Μια γλαφυρή μαρτυρία για το θαυμασμό του Μάνου Χατζιδάκι προς τον συνθέτη Γιάννη Χρήστου*.
Του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου
Χειμώνας του 1984. Ένα βράδυ, μαζί με τη γυναίκα μου, τότε, έχουμε απλωμένες όλες τις χθεσινές εφημερίδες στο πάτωμα και τις διαβάζουμε προσεχτικά, συγκρίνοντας τις διάφορες δημοσιεύσεις για το ίδιο θέμα· σχετικά με τον πατέρα της. Καθένας με τον τρόπο του, όλοι γράψανε· και γράψανε καλά. Δεν το περιμέναμε. Ξάφνου χτυπάει το τηλέφωνο και το σηκώνει η Σάντρα. «Ναι, βεβαίως εδώ είναι· ποιος τον ζητεί;». Τη βλέπω που κοκαλώνει, σκεπάζει απαλά με την παλάμη το ακουστικό και μου ψιθυρίζει· «Ο Χατζιδάκις!». Τη ρωτώ με τα μάτια, μου κάνει «ναι» με το κεφάλι και μου τον δίνει. Δεν το πιστεύω· κι όμως... Η γνωστή μελωδική φωνή του Μάνου, που δεν τον είχα συναντήσει ποτέ στη ζωή μου.
-Κύριε Αδαμόπουλε, διάβασα τις εφημερίδες και σας παίρνω κατ’ αρχήν για να σας συγχαρώ θερμά για την εξαιρετική σας πρωτοβουλία να ιδρύσετε την Εταιρεία Φίλων μουσικής Γιάννη Χρήστου. Τον ευχαρίστησα αμέσως όπως-όπως μα δε μ’ άφησε να συνεχίσω. Θέλω όμως να σας τονίσω πως διαφωνώ εντελώς με την επιλογή ορισμένων προσώπων, που εμφανίζονται ως μέλη της εταιρείας σας…
Δεν είναι δυνατόν! Ο Χατζιδάκις, έψαξε, βρήκε το τηλέφωνό μου και με παίρνει τώρα, νυχτιάτικα, για να με βάλει πόστα! Μ’ άρεσε όμως τόσο πολύ αυτός ο αυθορμητισμός, αυτή η τσεκουράτη, απόλυτη ειλικρίνεια που χάιδευε τ’ αυτί μου κι ευτυχώς του απάντησα ακριβώς όπως ένοιωθα:
Όπως κι έγινε. Την επομένη, μαζί με τη Σάντρα, συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στον «Αυλό». Χαμογελαστός, καίριος, ευγενέστατος, εντελώς σίγουρος για τον εαυτό του και απόλυτα σοβαρός. Μας ζύγισε αμέσως με το μάτι· να δει τι ψάρια πιάνουμε, είπε δυο-τρία τυπικά της αρχής χτίζοντας γέφυρες κι αφού ένοιωσε πως μπορούμε να επικοινωνούμε ουσιαστικά, δίχως φιοριτούρες και περιστροφές που δεν του άρεσαν διόλου, μπήκε γρήγορα στο θέμα, χαμογελώντας πάντα πολύ σοβαρά και ισορροπώντας αέρινα μεταξύ σοβαρού και αστείου.
-Εγώ γύρω στο ’60 που τον πρωτογνώρισα, τον Γιάννη Χρήστου τον ζήλευα… Βέβαια! Για τρεις λόγους: Πρώτον διότι ήταν λεπτός και όμορφος κι εγώ χοντρός και άσχημος. Δεύτερον, γιατί ήταν πολύ μορφωμένος, ενώ εγώ ένας αυτοδίδακτος ημιμαθής. Και τρίτον· διότι είχε γράψει τα Έξι τραγούδια, σε στίχους του T.S Eliot κι εγώ δεν είχα κάνει τίποτα!
Δεν μπόρεσα να μην τον διακόψω. Τίποτα; Πώς τίποτα· ο Χατζιδάκις γύρω στο ’60… Κι όμως επέμεινε, λέγοντας πως ναι μεν το τραγούδι είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, μα η Μουσική είναι πολύ μεγαλύτερη Τέχνη απ’ ό,τι νομίζουν συνήθως οι νεοέλληνες. Μ’ αυτή την έννοια ο Γιάννης Χρήστου είχε βουτήξει σε βαθιά νερά κι είχε πετύχει πολύ σημαντικά πράγματα.
Γυάλισαν αμέσως πάλι τα μάτια του κι η σκοτεινιά του χαμόγελου έφυγε κάπως κι έμεινε σχεδόν σκέτο χαμόγελο.
