
Το θλιβερό μαντάτο μού το έφερε από τη Γερμανία φίλη ποιήτρια, την Πέμπτη 16 Ιουλίου του 2015. «Έφυγε ο Κώστας ο Ριτσώνης. Προχθές... Μου είχες μιλήσει γι αυτόν…»
Του Παναγιώτη Γούτα
Τον γνώριζα καλά τον Κώστα και πάγωσα στο άκουσμα της είδησης. Γνώριζα για το σοβαρό πρόβλημα υγείας που περνούσε τελευταία, αλλά ακόμη και μέσα από την κλινική όπου έκανε χημειοθεραπείες μου έστελνε ενθαρρυντικά μηνύματα για την αρρώστια του. «Όλα θα πάνε καλά, μην ανησυχείτε!» έγραφε στους καλούς του φίλους της Θεσσαλονίκης, που πάντα είχε μέσα στην καρδιά του. Μιλούσε συχνά στο τηλέφωνο και με τον Περικλή Σφυρίδη με τον οποίο, ως συνταξιούχος γιατρός καρδιολόγος αλλά και παλιός του φίλος από τη «Διαγώνιο» του Χριστιανόπουλου, είχαν να πουν και να θυμηθούν πολλά. Ένας μερακλής της ζωής και της τέχνης, έφυγε από αυτόν τον κόσμο αφήνοντας πίσω του σπουδαίο λογοτεχνικό και εκδοτικό έργο. Ήταν μάλιστα από εκείνους τους ανθρώπους που ενθάρρυνε και στήριζε τις νέες φωνές, και ειδικά τους νέους ποιητές (κάτι αντίστοιχο έκαναν και ο Τάσος Κόρφης, ο πρόσφατα χαμένος Ορέστης Αλεξάκης, αλλά και ο εκδότης του «Μπιλιέτου» Βασίλης Δημητράκος), διακινώντας μονόφυλλα ποιήματα νέων ποιητών, γραμμένα με το χέρι, και καθιερώνοντάς τα ως ποιήματα των φίλων (μέχρι πρότινος έκανε κάτι παρόμοιο με ποιητικές συλλογές και ως εκδότης). Ως τελευταίο ασπασμό στον σημαντικό αυτόν ποιητή και άνθρωπο, ως ύστατο αποχαιρετισμό, και σε συνεννόηση με τον εκδότη του περιοδικού «Εμβόλιμον» Γιώργο Θεοχάρη, που μου έδωσε την άδεια, αναδημοσιεύω δύο μικρά κριτικά σχόλια για δύο σημαντικά βιβλία του Κώστα Ριτσώνη, που γράφτηκαν το φθινόπωρο του 2012. Κώστα, καλό Παράδεισο, με ρεμπέτικα τραγούδια, ουζάκια και νόστιμα μικρά ποιήματα, που τα έγραφες ως μεζελίκια, για να ομορφαίνει και να νοστιμίζει η ζωή μας.
Συνεχίζοντας με συνέπεια την παράδοση της Διαγωνίου
Ο Ριτσώνης συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πεζογράφους που ακολούθησαν τις αξίες και την τεχνική της Διαγωνίου του Ντίνου Χριστιανόπουλου, όπου και ανδρώθηκε λογοτεχνικά.
Οι «Τσίλιες» περιέχουν κείμενα λίγων σειρών μέχρι λίγων σελίδων. Κείμενα μιας παλάμης που διαβάζονται απνευστί. Στις σελίδες τους ο αναγνώστης θα αντιληφθεί πως ο απόηχος των πεζογράφων της τάσης της Διαγωνίου εξακολουθεί να υπάρχει έντονος. Άλλωστε ο Ριτσώνης συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πεζογράφους που ακολούθησαν τις αξίες και την τεχνική της Διαγωνίου του Ντίνου Χριστιανόπουλου, όπου και ανδρώθηκε λογοτεχνικά (Χριστιανόπουλος, Σφυρίδης, Παπαδημητρίου, Δαμιανίδης κ.ά. λογοτέχνες). Επηρέασε και νεότερους στη γραφή τους, ως συνεχιστές της παραπάνω τάσης (Ναρ, Γκόζης, Μήττα, Γούτας, Σαρίκας κ.ά.). Βέβαια, τόσο η εσωστρέφεια όσο και η τεχνική των κειμένων του πιστεύω πως ανάγονται απευθείας στον Γιώργο Ιωάννου, ή και ακόμη μακρύτερα, στον Στρατή Δούκα.
