Του Γιάννη Λειβαδά
Την πρώτη φορά που διάβασα το βιβλίο ήμουν είκοσι ενός χρόνων. Έκτοτε το πήρα ξανά κάμποσες φορές στα χέρια μου, είτε για να το διαβάσω είτε για να απολαύσω επιλεκτικά ορισμένες αρaάδες του. Μετά από μία δεκαετία, και έχοντας αποκτήσει ένα πολύτιμο αντίτυπο της πρώτης του αμερικανικής έκδοσης, το διάβασα πάλι, και αυτή η ανάγνωση, όπως και εκείνες που ακολούθησαν, διέθεταν όλα τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά της πρώτης. Κάθε φορά το βιβλίο κατάφερνε να επικεντρώνει το ενδιαφέρον μου σε διαφορετικό σημείο, σε άλλη πτυχή της πραγμάτευσής του.
Το 2009 δημοσίευσα ένα πρόχειρο και συνοπτικό σημείωμα για το βιβλίο στη στήλη που διατηρούσα τότε στην Ελευθεροτυπία. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να το επεξεργαστώ και να το δημοσιεύσω εκ νέου. Η εφημερίδα, ως γνωστόν, έκλεισε. Το κείμενο χάθηκε από τον ορίζοντά μου. Πολύ πρόσφατα, με αφορμή μία εργασία μου σχετικά με τον τρόπο που η μοντερνιστική λογοτεχνία εισήγαγε τη μεταμοντερνιστική εξέλιξη πριν ακόμη αυτή επικυρωθεί στα μεταμοντερνιστικά έργα, χρειάστηκε να επισκεφθώ το Κάτω από το ηφαίστειο. Στα διαλείμματα αυτής της εργασίας συντέθηκε το παρακάτω κείμενο.
Ο Πρόξενος, ετεροειδής και αλλιώτικος από τους χαρακτήρες που τον συνοδεύουν, έρχεται θαρρείς στη ζωή μόνο για μία μέρα, εκείνη του Εορτασμού Των Νεκρών, και με τη λήξη της επιστρέφει στον κόσμο των νεκρών, ενώ η ανθρωπότητα αρχίζει να κατρακυλά στο έρεβος των ανίερών της επιδιώξεων.
Πρόξενος αυτής της ιστορίας, ο Μάλκολμ Λάουρι [1]. Μα τίνος πράγματος, και τι ακριβώς προασπίζει; Τη ζωή που είναι βδελυρή, γιατί η πραγματικότητά της είναι κατ’ ανάγκη εναγής, ώστε να είναι ολοκληρωμένη. Ο κεντρικός ήρωας, αυτού του ρέκβιεμ στο όνομα της αμεταβλησίας, ένας Αμνός Του Χαμού αντί για Αμνός Του Θεού. Ο Πρόξενος, ετεροειδής και αλλιώτικος από τους χαρακτήρες που τον συνοδεύουν, έρχεται θαρρείς στη ζωή μόνο για μία μέρα, εκείνη του Εορτασμού Των Νεκρών, και με τη λήξη της επιστρέφει στον κόσμο των νεκρών, ενώ η ανθρωπότητα αρχίζει να κατρακυλά στο έρεβος των ανίερών της επιδιώξεων.
Ο Μάλκολμ Λάουρι τοποθετήθηκε σχετικά με τη φύση του βιβλίου, εξ αφορμής της θετικής απόκρισης του υπευθύνου των εκδόσεων Τζόναθαν Κέιπ να το εκδώσουν –μετά από μακρά σειρά απορρίψεων από πολλούς εκδότες– με μία αδιανόητη επιστολή σαράντα σελίδων. Εκεί ο Λάουρι υπογράμμισε τα πάντα, το έργο όμως κατάφερε να απεξαρτηθεί, θα μπορούσε να πει κανείς, από τον προσδιορισμό του δημιουργού του, αποκτώντας εκ νέου προοπτική, καθώς εκείνος ο τόσο χαρακτηριστικός «ρυθμός της απόσυρσης και της επαναφοράς» επαναπροσδιορίστηκε απροσδόκητα από την περιπέτεια της απώλειας-απόκτησης νοηματικής συνοχής της νεότερης μεταμοντερνιστικής πεζογραφίας – προωθώντας για άλλη μία φορά το Κάτω από το ηφαίστειο στην έπαλξη της σύγχρονης συλλογιστικής σχετικά με τη σημερινή λογοτεχνία.
