Στη συζήτηση που έγινε προχθές στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση με θέμα «Τέχνη, Ελευθερία, Λογοκρισία» τέθηκαν πολλά ζητήματα και καταγράφησαν καίριοι προβληματισμοί.
Του Θωμά Συμεωνίδη
H συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με αντικείμενο το τρίπτυχο «Τέχνη, Ελευθερία, Λογοκρισία» και τέσσερα επιμέρους πάνελ «Λόγος Περί Ελευθερίας», «Ιερά και Όσια», «Επικίνδυνες Ιδέες», «Η Βουή του Πλήθους» έθεσε πολλά και κρίσιμα ζητήματα, ορίζοντας περισσότερο το πλαίσιο μιας προβληματικής και λιγότερο έναν κοινό τόπο συγκλίσεων και απαντήσεων. Μεταξύ αυτών των ζητημάτων ήταν η έννοια της αυτολογοκρισίας υπό τον φόβο της αποδοκιμασίας ή της δημόσιας κατακραυγής, τα όρια της κριτικής, η συνάρθρωση ΜΜΕ, διαδικτύου, θεσμών της τέχνης και χορηγών και κατά προέκταση το ζήτημα της συνάρθρωσης συμφερόντων και λογοκριτικών ερεισμάτων, η προσβολή της πολιτικής ορθότητας και τα όρια της πρόκλησης μέσω της τέχνης, ο όρος του σεβασμού ή όχι της τέχνης απέναντι σε συγκεκριμένες ευαισθησίες.
Έγινε προφανές, με τον πλέον τραγικό τρόπο, ότι οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες τελούν υπό καθεστώς υψηλής πολιτισμικής διακινδύνευσης όπου πλέον το ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης δεν είναι απλώς υπόθεση μιας κοινωνίας, αλλά συναρθρώνεται με μια σειρά από γεωπολιτικούς παράγοντες.
Μια πρώτη επισήμανση που μπορεί να γίνει είναι ότι με αφορμή το τρομοκρατικό χτύπημα στη σατυρική εφημερίδα Charlie Hebdo τον Ιανουάριο του 2015, έγινε προφανές, με τον πλέον τραγικό τρόπο, ότι οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες τελούν υπό καθεστώς υψηλής πολιτισμικής διακινδύνευσης όπου πλέον το ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης δεν είναι απλώς υπόθεση μιας κοινωνίας, αλλά συναρθρώνεται με μια σειρά από γεωπολιτικούς παράγοντες. Σε αυτό το πλαίσιο, η ελευθερία της έκφρασης δοκιμάζεται από σειρά ανταγωνιστικών αιτημάτων, όπως η πολιτική φρόνηση και σύνεση, η μη ενθάρρυνση της βίας και της έντασης. Γίνεται επίσης αντιληπτό ότι ο σεβασμός του άλλου, υπονομεύεται από την αδυναμία κατανόησής του, αλλά και τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο κάθε κοινότητα ορίζει, στην προκειμένη περίπτωση, το βλάσφημο. Ενδεικτικά, αναφέρθηκε από τον κύριο Ζουμπουλάκη το παράδειγμα της ισλαμιστικής παράδοσης όπου ο εικονισμός του Θεού συνιστά βαρύτατη βλασφημία, ενώ στον ορθόδοξο χριστιανισμό ισχύει το ακριβώς αντίθετο.