Στην εισαγωγική σελίδα του βιβλίου πληροφορούμαστε ότι τα μικρά πεζά της συλλογής αποτελούν πεζογραφική σοδειά 30 χρόνων (1970-2000). Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1991 (Τραμάκια) με μικρότερο αριθμό κειμένων. Στα κείμενα (ογδόντα τον αριθμό) υπερτερεί η εκφραστική λιτότητα, η ακρίβεια, η καθαρότητα και ευθυβολία των νοημάτων, ενώ, στο επιμύθιο, συχνά θα συναντήσουμε μια φιλοσοφική (θυμοσοφική καλύτερα) διάθεση του συγγραφέα, που κάνει το μικρό πεζό να κλείνει ομαλά και αβίαστα.
Τα θέματα που απασχολούν τον Ριτσώνη είναι κυρίως: ο ματαιωμένος έρωτας, οι αχάλαστοι πρωταγωνιστές της ζωής, η αλλοτρίωση προσώπων και καταστάσεων, η κακογουστιά που μας κατακλύζει, ο χρόνος που μας προσπερνά, η αγωνία της γραφής και της δημιουργίας. Αλλού παρατηρεί και καταγράφει πρόσωπα και καταστάσεις, κι αλλού νοσταλγεί, στοχάζεται, θυμοσοφεί. Συχνά συνειδητοποιεί το σκληρό παρόν αντιδιαστέλλοντάς το με ένα πιο γνήσιο, ντόμπρο και αχάλαστο παρελθόν.
Πιστεύω πως οι «Τσίλιες» του Ριτσώνη είναι ένα βιβλίο-σταθμός στην υποκατηγορία του μικρού πεζού, που άντεξε στον χρόνο και, μέσω της ανατύπωσής του, συνεχίζει μια γόνιμη σαλονικιώτικη παράδοση αναφορικά με τη μικρή πεζογραφική φόρμα.
Δείγμα γραφής: σελ. 31 «Τα βάσανα της καρδιάς»
–Κ αρδιά μου τη μια σε παρακαλούν και σε βάζουν να ξεδιπλώνεσαι. Και για χάρη τους γίνεσαι θάλασσα πλατιά με ψάρια κι αχηβάδες. Κι ύστερα σού λεν πως όλα τέλειωσαν. Πως πρέπει να χωρέσεις σε μπουκάλι. Σε βάζουν πάλι μέσα. Και σε βουλώνουν με φελό.

151 ποιήματα με μάτι «αθηναίου»
Σχολιάζει την καθημερινότητα με το μάτι του μη Αθηναίου, με καθαρό και συχνά παιχνιδιάρικο βλέμμα ανατέμνει την τοπογραφία της πρωτεύουσας σκαρώνοντας μικρά, εύστοχα, ευθύβολα, χαριτωμένα ποιήματα, που δεν υπολείπονται σε σοφία και αίσθημα.