-Βλέπεις; Και μετά μου λες εμένα! Τι να πω εγώ ο δυστυχής που είμαι στριμωγμένος κάπου ανάμεσα στον Handel και στον Haydn! Πρέπει να προσέχουμε τι λέμε και το έργο που έχετε αναλάβει είναι πολύ σοβαρό. Γι’ αυτό σου είπα πως διαφωνώ ριζικά με την επιλογή ορισμένων προσώπων στην Εταιρεία Γιάννη Χρήστου. Ο Κούν τον λάτρευε τον Χρήστου και μπορεί να βοηθήσει πολύ. Ο Παπαστράτος επίσης· το έχει αποδείξει άλλωστε. Η Ντόρα η Τσάτσου· πρώτης τάξεως, η Χλόη Obolensky ομοίως· έχει και γνωριμίες εκτός Ελλάδος, αλλά…
Φυσικά δεν είχε κανένα πρόβλημα να μιλήσει και πάλι ανοιχτά, αναφέροντας ονόματα που ήμουν σίγουρος πως θα μου αναφέρει και μη διστάζοντας διόλου να πει για τον καθένα ξεκάθαρα τη γνώμη του.
Το σημείωμα του Μάνου Χατζιδάκι για τη συμμετοχή του στην Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου. |
Βάλθηκα να του εξηγώ πως είναι καλύτερα να συμμετέχουν όλοι μαζί και να μη νοιώθει κανείς αποκλεισμένος -άρχισε να χαμογελά- πως δεν πιστεύω ότι θα θελήσει κάποιος να κάνει κακό σ’ έναν τόσο ευγενικό κι ωραίο σκοπό -χαμογελούσε θλιμμένα- όπως η διάσωση και η διάδοση του έργου ενός δημιουργού που σκοτώθηκε πριν δέκα πέντε χρόνια -κουνούσε ελαφρότατα το κεφάλι περιμένοντας να τελειώσω- και πως σε τελευταία ανάλυση και να θέλει κανείς να κάνει κάτι αρνητικό, δεν του αφήνει πολλά περιθώρια το καταστατικό της Εταιρείας.
Αν τον θέλαμε… Έκανε σα μωρό παιδί. Ήθελε να γίνει μέλος της Εταιρείας εκείνη τη στιγμή κιόλας. Δε μας είχε περάσει καν απ’ το μυαλό κάτι τέτοιο. Δεν είχαμε φέρει μαζί τα βιβλία της Εταιρείας, δεν είχαμε χαρτιά· μόνο χαρτοπετσέτες, πακέτα τσιγάρα και σπιρτόκουτα είχαμε. Ωστόσο ο Μάνος Χατζιδάκις ήτανε ήδη μέλος της Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου. Επέμεινε να γράψει ο ίδιος, λίγες μέρες μετά, στο μικρό του στούντιο, απέναντι απ’ το άγαλμα του Τρούμαν, δυο λόγια αιτιολογώντας με συγκινητικό τρόπο τη συμμετοχή του, γελώντας -δίχως θλίψη- και λέγοντας ξανά και ξανά: Αρκεί να με εγκρίνει το Διοικητικόν Συμβούλιον!
Κι αν δεν είχαμε φανταστεί ποτέ πως θα γνωριζόμασταν έτσι· τόσο άδολα, τόσο αυθόρμητα και τόσο ουσιαστικά, ούτε και τότε μπορούσαμε να υποψιαστούμε, πόσο σοβαρά είχε πάρει το ρόλο του, πόσα πράγματα ήθελε να κάνει για τη μουσική του Γιάννη Χρήστου και πόσα πράγματι έκανε μετά, στα χρόνια που ακολούθησαν.
Το γεγονός και μόνο ότι μας είχε δώσει το ελεύθερο να του τηλεφωνούμε, να πηγαίνουμε στο σπίτι του και να συζητάμε για το τι σκοπεύαμε να κάνουμε με την Εταιρεία ήταν η πολυτιμότερη βοήθεια. Απαραίτητη διευκρίνιση: Εγώ δεν είχα δημοσιεύσει τίποτε τότε· άρα δεν ήμουν και δε μ’ ένοιαζε να φανώ μπροστά του ούτε ποιητής, ούτε συγγραφέας, ούτε τίποτε. Ήμουν απλά και μόνο ένας νεαρός φιλόμουσος δικηγόρος, που μ’ εμπιστεύτηκε και του άρεσε να συζητάμε μαζί. Κυρίως για μουσική. Ειδικότερα γι’ αυτό που λέμε κλασική μουσική· το μεγάλο μου απωθημένο -και το δικό του. Έχοντας μάλιστα εξασφαλίσει την απόλυτη ασυλία του μη μουσικού, μπορούσα να του λέω ό,τι ήθελα για τη Μουσική. Κι αυτό του άρεσε διπλά, γιατί χαιρόταν πάντα με τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια της ελεύθερης γνώμης.