Αναμφισβήτητα ένας συγγραφέας τέτοιου διαμετρήματος και βεληνεκούς, όπως ο Λάουρι, δεν θα μπορούσε ποτέ να πατρονάρει τη γραφή του ακολουθώντας την όποια πρόσφορη αισθητική που θα υποστήριζε το έργο του. Ως εκ τούτου, η τεχνική των παράλληλων πλοχμών έκφρασης (μοντερνισμός), αλλά και η αισθητική του έντονου διανοητικού αντικομφορμισμού δεν αποτελούν παρά την πλεκτάνη πάνω στην οποία έθεσε τη δράση των ιδεών του – θέτοντας σε μόνιμο κίνδυνο (ένεκα που η έκφραση υπηρετεί τη ροή και όχι την ολοκλήρωση), τόσο τη δυναμική του συγγραφέα όσο και του αναγνώστη. Ο Λάουρι βοήθησε να στηθεί ο τελειωτικός του εφιάλτης, αντί να εξαρτηθεί από τη διαφθορά της καθημερινής έξης για διαφυγή.
Παντού και πάντοτε ο Λάουρι υπήρξε εκφραστής ενός δαιμόνιου μανιχαϊσμού πολλαπλών αυτοπροβολών, οι οποίες συνέβησαν, λαμβάνοντας ποικίλες μορφές, και στην πραγματική του ζωή.
Την εποχή που γράφτηκε το Κάτω από το ηφαίστειο, αλλά και για τις δεκαετίες που ακολούθησαν, μπορεί να πει κανείς πως, αποτέλεσε μία από τις καλύτερες αναλύσεις του φαινομένου της γενικότερης κρίσης που καθόρισε και καθήλωσε τον μοντέρνο κόσμο, τις πολιτικές και αισθητικές τάσεις που επικύρωσαν την παντελή αδυναμία των ανθρώπων τού, γεμάτου υπερβολικές προσδοκίες, 20ού αιώνα, να επιτύχει την πνευματική του ανανέωση. Ο Πρόξενος ήταν μια εξαιρετική μεταφορά του υποτροπιασμού που υπέστη ο μοντέρνος άνθρωπος, σαν ήταν άνθρωπος.
Το Κάτω Από Το Ηφαίστειο δεν είναι απλώς ένα σύγχρονο έργο, όσο μοιάζει να είναι κατόπιν μίας πρώτης επισκόπησης, υπό την έννοια πως αποτελεί από μόνο του ένα είδος, από εκείνα τα ακαταχώριστα, που προσέφεραν αίγλη και μνημειακότητα στον αγγλόφωνο μοντερνισμό.
Το Κάτω από το ηφαίστειο δεν είναι απλώς ένα σύγχρονο έργο, όσο μοιάζει να είναι κατόπιν μίας πρώτης επισκόπησης, υπό την έννοια πως αποτελεί από μόνο του ένα είδος, από εκείνα τα ακαταχώριστα, που προσέφεραν αίγλη και μνημειακότητα στον αγγλόφωνο μοντερνισμό. Αναπτύχθηκε σε συγγένεια με τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες.
Ο Πρόξενος, ένας σύγχρονος αναθεματισμένος ήρωας, συναντά τη μοίρα του, διατρέχοντας τις είκοσι τέσσερεις ώρες μίας και μόνης ημέρας, ζώντας το σκοτάδιασμα της οικουμένης. Ολόκληρο το βιβλίο είναι ένας κομμός όπου ο μέγιστος των υποκριτών έχει μετατραπεί σε ρυθμιστή του έργου, ο οποίος και αναλαμβάνει προσωπικά την έξοδο.
Η Ημέρα Των Νεκρών, η χαρακτηριστική γιορτή, που συμβολίζει το αναπόφευκτο μα και τον αμήχανο προθανάτιο χλευασμό του ανθρώπου προς την ακεραιότητα του πεπρωμένου του. Ο Λάουρι έχοντας κλονισμένη τη δική του σύμβαση με τη ζωή, προσδιορίζει με ένα εξαιρετικά πυκνό και υπαινικτικό ύφος, το πέρασμα, ή ίσως το κύλισμα, από τη λογική βαθύτητα στην υποστασιακή παραφωνία.
Για δέκα σχεδόν χρόνια ο Λάουρι έγραφε και αναθεωρούσε το Κάτω Από Το Ηφαίστειο έχοντας ως πρότυπο το αδιεξοδικό «δάσος των συμβόλων», δίλεκτο του Μποντλέρ, το οποίο ο συγγραφέας είχε τοποθετήσει στον χαρακτήρα του Πρόξενου σε ένα από τα πρώτα σχεδιάσματα του μυθιστορήματος. Ο Λάουρι ως συγγραφέας διακρινόταν για τις ικανότητές του στην πολυπλοκότητα και την απόλυτη δυσλειτουργία του στη ροή της καθημερινής απλότητας.
Το Κάτω από το ηφαίστειο επανυπαγορεύει επιμόνως τον Μπλέικ, τον Σέξπιρ, τον Μάρβελ, τον Γουόρντσγουορθ, τον Γκαίτε, την Καμπαλά, τον Παράκελσο, τη Μαχαμπαράτα, τον Μάρκο Αυρήλιο και πόσους άλλους. Υπό μία έννοια το βιβλίο αποτελεί, ιστορικά και σε σχέση με τα υλικά και τη διαχείρισή τους, την πρώτη πεζογραφική υπερσύνθεση που γράφτηκε μέσα στον εικοστό αιώνα.
Ο Λάουρι με το Κάτω Από Το Ηφαίστειο, κατέστησε εμφανή τα όρια του μοντερνισμού, μα αποτέλεσε ταυτόχρονα και ξεπέρασμά του.
Ο Λάουρι με το Κάτω από το ηφαίστειο, κατέστησε εμφανή τα όρια του μοντερνισμού, μα αποτέλεσε ταυτόχρονα και ξεπέρασμά του. Πολλά από τα χαρίσματα των υπολοίπων έργων του, μα κυρίως ο τρόπος γραφής και εκπόνησης του Κάτω από το ηφαίστειο, προέκυψαν από την αγάπη του συγγραφέα για την τζαζ. Λεπτομέρειες σχετικά με την επίδρασή της στη ζωή και το έργο του μπορεί να αντλήσει κανείς από τη βιογραφία του και το αρχείο των επιστολών του. Το Κάτω από το ηφαίστειο, ήταν το αποτέλεσμα που έφεραν η διακινδύνευση ύφους του συγγραφέα, η καταγραφή της ρευστότητας της συνείδησης, και η χρήση των μετρικών αναλογιών της τζαζ στις διαρθρώσεις και την ανάπτυξη της εξιστόρησης.
Παρά τις τόσες διακυμαντικές ιδιαιτερότητες και την πολυπλοκότητα, ο Λάουρι υποδόμησε αυτό το χαρισματικό κείμενο με μία συγκρότηση που τον εντάσσει πιο κοντά στα ρεύματα του Μέλβιλ και του Κόνραντ, παρά στο ρεύμα του Τζόις. Οι συμβολισμοί διαπλέκονται, οι παραπομπές όμως συγκρούονται, ισοπεδώνονται, η εξιστόρηση αποτελεί μία σκωληκοειδή αινιγματώδη διαμόρφωση: μυστικισμός, θρησκεία, φιλοσοφία, ποίηση, αγάπη, κατατυράννηση, καταδίκη.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1947. Κέρδισε κάποιο αναγνωστικό κοινό στις ΗΠΑ, στην Αγγλία διακινήθηκε μα πέρασε μάλλον απαρατήρητο, ενώ στον Καναδά, όπου ο Λάουρι έτυχε μάλιστα να ζήσει την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του, στη διάρκεια των δύο πρώτων ετών από την έκδοσή του πουλήθηκαν μόνο δύο αντίτυπα. Στην Ελλάδα το βιβλίο δεν έχει δεχθεί ακόμη κάποια εμβαθυντική κριτική, παρότι κυκλοφορεί από το 1990, από τις εκδόσεις Αστάρτη.
Το Κάτω από το ηφαίστειο, καθώς και ο συγγραφέας του, απέκτησαν φήμη μετά τον θάνατο του δεύτερου, το 1957, ο οποίος επήλθε από αναρρόφηση, αφότου είχε κάνει χρήση βαρβιτουρικών και είχε καταναλώσει σημαντική ποσότητα αλκοόλ. Βιβλίο και συγγραφέας λειτούργησαν, ομοίως και από κοινού, ως πρόστυμμα στην τραγικότητα του μοιραίου. Το σφράγισμα της επιλογής της μη-επιλογής.
[1] Σημ. τ. συγγ.: το όνομα προφέρεται Λάουρι και όχι Λόουρι. Η τεκμηρίωση της προφοράς του ονόματος είναι αδιαμφισβήτητη.
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.