Η πρόσφατη μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του βιβλίου του Φίλιπ Ροθ Αμερικανικό ειδύλλιο δίνει αφορμή για αναψηλάφηση του σπουδαίου αυτού μυθιστορήματος, αλλά, παράλληλα, και την ευκαιρία διατύπωσης κάποιων σκέψεων αναφορικά με τις αλλοιώσεις που υφίσταται συχνά ένα λογοτεχνικό έργο, όταν αυτό γίνει κινηματογραφική ταινία.
Του Παναγιώτη Γούτα
Το βιβλίο
Πρόκειται για μια επιτομή της αμερικανικής κοινωνίας κατά τη δεκαετία του ’60, με τις ραγδαίες μεταβολές και τις εσωτερικές αναταραχές, λόγω του πολέμου του Βιετνάμ.
Το Αμερικανικό ειδύλλιο (κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις τον Μάιο του 1999 σε μετάφραση της Τρισεύγενης Παπαϊωάννου και κατατοπιστικό επίμετρο, γραμμένο από τη Σώτη Τριανταφύλλου) συγκαταλέγεται, σύμφωνα με τη γνώμη σημαντικών κριτικών, στη λίστα των Μεγάλων αμερικανικών μυθιστορημάτων όλων των εποχών, δίπλα σε άλλα αριστουργήματα (Μόμπι Ντικ, Ο μεγάλος Γκάτσμπι, Υπόγειος κόσμος, Τα σταφύλια της οργής, Τριλογία της Νέας Υόρκης κ.ά.). Πρόκειται για μια επιτομή της αμερικανικής κοινωνίας κατά τη δεκαετία του ’60, με τις ραγδαίες μεταβολές και τις εσωτερικές αναταραχές, λόγω του πολέμου του Βιετνάμ. Κεντρικό πρόσωπο ο Εβραίος Σιμούρ Λιβόβ, ο «Σουηδός», ένας δυνατός άντρας, το πρότυπο του επιτυχημένου Αμερικανού, με φυσική ευγένεια και εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, ευφυΐα, παλιός πρωταθλητής του μπέιζμπολ, γιος βιομηχάνου γαντιών και μετέπειτα επιχειρηματίας. Παντρεύεται την Ντόουν, πρώην βασίλισσα της ομορφιάς, καθολική με ιρλανδικές ρίζες, και αποκτούν μια κόρη, τη Μέρι. Η Μέρι τραυλίζει από μικρή ηλικία (στοιχείο προοικονομίας για κάποια συμφορά) και ανατρέπει τη ζωή της οικογένειας «φέρνοντας τον πόλεμο του Βιετνάμ στο μπακάλικο του Ολντ Ρίμροκ», αφού στα δεκάξι της χρόνια γίνεται βομβίστρια, τασσόμενη κατά της αμερικανικής κυβέρνησης για τον πόλεμο του Βιετνάμ, και αργότερα ζαϊνίστρια. Οι συνέπειες αυτής της βομβιστικής πράξης και ο άδικος χαμός ενός αθώου αμερικανού πολίτη (ακολουθούν και άλλες δολοφονίες αθώων πολιτών από μεριάς της) πυροδοτούν ραγδαίες αλυσιδωτές εκρήξεις στη ζωή του Σουηδού, καθιστώντας τον πολλαπλά τραγικό πρόσωπο.
Ο Ροθ, με ρεαλιστική γραφή, χτίζει σελίδα τη σελίδα την τραγικότητα του ανδρός με πολλές συγγραφικές επιστρώσεις και επίπεδα. Στη σελ. 462 μέσα σε έξι αράδες συμπυκνώνεται θαυμάσια το μοιραίο πορτρέτο του Λιβόβ: «Η κόρη του ήταν μια τρελή φόνισσα που κρυβόταν στο πάτωμα ενός δωματίου του Νιούαρκ, η γυναίκα του είχε εραστή που τη χούφτωνε πάνω από το νεροχύτη μες στο ίδιο του το σπίτι, η πρώην ερωμένη του είχε εν γνώσει της προκαλέσει την καταστροφή του σπιτιού του κι αυτός προσπαθούσε να κατευνάσει τον πατέρα του με διάφορα αφενός αυτό και αφετέρου εκείνο». Στη σελ. 120, σε ανύποπτο αφηγηματικό χρόνο, ο Ροθ εκτοξεύει μια μεστή νοήματος φράση, που κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελέσει και μότο του βιβλίου: «Η τραγωδία του ανθρώπου που δεν είναι προετοιμασμένος για την τραγωδία – αυτή είναι η τραγωδία του καθενός». Επίσης, το στοιχείο του απρόοπτου και του αναπόφευκτου, που απασχολεί σε όλα σχεδόν τα βιβλία του τον Ροθ, αποτυπώνεται περίτεχνα σε πολλές σελίδες (203, 310, 314, 435, 461 κτλ) με τη χρήση αλλεπάλληλων «αν» (το γνωστό του μοτίβο: τι θα γινόταν αν…) π.χ. «Αν είχε τύχει να βλέπουν κάποιο άλλο κανάλι ή αν ήταν κλειστή ή χαλασμένη η τηλεόραση τους, αν είχαν βγει έξω οικογενειακώς εκείνο το βράδυ, η Μέρι δεν θα ’χε δει ό,τι δεν έπρεπε να δει και δεν θα ’χε κάνει ό,τι δεν έπρεπε να κάνει». Στις σελίδες 476-478 υπάρχει ένα κρεσέντο σπαραχτικών αναρωτήσεων εκ μέρους του συγγραφέα – την ιστορία του Σουηδού αφηγείται ο Νέιθαν Ζούκερμαν (άλτερ έγκο του Ροθ) συναντώντας τον αδελφό του Σουηδού, τον Τζέρι Λιβόβ, που επέστρεψε για λίγο στο Νιου Τζέρσι για την κηδεία του αδελφού του.