Κάποια στιγμή μόνος του πρότεινε να γράψω ένα άρθρο στο Τέταρτο, με μιαν απόπειρα βιογραφίας του Γιάννη Χρήστου και λίγα λόγια για το ορατόριο Μυστήριον που δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ εδώ.
Το άκουσε όλο πολύ προσεχτικά, χωρίς να διακόψει ούτε μία φορά. Και το δημοσίευσε στο επόμενο τεύχος του περιοδικού· στο Τέταρτο του Ιουλίου του 1985, χωρίς να κάνει την παραμικρή αλλαγή.
Συμφωνούσε μαζί μας, που θέλαμε να φέρουμε στην επιφάνεια και τα πρώτα έργα του συνθέτη. Τον απασχολούσε πολύ που, πέρ’ απ’ το Μυστήριον, ούτε το άλλο ορατόριο· Οι πύρινες γλώσσες, είχανε παιχτεί εδώ και κυρίως, πώς ήταν δυνατό να μην έχει ακουστεί ποτέ η 2η συμφωνία· ένα έργο που είχε τελειώσει ο Χρήστου το 1957. Θεωρούσε πολύ μεγάλο λάθος να οργανώνεται κάθε τόσο η ίδια περίπου φιέστα με κάποια απ’ τα έργα της τελευταίας περιόδου του συνθέτη και να αγνοείται επιδεικτικά η προγενέστερη συμφωνική μουσική του.
Γι’ αυτό βρήκε πολύ θετικό που προσπαθούσαμε να παιχτεί το Μυστήριον στο (Δυτικό, τότε) Βερολίνο και διασκέδαζε αφάνταστα με την ιδέα πως η Μελίνα ως Υπουργός Πολιτισμού, καταπιανόταν με ένα τέτοιο θέμα, που όχι μόνο της ήταν εντελώς άγνωστο, αλλά και δεν της ταίριαζε διόλου. Κυριολεκτικά όμως ενθουσιάστηκε όταν του ανακοινώσαμε πως εγκρίθηκε η πρότασή μας να παιχτεί στο Φεστιβάλ Αθηνών η 2η συμφωνία του Χρήστου, στις 4 Αυγούστου του 1987. Πήγαμε τρεις μας, μαζί με τη Σάντρα, στο Ηρώδειο. Άκουγε στοχαστικά. Πονεμένος. Του άρεσε αν και δεν είπε πολλά, φέρνοντας όμως μαγικά στη συζήτηση και τον Anton Bruckner· για να πει τελικά πως καλός ο Mahler μα ώρες-ώρες γίνεται φλύαρος.
Πήρε τα σπίρτα μου κι έγραψε πάνω το καινούργιο του τηλέφωνο. |
Του πήγα την παρτιτούρα της 1ης συμφωνίας και κατάλαβα πως το εννοούσε· θα διηύθυνε ο ίδιος. Όταν λίγο καιρό μετά του χαρίσαμε το βιβλίο της Anne Martine Lucciano για τον Γιάννη Χρήστου, που μόλις είχε εκδοθεί σε μετάφραση του Γιώργου Λεωτσάκου, χάρηκε πάλι πολύ, γιατί είχε γίνει ακόμα ένα σοβαρό βήμα, αλλά δε μπόρεσε να μην προσθέσει, με απέραντο σαρκασμό· Ορίστε· μια νεαρή γαλλίδα φοιτήτρια, μας βάζει σ’ όλους τα γυαλιά! Τόσα χρόνια δε βρέθηκε ούτ’ ένας εδώ να κάνει μια σοβαρή μουσικολογική μελέτη…
Από τότε, μελετούσε συστηματικά την 1η συμφωνία και δρομολόγησε την οργάνωση μιας συναυλίας, μαζί με την παρουσίαση του κύκλου Έξι τραγούδια σε στίχους T.S. Eliot, στο Παλλάς, με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, για να τιμήσει τη μνήμη του συνθέτη· είκοσι χρόνια μετά το θάνατό του. Συναυλία που πράγματι έγινε στις 27 Νοεμβρίου του 1990.
