Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Δύο προσωπικότητες. Δύο εποχές. Δύο κόσμοι. Δύο δείπνα. Δύο διαφορετικά δείπνα. Μία Γαλλίδα που η μητέρα της ήταν Κινέζα και ο πατέρας της Γερμανός. Ένας βέρος Αμερικανός, με μακρινή καταγωγή από τη Σουηδία. Μια επαναστάτρια, ερευνήτρια της γλώσσας του υπόκοσμου αλλοτινών καιρών, της γαλλικής ζαργκόν, σύντροφος από το 1963 έως τον εκούσιο θάνατό του, το 1994, του Guy Debord/Γκυ Ντεμπόρ. Και ένας συγγραφέας τεσσάρων μυθιστορημάτων που έχουν επηρεάσει ήδη την τέχνη της γραφής.
Με διαφορά ελάχιστων ημερών, συνέβη να δειπνήσω και με τη Γαλλίδα και με τον Αμερικανό, με μια γυναίκα γεννημένη το 1941 και έναν άντρα γεννημένο το 1959. Με μια προσωπικότητα που έπραξε έτσι ώστε να αλλάξουν τα πάντα και για πάντα, και με μιαν άλλη προσωπικότητα που δραστηριοποιείται με τρόπο ώστε έστω ήσσονες, σχεδόν ανεπαίσθητες αλλαγές να είναι εφικτές. Με μια ποιήτρια που, με τη μεσολάβησή μου ήρθε στην Ελλάδα, στην Αθήνα, για την ποιητική της συλλογή D’Azure au triangle vidé de sable/ Βαθυγάλαζο με Τρίγωνο Κενό από Άμμο (που αυτή τη στιγμή, επειδή εκδόθηκε εδώ δίγλωσση, δεν υπάρχει παγκοσμίως παρά μόνον στην Ελλάδα, μιας και το απόθεμα των αντιτύπων του γαλλικού οίκου Le Temps qu’il fait, κάηκε σε πυρκαγιά που ξέσπασε στις αποθήκες). Και με έναν συγγραφέα που τον ξέρουν πια κι οι πέτρες, που απολαμβάνει (ή δυσφορεί με) το στάτους του σταρ, και του οποίου έχω μεταφράσει τα δύο πρώτα μυθιστορήματα και θα μεταφράσω το πέμπτο του, το Purity, για το οποίο δεν γνωρίζουμε παρά μόνο τον τίτλο και το ότι θα κυκλοφορήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Σεπτέμβριο.
Η Alice με τον Guy Debord, εκείνα τα χρόνια...
|
Η άλως της Αλίς
Με την Alice Becker-Ho/Αλίς Μπεκέρ-Χο, ή Alice Debord, όπως υπογράφει τα τελευταία χρόνια, ήρθαμε σε επαφή μέσω της ιστορικού τέχνης και επιμελήτριας Βανέσσας Θεοδωροπούλου (βλ. κεντρική φωτό), η οποία έχει εκπονήσει διδακτορικό με θέμα την Internationale Situationniste/ Καταστασιακή Διεθνή, την οργάνωση που ίδρυσε ο Ντεμπόρ το 1957. Ύστερα από μια αρκετά πυκνή, σχεδόν δεκαετή αλληλογραφία με τη Βανέσσα, σκέφτηκα να μεταφραστούν έργα της Αλίς στα ελληνικά, και να καταστρωθεί ένα πρόγραμμα έκδοσης των Απάντων του Ντεμπόρ. Έριξα στον εκδότη Σάμη Γαβριηλίδη την ιδέα να καλέσουμε την Αλίς, να τη φιλοξενήσουμε, να στήσουμε ένα ωραίο διήμερο αφιέρωμα στον κινηματογράφο του Ντεμπόρ και στην ποίηση της Μπεκέρ-Χο, και δέχτηκε με το χαμόγελο στα χείλη.
Η Αλίς ήρθε, η πρώτη εκδήλωση στέφθηκε από επιτυχία, ξέσπασαν δυναμικές συζητήσεις, προβάλλαμε τις δύο θρυλικές ταινίες μικρού μήκους του Debord, συζητήσαμε κι άλλο, αποσυρθήκαμε κατόπιν σ᾽ ένα παραδοσιακό αθηναϊκό εστιατόριο, μια ταβέρνα στην Κολοκοτρώνη με τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο, παραγγείλαμε σαλάτες και τηγανιτές πατάτες, κρασί, μεζέδες. Ανάψαν τσιγάρα και πουράκια, άναψε και η συζήτηση. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν. Ἐν ἀγορᾶ κἀγὼ τέθραμμαι, έλεγε ο Αριστοφάνης, και ο Ντεμπόρ το επαναλάμβανε. Κι εγώ μεγάλωσα στους δρόμους.
Μιλώ στην Αλίς για τις εκδόσεις της Κοινωνίας του Θεάματος στην Ελλάδα. Της λέω, μεταξύ άλλων, ότι πολλοί ηθοποιοί και σκηνοθέτες είχαν αγοράσει το βιβλίο νομίζοντας ότι πρόκειται για εγκόλπιο θεατρικών ή κινηματογραφικών σπουδών. Αυτό στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Μου λέει ότι στην Κίνα τυπώθηκε πρόσφατα σε εκατομμύρια αντίτυπα, πολλά εκατομμύρια, τα οποία και πουλήθηκαν τάχιστα, από παρεξήγηση: πίστεψαν οι Κινέζοι ότι επρόκειτο για βιβλίο σχετικά με το θέατρο και τον κινηματογράφο — όταν άρχισαν να αντιλαμβάνονται περί τίνος πρόκειται, επιχείρησαν να το αποσὐρουν.
Μιλάμε για κρυφές πτυχές της Καταστασιακής Διεθνούς. Ρωτάω. Μου απαντάει. Με άψογη κομψότητα. Τη ρωτάω και μαθαίνω πράγματα που δεν υπάρχουν (ακόμη) σε τυπωμένες σελίδες.
Μιλάμε για κρυφές πτυχές της Καταστασιακής Διεθνούς. Ρωτάω. Μου απαντάει. Με άψογη κομψότητα. Τη ρωτάω ποιον εννοεί ο Debord στον Πανηγυρικό όταν λέει ότι δεν ήξερε αληθινά να γράφει. Τον Raoul Vaneigem/Ραούλ Βανεγκέμ; Όχι, απαντάει, χαμογελώντας, όχι, όχι τον Βανεγκέμ. Εννοούσε τον René Vienet/Ρενέ Βιενέ, και κάποιους άλλους. Τη ρωτάω για άλλες φυσιογνωμίες, για τον Barate, τον Γλυκομίλητο, και για τον μυθικό Ghislain de Marbaix/Γκιλέν ντε Μαρμπαί, και φυσικά μαθαίνω πράγματα που δεν υπάρχουν (ακόμη) σε τυπωμένες σελίδες.
Πιάνουμε κουβέντα για την Ισπανία. Στην Ισπανία, αγοράσαμε πράγματι ένα σπίτι με τον Γκυ, μου λέει. Της λέω ότι ο μύθος λέει πως ήσαν πολύ μεθυσμένοι όλοι: η φουρνάρισσα που τους το πούλησε, ο Γκυ, και η Αλίς. Και ότι χρόνια μετά, ο Γκυ και η Αλίς δεν θυμόντουσαν πια πού βρίσκονται ούτε η κατοικία που είχαν αγοράσει ούτε και τα χαρτιά της αγοραπωλησίας. Χαμογελάει. Είναι το χαμόγελο of those in the know, το χαμόγελο αυτών που ξέρουν, που είναι μπασμένοι για τα καλά στα κόλπα, το χαμόγελο των παροικούντων την Ιερουσαλήμ.
Μου διηγείται μια ιστορία με τον Asger Jorn/Άσγκερ Γιορν, τον απίθανο αυτό τύπο και ζωγράφο και θεωρητικό και μεγάλο ερωτικό και ποιητή της ζωής και συνιδρυτή του κινήματος Cobra και επίσης της Καταστασιακής Διεθνούς.
Ο Άσγκερ, λέει η Αλίς (και με δέος συνειδητοποιω ξανά για ποιαν Ιστορία και ποιες ιστορίες κουβεντιάζουμε), ταξιδεύει, είναι σ᾽ ένα βαγόνι, στο τρένο, συνομιλεί με τον συνεπιβάτη του. Ο συνεπιβάτης λέει ότι έχει ένα σπίτι για πούλημα και είναι ανἀγκη να το πουλήσει, θέλει διακαώς να απαλλαχτεί από αυτό το σπίτι. Του λέει ο Άσγκερ: Το αγοράζω εγώ. Και το αγοράζει. Έτσι. Απλούστατα.
Η θλίψη, η θλίψη στο βλέμμα της, η θλίψη της Αλίς, μονολογούσε, και επέμενε, η μεταφράστρια του Lászlo Krasnahorkai (βαθύτατου νοερώς συνομιλητή του Guy Debord), η Ιωάννα Αβραμίδου. Αλλά εγώ τώρα έβλεπα το βλέμμα ενός homo ludens, ενός ανθρώπου που έζησε από κοντά ορισμένα από τα πιο κρίσιμα και καθοριστικά γεγονότα του 20ού αιώνα. Έβλεπα ένα βλέμμα για το οποίο μπορούν να γραφτούν εκατοντάδες σελίδες, ένα βλέμμα που περικλείει όγκους γνώσης και εμπειρίας, αχανούς μόρφωσης και από πρώτο χέρι παιδείας.
Αυτό το βλέμμα, και την άλω της Αλίς, βλέπω και στην ασπρόμαυρη φωτογραφία που μας έβγαλε ο θαυμάσιος αισθαντικός Ηλιάς Μπουργιώτης, ο μαιτρ του ονειρικού ρεαλισμού.
Jonathan Franzen, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
|
Η φράντζα του Φράνζεν
Λίγα εικοσιτετράωρα μετά, βρέθηκα να δειπνώ, όντας ο μεταφραστής του, με τον Τζόναθαν Φράνζεν. Παιδεύτηκα αλλά και διασκέδασα, και πάντως έγινα πιο σοφός, όσο πάλευα με τις χίλιες τόσες σελίδες της Εικοστής Έβδομης Πολιτείας και των Κραδασμών.
Ο σταρ συγγραφέας μίλησε, λουσμένος στο φως των προβολέων, στο κατάμεστο αμφιθέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης, έδωσε μια καλοστημένη ωραία (και ωριαία) παράσταση, παρέα με τον Αναστάση Βιστωνίτη, είπε κάμποσες κοινοτοπίες, μερικές νόστιμες αμερικανιές, τέσσερις εξυπνάδες, και δύο βαθιές αλήθειες. Μετά, σχεδόν ανόρεχτα απάντησε σε τετριμμένες έως ανόητες ερωτήσεις των νέας κοπής βιβλιόφιλων της Αθήνας (μιας σχεδόν άμορφης και σχεδόν αμόρφωτης μάζας που συρρέει όταν μας έρχεται ο Τάδε ή ο Δείνα Σταρ Συγγραφέας — ο οποίος συνήθως δεν φταίει σε τίποτα!), και στήθηκε όρθιος απέναντι σε μια ουρά άνω των εκατό αναγνωστών του για να υπογράψει, από ένα μόνον, βιβλίο του. Ύστερα και από αυτή την (με το αζημίωτο, φυσικά, για τον Φράνζεν) δοκιμασία, μας περίμεναν στο roof garden της Ένωσης, με θέα την φωταγωγημένη Ακρόπλη, δύο στρογγυλά τραπέζια, τέσσερις εξυπηρετικότατοι σερβιτόροι, και ένα δίωρο ήπιας, συγκρατημένης, νευρωσικής συνεστίασης.
Ψαρονέφρι, σολομός, τυπικά πιάτα, όλα περιποιημένα σε βαθμό απώλειας κάθε πικάντικης ιδιαιτερότητας, όλα όπως πρέπει, όταν πρέπει, επειδή πρέπει. Όλα μετρίως μέτρια και πάντα μετρημένα.
Ψαρονέφρι, σολομός, τυπικά πιάτα, όλα περιποιημένα σε βαθμό απώλειας κάθε πικάντικης ιδιαιτερότητας, όλα όπως πρέπει, όταν πρέπει, επειδή πρέπει. Όλα μετρίως μέτρια και πάντα μετρημένα.
Κάποια στιγμή, όταν μας σύστησαν, η φράντζα του Φράνζεν τινάχτηκε απαλά, σηκώθηκε, με πλησίασε, με πήρε αγκαζέ, την κοπανήσαμε για κάνα εικοσάλεπτο, για μια πλούσια, όπως αποδείχτηκε, ανταλλαγή απόψεων. Και για ένα λυτρωτικό, πάντα συγκρατημένο, ρεσιτάλ ακαδημαϊκού καλοσιδερωμένου χιούμορ. Μου υπέγραψε τα δύο ταλαιπωρημένα αντίτυπα εργασίας που είχα φέρει μαζί μου (το The Twenty-Seventh City, του 1988, και το Strong Motion του 1992), και επιστρέψαμε στο τραπέζι. Η Λαμπρινή Κουζέλη, η grande dame της λογοτεχνικής κριτικής, όπως την αποκάλεσε ο εκλεκτός Νίκος Μπακουνάκης, μας φωτογράφισε. Ο Φράνζεν κάνει το σήμα της νίκης, ενθυμούμενος ίσως την πασίγνωστη φωτογραφία του Thomas Pynchon/Τόμας Πύντσον, ή μάλλον του χεριού του Τόμας Πύντσον.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.