Ένα πυκνό μυθιστόρημα για το πώς επεμβαίνει η Ιστορία στην καθημερινότητα του ανθρώπου, αλλά και για το πώς η μικροϊστορία διαμορφώνει τη μεγάλη Ιστορία.
Το Αμερικανικό ειδύλλιο (ο τίτλος, σαφέστατα, εμπεριέχει λεπτή ειρωνεία) είναι ένα πυκνό μυθιστόρημα για το πώς επεμβαίνει η Ιστορία στην καθημερινότητα του ανθρώπου, αλλά και για το πώς η μικροϊστορία διαμορφώνει τη μεγάλη Ιστορία των λαών και των τόπων. Επιμέρους θέματα που θίγονται στις σελίδες του: το χάσμα των γενεών, η ανθρώπινη αλλοτρίωση, η εξασθένηση της λάμψης του αμερικανικού ονείρου που ήταν χτισμένο πάνω σε σαθρά θεμέλια, η παραφροσύνη της Αμερικής, οι ακραίες εκδοχές της εβραϊκότητας (καταπληκτικός ο διάλογος της Ντόουν με τον πεθερό της, στην πρώτη τους γνωριμία, όπου ο Εβραίος Λιβόβ στην κυριολεξία παζάρευε τις γιορτές για το εγγόνι του με την υπό δοκιμή καθολική νύφη του), η παντοκρατορία του απρόοπτου. Ο Σουηδός σε όλο το βιβλίο βιώνει έναν καφκικού τύπου εφιάλτη, παρατεταμένο και αγωνιώδη – διόλου τυχαίο που ο Ροθ σε κριτικά του δοκίμια εκτιμά και εκθειάζει τον Κάφκα, θεωρώντας τον κάτι σαν δάσκαλό του.
Η ταινία
Πώς να αποδοθεί η τραγικότητα του Σουηδού, η καλοσύνη του που διαφθάρηκε, η ευγένειά του που κατασπαράχτηκε, η πίστη του στους ανθρώπους που λεηλατήθηκε; Ο φιλόδοξος και ταλαντούχος σκηνοθέτης και ηθοποιός Γιούαν Μακ Γκρέγκορ το τόλμησε, και νομίζω πως κατάφερε σημαντικά πράγματα.
Μπορεί, άραγε, να μεταφερθεί ένα τέτοιο βιβλίο στη μεγάλη οθόνη; Πώς να αποδοθεί το πυκνό χειμαρρώδες ύφος του Ροθ, ο οποίος σε κάθε σχεδόν σελίδα σπαραχτικά αναρωτιέται, υποθέτει, αφηγείται, βομβαρδίζει τον αναγνώστη με απίθανες πολυσέλιδες πληροφορίες για πολιτικά και ιστορικά γεγονότα, γενεαλογικά δέντρα, για τον θεσμό των καλλιστείων σε τοπικό και εθνικό επίπεδο ή για το πώς φτιάχνεται σωστά ένα γάντι, ενώ παράλληλα βάζει διαλόγους, κάνει συνεχή φλας μπακ στην αφήγηση, αναλύει πρόσωπα, σκέφτεται μέσα από τους ήρωές του και προχωρεί και εξελίσσει την πλοκή; Πώς να αποδοθεί η τραγικότητα του Σουηδού, η καλοσύνη του που διαφθάρηκε, η ευγένειά του που κατασπαράχτηκε, η πίστη του στους ανθρώπους που λεηλατήθηκε; Ο φιλόδοξος και ταλαντούχος σκηνοθέτης και ηθοποιός Γιούαν Μακ Γκρέγκορ το τόλμησε, και νομίζω πως κατάφερε σημαντικά πράγματα. Δεδομένου πως το σενάριο συχνότερα υπολείπεται του βιβλίου και κάθε μεταφορά λογοτεχνικού βιβλίου στον κινηματογράφο είναι από τη φύση της προβληματική και ελλιπής, ο Μακ Γκρέγκορ έστησε μια ενδιαφέρουσα ταινία που παραπέμπει ασφαλώς στο στόρι του Ροθ, με κάποιες, όμως, μικροαλλαγές. Ποιες είναι αυτές; Στην ταινία τα γεγονότα ξετυλίγονται γραμμικά ενώ στο βιβλίο ισχύει το αντίθετο. Δεν φαίνεται πουθενά η σχέση του Σιμούρ με την ψυχαναλύτρια Σίλα, που διήρκεσε τέσσερις μήνες, κάτι που παίζει σημαντικό ρόλο στο βιβλίο. Το τέλος της ταινίας είναι παντελώς άσχετο (ωστόσο δραστικό) σε σχέση με το βιβλίο. Επίσης ο σκηνοθέτης πέρασε με ελάχιστες σκηνές-εικόνες τις πάμπολλες αναφορές του Ροθ για τις ταραχές λόγω Βιετνάμ, την ιστορία των Εβραίων του Νιούαρκ, την ιστορία του εργοστασίου γαντιών – πώς θα γινόταν όμως διαφορετικά; Όλη η ταινία είναι επικεντρωμένη στη προβληματική Μέρι και στη σχέση πατέρα-κόρης, που, βέβαια, στο βιβλίο αποτελεί μόνο μία από τις πτυχώσεις τραγικότητας που ντύνουν τον βασικό πρωταγωνιστή. Ωστόσο το συνολικό αποτέλεσμα κρίνεται ενδιαφέρον και αξιοπρεπές. Εξαιρετική η ερμηνεία της Χάνα Νόρντμπεργκ στον ρόλο της μικρής Μέρι, εξαιρετικός ο Εβραίος πατέρας του Σιμούρ, αλλά και ο ίδιος ο Μακ Γκρέγκορ ως Σουηδός κερδίζει τη συμπάθεια του θεατή με την ευγένεια που αποπνέει, σε συνδυασμό με τη θλίψη και την απόγνωση του βλέμματός του στις καίριες σκηνές κορύφωσης του στόρι.
Ίσως η μεγαλύτερη τους διαφορά να έγκειται στο ότι ο Ροθ παραμένει στον πυρήνα του τραγικός και ρεαλιστής ενώ ο Γούντι Άλεν, με το στοιχείο του χιούμορ, τα κωμικά του ευρήματα και, ενίοτε, με κάποια διάθεση νοσταλγίας και ρομαντισμού, απαλύνει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Φίλιπ Ροθ - Γούντι Άλεν: Δρόμοι παράλληλοι
Ο Φίλιπ Ροθ έχει γίνει πια σημείο αναφοράς στη Αμερική και τα βιβλία του είναι σχεδόν πάντα υποψήφια για μεταφορά στον κινηματογράφο. Η έβδομη απόπειρα μεταφοράς βιβλίου του στη μεγάλη οθόνη, το Αμερικανικό ειδύλλιο, κρίνω πως ήταν σχετικά πετυχημένη, αρτιότερη παλιότερων μεταφορών άλλων μυθιστορημάτων του. Παραλληλίζω την καλλιτεχνική του πορεία με εκείνη του Γούντι Άλεν, αφού πέρα από την κοινή εβραϊκή καταγωγή τους, έχουν συχνά κοινή θεματολογία, σε βιβλία και σε ταινίες αντίστοιχα. Η ασυνεννοησία του σύγχρονου ανθρώπου, τα οικογενειακά και ερωτικά αδιέξοδα, οι διανοούμενοι και οι κουλτουριάρηδες που, κατά βάθος, είναι κενά, ναρκισσευόμενα και προβληματικά άτομα, οι ακραίες εκδοχές της εβραϊκότητας (ραβίνοι, θρησκευόμενοι, υστερική τήρηση εθίμων κτλ.), είναι μόνο κάποια από τα κοινά θέματα των δύο σπουδαίων δημιουργών, που είναι απόλυτα αποδεκτοί από το κοινό της Αμερικής αλλά και παγκοσμίως. Ίσως η μεγαλύτερη τους διαφορά να έγκειται στο ότι ο Ροθ παραμένει στον πυρήνα του τραγικός και ρεαλιστής ενώ ο Γούντι Άλεν, με το στοιχείο του χιούμορ, τα κωμικά του ευρήματα και, ενίοτε, με κάποια διάθεση νοσταλγίας και ρομαντισμού, απαλύνει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αφήνοντάς μας με τις ταινίες του μια γλυκόπικρη γεύση.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.