Το πρόγραμμα της συναυλίας στο Παλλάς
στις 27 Νοεμβρίου του 1990.
|
Λίγο πριν μάλιστα, το καλοκαίρι του ’89, σε μια συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ -που θα άξιζε να τη διαβάσει κανείς όλη, γιατί περιγράφει με ανατριχιαστική ακρίβεια το τώρα- στην ερώτηση αν διακρίνει μεταξύ των ανθρώπων της Τέχνης και του Πνεύματος φυσιογνωμίες ερωτικές, με την έννοια που εκείνος έδινε στη λέξη ερωτικός, απαντά: «Ο Ελύτης, ο Γκάτσος… Θα τολμούσα να πω έναν ή δύο ακόμα, αλλά δεν έχουν την ηλικία. Κοιτάξτε, ερωτικές φυσιογνωμίες δεν είναι οι ευαίσθητοι και οι λεπτεπίλεπτοι. Είναι οι αληθινές, οι δυνατές φυσιογνωμίες. Κι αυτό μπορείς να το κρίνεις μόνο αφού περάσουν πολλά χρόνια. Αν θα ονόμαζα κάποιο μουσικό μας, θα ανέφερα τον Γιάννη Χρήστου. Ήταν αληθινά ερωτικός άνθρωπος και είμαι βέβαιος πως αν ζούσε θα ήταν δεσπόζουσα φυσιογνωμία. Ή θα εξαφανιζόταν. Γιατί ένας ερωτικός άνθρωπος σημαίνει και ζωντανός άνθρωπος. Και ένας ζωντανός άνθρωπος μπορεί να χαθεί, να καταστραφεί, ανά πάσα στιγμή».
Του είχα ζητήσει και μου είχε δώσει την άδεια να παρακολουθώ τις πρόβες. Εξαιρετικό προνόμιο, μοναδική εμπειρία. Αν και γνωριζόμασταν αρκετά χρόνια πια και ήξερα το πραγματικό βάθος και την ποιότητα το ανδρός, καθώς τον παρακολουθούσα να διδάσκει την ορχήστρα, ήταν αδύνατο να συνταυτίσω μέσα μου αυτό που έβλεπα και εβίωνα εκείνες τις στιγμές, με διάφορα τραγουδάκια των παιδικών μου χρόνων· έστω κι αν όλα είχαν την ίδια δαιμόνια σπίθα του πηγαίου ταλέντου και της θεϊκής ευκολίας που μπορούσε να συλλαμβάνει εκπληκτικές μελωδίες πάνω σ’ ένα πακέτο τσιγάρα. Η σοβαρότητα, η προσήλωσή του σ’ αυτό που άκουγε μέσα του και οι λακωνικές και εύστοχες οδηγίες με τις οποίες προσπαθούσε να το μεταδώσει, με είχαν καθηλώσει.
Κι όταν έφτανε στο Eyes that last I saw in tears (Μάτια που είδα γεμάτα δάκρυα τελευταία φορά) -το 4ο από τα Έξι τραγούδια σε στίχους T.S. Eliot, που υπάρχει και στο andante της 1ης συμφωνίας- που το πρόβαρε αμέτρητες φορές με κομμένη την ανάσα· σταματώντας, αρχίζοντας και ξαναρχίζοντας πάλι, ένοιωθες ένα κόμπο στο λαιμό. Ο Μάνος Χατζιδάκις, ολότελα ταυτισμένος με τον Γιάννη Χρήστου, μεταμορφωνόταν, εξαϋλωνόταν, πονούσε, γινόταν δάκρυ ο ίδιος και ήθελε να το περάσει το αίσθημα αυτό· βασανιστικά, όσο γίνεται πιο έντονα, όσο γίνεται πιο ατόφιο, στη μεσόφωνο, στους μουσικούς, στους τεχνικούς, στο σανίδι, στα παρασκήνια, στην αυλαία, σ’ όλη την αίθουσα.
Και το κατάφερνε· χωρίς να είναι ειδικός. Απόλυτα φυσικό: Μόνο εκείνος ο άνθρωπος που -ενώ είχε πάρει Όσκαρ Μουσικής!- έλεγε πως δεν είχε καταφέρει τίποτα και πως ζήλευε τα Έξι τραγούδια σε στίχους του T.S Eliot, θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Κι ο Μάνος, ο υπέροχος Μάνος, είχε αστείρευτα αποθέματα ψυχής, για να κάνει τα πάντα· ακόμα κι εκείνα που δεν είχε κάνει ποτέ του…
* Ο Γιάννης Χρήστου (8 Ιανουαρίου 1926 — 8 Ιανουαρίου 1970) είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες και φιλοσόφους της μουσικής του 20ού αιώνα, διεθνώς γνωστός ως Jani Christou. (ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ)