
«Το πλήθος είναι το πέπλο μέσα από το οποίο η οικεία πόλη μεταμορφώνεται για τον πλάνητα σε φαντασμαγορία» Walter Benjamin
Της Ελένης Γαλάνη
Μέσα σε δύο 24ωρα (από τις 2 έως τις 4 Οκτώβρη 2015) επισκέφτηκα και φωτογράφισα 24 από τα περίπου 80 σημεία/μέρη που αναφέρονται στο βιβλίο Το café της χαμένης νιότης του Πατρίκ Μοντιανό.
Ξεκινώντας από το σημείο με το πράσινο χρώμα στο κέντρο (βλ. χάρτη από κάτω) όπου σύμφωνα με τον συγγραφέα βρισκόταν κάποτε το καφέ Κοντέ στο Οντεόν (στο βιβλίο αναφέρεται πως κατόπιν πήρε τη θέση του ένα πολυτελές κατάστημα δερμάτινων ειδών, εγώ βρήκα εκεί ένα μαγαζί με είδη κυνηγιού), και έχοντας διανύσει μια διαδρομή σε μια ακτίνα από το δημαρχείο του Νεïγί και το Ντανφέρ-Ροσερό μέχρι τη Μονμάρτη και το μετρό Εγκλίζ ντ’ Οτέιγ στα όρια της πόλης, ανακάλυψα, όπως ήταν αναμενόμενο, πως πολλά από τα μέρη για τα οποία διαβάζει κανείς στο βιβλίο δεν υπάρχουν πια ή υπάρχουν με διαφορετικό όνομα: αυτό ισχύει για παράδειγμα για τα περισσότερα από τα καφέ και τα μπαρ που αναφέρονται ονομαστικά στο βιβλίο (με λίγες εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα το Sans-Souci, το aux Noctambules, το Moulin Rouge στην Pigalle), και για τα περισσότερα από τα μαγαζιά -βιβλιοπωλεία κυρίως- και ξενοδοχεία (στη rue d’ Argentin, π.χ. υπάρχει πράγματι και σήμερα ένα μικρό ξενοδοχείο που λέγεται όμως, “My Hotel” , ενώ στην rue du Grand Prieuré, όπου στο βιβλίο αναφέρεται η ακριβής διεύθυνση ενοικιαζόμενων δωματίων με το όνομα Hivernia υπάρχει ένα κατάστημα με μινιατούρες παιχνιδιών). Περισσότερες πληροφορίες και εικόνες από την περιπλάνησή μου στo Παρίσι με βάση το βιβλίο του Μοντιανό μπορείτε να δείτε ΕΔΩΕΔΩ.
Στο café της χαμένης νιότης το νήμα της πλοκής ξετυλίγεται μέσα από τέσσερις «φωνές», μέσα από ένα «εγώ» πολυφωνικό: τέσσερις άνθρωποι (ένας φοιτητής, ένας ντετέκτιβ, μια νεαρή γυναίκα, η Λουκί και ένας επίδοξος συγγραφέας) παρουσιάζονται ο ένας μετά τον άλλον σαν μάρτυρες, και διηγούνται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ο καθένας μια ιστορία. Οι διηγήσεις τους που αφορούν στην ίδια γυναίκα, τη Λουκί (ένα από τα τέσσερα πρόσωπα - αφηγητές στο βιβλίο) συμπληρώνουν η μια την άλλη, οι πληροφορίες σαν τις ψηφίδες ενός παζλ σωρεύονται για να συνθέσουν την εικόνα της, η οποία, ωστόσο, παραμένει ώς το τέλος ατελής. Η σύνθεση «χτίζεται» σταδιακά, σε παράλληλο χρόνο, μέσα από τον χάρτη των διαδρομών των ηρώων στην πόλη, ο οποίος επίσης οργανώνεται γύρω από ένα κέντρο (το καφέ Κοντέ).
