσεις, εγείρει ερωτήματα, προκαλεί θετικές κι αρνητικές αντιδράσεις, οι οποίες πρέπει να επιδιώκονται, ώστε να αναθερμαίνεται συνεχώς ο διάλογος για το βιβλίο και τη λογοτεχνία. Όχι μόνο τα βραβευμένα έργα, αλλά γενικότερα η στάθμη της ποίησης, του διηγήματος, του μυθιστορήματος και του δοκιμίου, το επίπεδο της παιδικής λογοτεχνίας, οι θεματικές και μορφικές τάσεις της λογοτεχνίας, οι ιδεολογικές αποτυπώσεις ερεθίζουν –ή πρέπει να ερεθίζουν– το μυημένο κοινό, που βλέπει στα βραβεία ένα πεδίο ζυμώσεων και επιδράσεων. Η λογοτεχνία έτσι επικοινωνεί με το κοινωνικό γίγνεσθαι, αφού ναι μεν επηρεάζεται από αυτό, αλλά ταυτόχρονα, στις οξείες της γωνίες και στις ερεθιστικές της πλευρές, αφυπνίζει τη σκέψη και κινητοποιεί δυνάμεις που υπνώττουν. Δεν ξέρω αν στην αποπνευματοποιημένη νεοελληνική πραγματικότητα μια βράβευση μπορεί όντως να ξυπνήσει συζητήσεις και εντάσεις, να ακονίσει λεπίδες και να δείξει την όποια ισχυρή επίδραση της λογοτεχνίας στην κοινωνική και ιδεολογική κονίστρα, αλλά τα κορυφαία βραβεία ανά τον κόσμο (Nobel, Booker, Goncourt κλπ.) κατά κανόνα οπλίζουν τις γραφίδες και ανακινούν τη φωτιά της λογοτεχνικής δυναμικής.
Ασχέτως αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με τις κριτικές, ασχέτως να επιδοκιμάζουμε ή όχι την όποια βράβευση, αφού οι κρίνοντες με τη σειρά τους κρίνονται, κάθε βράβευση αφήνει το βραχυπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο στίγμα της· έτσι αναδιατάσσεται το λογοτεχνικό πεδίο, που δεν μένει ποτέ στατικό, αλλά αενάως κινούμενο και διαδραστικό.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.