Στα περισσότερα ποιήματα της τελευταίας του συλλογής ο Ριτσώνης περιδιαβάζει την Αθήνα, τους ανθρώπους της, τις επιγραφές της. Σχολιάζει την καθημερινότητα με το μάτι του μη Αθηναίου, με καθαρό και συχνά παιχνιδιάρικο βλέμμα ανατέμνει την τοπογραφία της πρωτεύουσας σκαρώνοντας μικρά, εύστοχα, ευθύβολα, χαριτωμένα ποιήματα, που δεν υπολείπονται σε σοφία και αίσθημα. Η περίπτωσή του μού θύμισε αρκετά την περιπλάνηση του ιδιόρρυθμου περιπατητή του Σωτήρη Δημητρίου, στο βιβλίο του «Τα οπωροφόρα της Αθήνας», που κι εκείνος σκέφτεται διάφορα έξυπνα και πικάντικα, αντικρίζοντας τα οπωροφόρα δέντρα της πρωτεύουσας. Δύο πλανόδιοι, λοιπόν, περιπατητές, αφηγητής και ποιητής, στο ίδιο μήκος κύματος, με κοινό σημείο αναφοράς τη λοξή ματιά στα πράγματα και την έξω από την κοινή, τρέχουσας λογικής, σκέψη τους. Εντέλει ιδιόρρυθμοι, πλανημένοι, αλαφροΐσκιωτοι, σημαδεμένοι; Τίποτα απ’ όλα αυτά. Μάλλον παιδιά που αρνήθηκαν να μεγαλώσουν και να υποταχθούν στην ασχήμια της ζωής μας. Βέβαια, ο Δημητρίου (στα τελευταία του βιβλία) μάλλον βούλιαξε σε μία επίπλαστη και ασύμβατη με την ψυχοσύνθεσή του λογιοσύνη, ενώ ο Ριτσώνης αξιοποίησε (και αξιοποιεί) καλύτερα το παιγνιώδες βλέμμα του και την παρατηρητικότητά του.
Τα ποιήματα του Ριτσώνη διαβάζονται μονορούφι και μας αφήνουν με ένα χαμόγελο στα χείλη και μια ευχάριστη γεύση στον ουρανίσκο. Κουλουρτζήδες, ζητιάνοι, παστρικές γυναίκες, ηθικές αστές, χειμερινές κολυμβήτριες, λούστροι με πάρκινσον, εργάτες, κυρίες αριστοκρατικών συνοικιών που τους ορέγονται διάφοροι, βίντεο κλαμπ για βιτσιόζους, πανεπιστήμιο, η πλατεία Κουμουνδούρου, ο ηλεκτρικός της Αθήνας, όλα περιπλέκονται γοητευτικά στους στίχους του ποιητή. Ποιήματα για τις ντομάτες, τις μελιτζάνες, τα λεμόνια, τα καρπούζια και τις ελιές. Μινιμάλ διάθεση, αποθέωση της καθημερινότητας, λιτοί στίχοι, λεκτικές ανατροπές, ευφυολογήματα ή παιχνιδίσματα της γλώσσας, άφθονες πινακίδες που σχολιάζονται καυστικά, αλλά και έρωτας και σοφία και μελαγχολία. Γνήσιος ερωτισμός και παιδική αθωότητα.
Ο Ριτσώνης κερδίζει τον αναγνώστη με την απλότητα, την ειλικρίνεια και την αλήθεια των στίχων του. Αυτή η εμμονή του ωστόσο σε φόρμα και θεματολογία, κάπου με βάζει σε σκέψεις πως αρέσκεται και βολεύεται στα προ πολλού ποιητικά του κεκτημένα. Έχω την αίσθηση πως από τις ένδοξες ημέρες του «Ανάπηρου λαχειοπώλη» μέχρι σήμερα πέρασαν μόλις λίγες στιγμές και η καλολαδωμένη ποιητική μηχανή του παράγει πανομοιότυπο υλικό μιας πετυχημένης συνταγής που την γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα μας. Όπως και να έχει πάντως, ο Ριτσώνης κατέκτησε προ πολλού το ιδιαίτερο ύφος του και είναι πάντα μια ξεχωριστή φωνή στον χώρο της ποίησης και της μικρής πεζογραφικής φόρμας.
Δείγμα γραφής: Είναι καθαρή / η «παστρικιά» κοπέλα / γιατί έτσι βγάζει το ψωμί της // ενώ το ηθικό κορίτσι / (όλη μέρα στο γραφείο) / δεν πλένεται ποτέ / ούτε ξυρίζεται // καμιά φορά αρωματίζεται / όταν πηγαίνει ραντεβού.

(αναδημοσίευση από το περιοδικό ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ, τχ. 65-66, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 2012)