Μια δεύτερη επισήμανση είναι ότι παρά το γεγονός ότι στις ευρωπαϊκές κοινωνίες η παρουσία της θρησκείας έχει υποχωρήσει, η κάθε κοινότητα παρόλα αυτά βρίσκει τρόπους να διακρίνει ανάμεσα στο «ιερό» και το «όσιο» της κάθε εποχής, διαμορφώνοντας άτυπα τα δικά της κριτήρια για αυτό που δεν μπορεί να προσβληθεί χωρίς να προκαλέσει πολλές και μεγάλες αντιδράσεις. Στη βάση αυτής της λογικής, μπορεί να ερμηνευτεί και η άποψη του κυρίου Αλιβιζάτου ότι είναι κρισιμότερης σημασίας το ζήτημα της εξατομίκευσης της ευθύνης των δικαστών παρά η ίδια η αλλαγή των νόμων. Γενικότερα, ο κύριος Αλιβιζάτος, λόγω ιδιότητας προφανώς, επιχείρησε να προσδιορίσει συγκεκριμένα κριτήρια για την οριοθέτηση του προσβλητικού λόγου και το μέγεθος του πόνου τον οποίο προκαλεί: Τον βαθμό εξατομίκευσής του, το πλαίσιο στο οποίο διατυπώνεται και ο αιφνιδιασμός (αν ξέρει ο θεατής τι θα δει, αν είναι προετοιμασμένος). Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφερθούμε και στην άποψη του Daniel Wetzel της ομάδας Rimini Protokoll σε τοποθέτησή του σχετικά με το αίτημα της πολιτικής ορθότητας από τη μία και τον κίνδυνο της αυτολογοκρισίας από την άλλη. Ο Wetzel αναφέρθηκε στο ζήτημα της καλλιτεχνικής φόρμας εντός του οποίου εντάσσεται η πραγμάτευση ενός ζητήματος. Ο ενδιάμεσος δρόμος ανάμεσα στην πολιτική ορθότητα και την αυτολογοκρισία είναι η δημιουργία ενός πλαισίου στο οποίο μπορείς να μιλήσεις για συγκεκριμένα πράγματα, χωρίς να θίγεις όσους δεν έχουν ενσωματωθεί σε αυτό το πλαίσιο.
Μια τρίτη επισήμανση, έχει να κάνει με την ανάγκη διάκρισης και εύστοχης χρήσης των εννοιών. Δεν είναι όλες οι περιπτώσεις αντίδρασης σε ένα έργο λογοκρισία, δεν είναι η ατεκμηρίωτη αποδοκιμασία κριτική, δεν είναι η ανταλλαγή προσβλητικών χαρακτηρισμών και η απόπειρα ισοπέδωσης του άλλου διάλογος. Η γενικευμένη χρήση εννοιών και η συνεχής επίκλησή τους καθιστά τις έννοιες κενές περιεχομένου και αδρανείς.
Θα είχε πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον να υπάρξουν αντίστοιχες πρωτοβουλίες στο μέλλον...
Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, ότι στο πλαίσιο της συνάντησης δεν προσεγγίστηκε συστηματικά το ερώτημα τι είναι τέχνη και αυτό ακριβώς σχετίζεται με το ιδιαίτερο καθεστώς της τέχνης στις σύγχρονες κοινωνίες ως μιας μορφή έκφρασης και ενός χώρου όπου δοκιμάζονται αξίες, απόψεις, ιδέες, στάσεις, πεποιθήσεις. Δεν μπορεί να υπάρχει ένας ορισμός για την τέχνη και επομένως δεν μπορεί να οριστεί με έναν αξιωματικό τρόπο σε τι συνίσταται ακριβώς ένα καλό έργο τέχνης. Ενδεικτικά, ο εικαστικός Kris Verdonck διερωτώμενος τι είναι καλή τέχνη, απάντησε πως δεν έχει ορισμό. Επίσης, δεν υπήρξε μία συστηματική πραγμάτευση για τη σχέση της τέχνης με την κοινωνία, για τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους εκδηλώνει ή θα έπρεπε να εκδηλώνει η τέχνη την κριτική της αιχμή, για την πολιτική διάσταση της τέχνης και τις λεπτές ισορροπίες που υπάρχουν ανάμεσα στην αυτονομία και την ετερονομία μιας καλλιτεχνικής πρακτικής, για τους τρόπους με τους οποίους μια ιδεολογία ενσωματώνεται και προβάλλεται ή αμφισβητείται μέσα από ένα έργο τέχνης. Ωστόσο όλα αυτά τα θέματα θίχθηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και θα είχε πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον να υπάρξουν αντίστοιχες πρωτοβουλίες στο μέλλον όπου θα συνεχιστεί ο ιδιαίτερα επιτυχημένος διάλογος που ξεκίνησε με αφορμή την ημερίδα «Τέχνη, Ελευθερία, Λογοκρισία».
* O ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.