Η γλώσσα του Μοντιανό είναι πυκνή και ελλειπτική, η αφήγηση θραυσματική, γι’ αυτό ποιητική. Μέσα στην διαρκή μετακίνησή τους οι χαρακτήρες που δημιουργεί ο συγγραφέας, νέοι μποέμ, αλλά με χαρακτηριστικά ανθρώπων «καθημερινών», σαν άλλοι «απόγονοι της νύχτας»* περιπλανιούνται στην πόλη, ζουν μια νιότη προορισμένη να καεί, φλερτάρουν ανοιχτά με την φυγή.
Οι διαδρομές τους ξεκινούν με αφετηρία το καφέ Κοντέ (στην περιοχή Οντεόν, στο κέντρο) και σκορπίζουν φυγόκεντρα στα τέσσερα σημεία της πόλης μέχρι τα όριά της.
Οι διαδρομές τους ξεκινούν με αφετηρία το καφέ Κοντέ (στην περιοχή Οντεόν, στο κέντρο) και σκορπίζουν φυγόκεντρα στα τέσσερα σημεία της πόλης μέχρι τα όριά της, ποτέ όμως έξω από αυτά: οι αναφορές σε ονόματα δρόμων, καφέ, μπαρ, καμπαρέ, διευθύνσεις (συχνά ακριβείς), και οι περιγραφές διαφορετικών «στοιχείων της πόλης»*** αφθονούν στο βιβλίο – κατέγραψα συνολικά πάνω από ογδόντα (80) τέτοια σημεία εντός (ή στα όρια) του Παρισιού, τα τριάντα (30) περίπου από τα οποία διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην πλοκή. Επίσης ονομαστικά αναφέρονται στο βιβλίο δεκατρείς (13) σταθμοί του μετρό.
Η δράση τοποθετείται χρονικά στο τέλος της δεκαετίας του ’50/ αρχές της δεκαετίας του ’60. Την ίδια εποχή, στα 1955, όχι τυχαία, έχουμε την πρώτη αναφορά στο πλαίσιο των Λεττριστών του όρου «Ψυχογεωγραφία» ως «η πρακτική της μελέτης των εξειδικευμένων επιπτώσεων του γεωγραφικού περιβάλλοντος επί των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς των ατόμων».
Η «περιπλάνηση» (dérive), επίσης, βασική πρακτική της ψυχογεωγραφίας και μεθοδολογικό εργαλείο για τους καταστασιακούς (έχει ρίζες σε ντανταïστικά πρότυπα, όμως οι απαρχές της και η φιγούρα του πλάνητα / flâneur ανιχνεύονται ήδη από τον 19ο αιώνα στο έργο του Μπωντλαίρ), η οποία εκτός από μέθοδος αστικής ανάγνωσης υπήρξε ταυτόχρονα και ένα είδος «αυτόματης γραφής»/παρέμβασης του περιπατητή στην δομημένη αρχιτεκτονική της πόλης, εφαρμόζεται και αυτή για πρώτη φορά στα τέλη του ’50, οπότε και τα αποτελέσματά της καταγράφονται σε «ψυχογεωγραφικούς χάρτες» όπως ο χάρτης Naked City που συνέταξε για το Παρίσι ο ίδιος ο Ντεμπόρ το 1957, και τον ονόμασε έτσι για να εκφράσει την πεποίθηση των λεττριστών ότι η αστική εξερεύνηση είναι εξίσου ερωτική με την εξερεύνηση ενός γυναικείου σώματος.
Θυμίζοντας την πρακτική των Καταστασιακών, την περιπλάνηση δηλαδή, τα πρόσωπα στο βιβλίο του Μοντιανό περιδιαβαίνουν την πόλη με την οποία συνδέονται με σχέση αμφίδρομη και οργανική. Ο συγγραφέας/παρατηρητής συλλέγει τα ίχνη από τις διαδρομές τους για να σκιαγραφήσει τον χάρτη μιας εποχής και τον χάρτη ενός προσώπου που, όμως, η εικόνα του παραμένει θολή.
Εδώ οι άνθρωποι είναι τα τοπία: «ουδέτερες ζώνες», μαύρες τρύπες, no man’s lands, μέρη μεταβατικά και σταθερά σημεία εναλλάσσονται στην πόλη, στη μνήμη - κυκλικά. Είτε πρόκειται για υπαρκτά πρόσωπα είτε για φανταστικά, οι χαρακτήρες παλινδρομούν διαρκώς ανάμεσα σε φως και σκιά, ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό: τα δίπολα επανέρχονται, τα όρια ανάμεσα στο παρόν και την ανάμνηση είναι δυσδιάκριτα.
Η Λουκί και οι θαμώνες του καφέ Κοντέ ονειρεύονται να δραπετεύσουν, αλλά αυτό δεν θα γίνει ποτέ: παραμένουν εγκλωβισμένοι στον (αστικό) ιστό όπως τα έντομα, περιστρέφονται γυρω από ένα κέντρο/ φως που συχνά είναι ορατό μόνο μέσα από τη σκιά του. Μέσα σε αυτό το χάρτινο σκηνικό ούτε ο έρωτας αρκεί για να κατευνάσει την υπαρξιακή αγωνία: «τι να σου κάνει αυτός...» (ο έρωτας) βάζει απλά «λίγα παγάκια στη μελαγχολία μου»***.
Με τον ίδιο τρόπο που το μαγαζί γύρω από το οποίο περιστρέφεται η δράση στο τέλος παύει να υπάρχει, έτσι και η Λουκί, που οι διηγήσεις «συναντιούνται» στο πρόσωπό της, στο τέλος χάνεται.
Και όπως το όνομα του καφέ «Κοντέ» έχει διπλή σημασία στα γαλλικά (σημαίνει «μπάτσος» -αστυνόμος δηλαδή στην αργκό- και «άδεια» από αστυνομική αρχή), έτσι και η Λουκί (ψευδώνυμο για το όνομα Ζακλίν Ντελάνγκ) καθώς και πολλοί χαρακτήρες στο βιβλίο παρουσιάζονται συχνά με δύο ονόματα και διπλή ζωή· με τον ίδιο τρόπο που το μαγαζί γύρω από το οποίο περιστρέφεται η δράση στο τέλος παύει να υπάρχει, έτσι και η Λουκί, που οι διηγήσεις «συναντιούνται» στο πρόσωπό της, στο τέλος χάνεται (αυτοκτονεί): μπαίνει από την «πόρτα της σκιάς» στην πρώτη σελίδα του βιβλίου και δραπετεύει στην τελευταία σελίδα από το παράθυρο. Οι πληροφορίες για την εφήμερη υπαρξή της σωρεύονται στο μεσοδιάστημα όσο η πλοκή προχωράει· η καλειδοσκοπική εικόνα της, που οικοδομείται αργά, χωρίς να ολοκληρώνεται, ωστόσο, ποτέ, γκρεμίζεται ακαριαία, με μια φράση της μόνο, την τελική: «Αυτό είναι. Αφήσου».
Έτσι, με μια κατάφαση, περνά η Λουκί στην άλλη πλευρά.
Μαζί της περνάει μια εποχή με τρόπο αθόρυβο, φυσικό – σχεδόν λυτρωτικό: η ιστορία συνεχίζεται, η περιπλάνηση αρχίζει κάθε φορά από την αρχή, με άλλα πρόσωπα, σε άλλες ζωές, με άλλες διαδρομές. Πού αρχίζει και πού τελειώνει η μνήμη; Τι είναι τελικά πραγματικό και τι φανταστικό; Ο Μοντιανό δεν δίνει απαντήσεις – δεν τις αναζητά καν.
«Ζωή είναι η εμμονή να ολοκληρώσει κανείς μια ανάμνηση» («Vivre c’ est s’ obstiner à achever un souvenir»), έγραψε κάποτε ο Ρενέ Σαρ.
* H ΕΛΕΝΗ ΓΑΛΑΝΗ είναι μουσειολόγος και ποιήτρια.

Πατρίκ Μοντιανό
Μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης
Πόλις 2013
Σελ. 158, τιμή εκδότη €14,20