
Πόσα γνωρίζουμε για τα λογοτεχνικά περιοδικά στην Ελλάδα; Στην ουσία, όχι πολλά. Τα αρχεία τους, πλην ελαχίστων δακτυλοδεικτούμενων και δακτυλομετρούμενων εξαιρέσεων, δεν σώζονται, άρα εικόνα συστηματική, οργανωμένη εκ των έσω, είναι αδύνατο να έχουμε.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Οι αποτιμήσεις, οι κριτικές, όχι οι γυμνά στατιστικές, της πορείας ενός εκάστου σπανίζουν. Οι συγκριτικές παρουσιάσεις ακόμη περισσότερο. Οι προσεγγίσεις, όσες διαθέτουμε, έχουν χαρακτήρα ως επί το πλείστον ιστοριοδιφικό, σπανίως πηγαίνουν πιο βαθιά. Ακόμη και η ιστορία της λογοτεχνίας, πολλές φορές τα παρατρέχει.
Παραδόξως μας λείπει και κάτι ακόμα, εντυπωσιακότερο: η μαρτυρία των συντελεστών τους. Πέρα από τις προγραμματικές τους δηλώσεις, που τις βρίσκουμε συνήθως στο πρώτο τεύχος του εγχειρήματός τους, ή από τις σποράδην συνεντεύξεις τους, όσες τέλος πάντων υπάρχουν, λόγο πρωτοπρόσωπο από τη μεριά τους, αυτοαναφορικό, μόνο παρεμπιπτόντως συναντούμε. Πολλώ δε μάλλον, θεωρητικό. Τι είναι μια λογοτεχνική επιθεώρηση; Τι εστί Μικρός Τύπος; Σε τι διαφέρει από τον λοιπό, γενικό και ειδικό Τύπο, σε τι διαφέρει από τον λεγόμενο Μεγάλο Τύπο των εφημερίδων και ευρείας κυκλοφορίας περιοδικών; Πώς αντιμετωπίζει το ζήτημα της κριτικής; Πώς σχετίζεται με τη δημόσια σφαίρα, ιδίως δε με την πολιτική; Ποιος είναι ο ρόλος του σήμερα, εποχή της τεχνολογικής και δη της διαδικτυακής ολοκλήρωσης; Τέτοιου είδους ερωτήματα, ακόμη και ως αναπάντητες απορίες ή ως ρητορικές βεβαιότητες, μόνο κατ’ εξαίρεσιν διατυπώνονται.
Για τον Πατίλη το λογοτεχνικό περιοδικό διαφέρει ριζικά από τα λοιπά καλλιτεχνικά ή πολιτιστικά έντυπα
Το βιβλίο του Γιάννη Πατίλη αυτά τα ερωτήματα και τα θέτει και –από την πλευρά του συντάκτη του πάντα– τα απαντά. Και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι μ’ όλο τον περιστασιακό και ετερόκλιτο στη μορφή τους χαρακτήρα των κειμένων που συναθροίζει εδώ, κειμένων που καλύπτουν μια ολόκληρη τριακονταπενταετία (1978-2013), ο εκδότης του Πλανόδιου έρχεται μ’ αυτόν τον τόμο να καλύψει ένα κενό. Ακόμη περισσότερο: έρχεται να μας επισημάνει για πρώτη φορά με τόση ενάργεια την ύπαρξη καν του κενού – πράγμα που από μια μεριά είναι σημαντικότερο κι από τις επιμέρους απαντήσεις του στα μείζονα ζητήματα που θέτει.
Για τον Πατίλη το λογοτεχνικό περιοδικό διαφέρει ριζικά από τα λοιπά καλλιτεχνικά ή πολιτιστικά έντυπα. Μ’ ένα περιοδικό για τον κινηματογράφο, σημειώνει, «το σίγουρο είναι ότι βρίσκεσαι εκτός αιθούσης, μέσα όμως στις σελίδες του λογοτεχνικού περιοδικού βρίσκεσαι στην ίδια την αίθουσα όπου παίζεται το έργο της λογοτεχνίας». Το λογοτεχνικό περιοδικό επομένως συνιστά, μόνο αυτό, «το εν στενή εννοία περιοδικό τέχνης». Τα λοιπά περί τέχνης περιοδικά αποτελούν απλώς έντυπα αναφοράς όχι παρουσίας του έργου τέχνης.
Από τη διάκριση αυτή εκπορεύονται πλήθος άλλες, και κρίσιμες. Ο Πατίλης τονίζει επανειλημμένα πόσο σημαντικό είναι ο εκδότης ενός τέτοιου περιοδικού να είναι και ο ίδιος λογοτέχνης, να έχει δεσμό συνεπώς εσωτερικό και όχι εξωτερικό με την τέχνη την οποία διακονεί. Επισημαίνει πόσο σημαντική είναι η ανεξαρτησία του από το πλέγμα των αλληλεξαρτώμενων συμφερόντων, εμπορικών και άλλων, που συνθέτουν σήμερα την πολιτιστική αγορά, την «πολιτιστική βιομηχανία» ή το «πολιτιστικό σουπερμάρκετ» όπως το αποκαλεί. Επιμένει στην οικονομική και την πνευματική αυτοτέλεια του λογοτεχνικού εντύπου, μακριά από τις επιδιώξεις και την πολιτική των εκδοτικών οίκων ή και των φιλότεχνων ευεργετών. Ακόμη και από τους ίδιους τους αναγνώστες, από την εύνοια ή την αποδοκιμασία τους, από την κοινή γνώμη που συναπαρτίζουν και την αέναη διαπάλη για τον έλεγχό της, οι πρωτεργάτες του λογοτεχνικού τύπου οφείλουν να διατηρούν αποστάσεις ασφαλείας. Ο στενός συγχρωτισμός, ο πολύς συμφυρμός συνιστά δουλεία, θέτει σε κίνδυνο ό,τι ο συγγραφέας αποκαλεί «ριζικό σκοπούμενο» της λογοτεχνίας.
Για τον Πατίλη, αυτή η τελευταία βρίσκει στο δημιουργικό περιοδικό το φυσικό της βήμα. Είτε ως φυτώριο για νέους ποιητές και πεζογράφους, είτε ως συλλογικό όργανο μιας ομάδας συγγραφέων με κοινές αναζητήσεις ή με κοινή τοπική προέλευση, είτε ως μαχητική δήλωση απόκλισης –αισθητικής, κριτικής ή και πολιτικής ακόμα– από τις νόρμες της εποχής, το περιοδικό αποτελεί μέσο πολύμορφο, ευπροσάρμοστο και δυναμικό, εν ολίγοις αναντικατάστατο για μια ζωντανή λογοτεχνία.
Περιγράφει με θλιβερή ακρίβεια τα εμπόδια πάνω στα οποία προσκόπτει κάθε έντυπο που διεκδικεί την παρρησία της γνώμης
Ο συγγραφέας δεν αποσιωπά βέβαια και τη σκοτεινή όψη του πράγματος, αυτή που αναγκαστικά συνοδεύει τη φωτεινή του πλευρά. Κάνει λόγο έτσι για το περιοδικό ως χώρο «αυτοδιαχειριζόμενης κοινωνικής καταξίωσης αλλά και ανέξοδου ναρκισσιστικού κύρους», ως πεδίο γόνιμων ζυμώσεων αλλά και «επικράτησης ενός ατόμου ή μιας ομάδας μέσα στον ανελέητο (όσο και γελοίο) αγώνα εξουσίας που διεξάγεται μέσα στις καλλιτεχνικές συντεχνίες».
Προκειμένου δε για την Ελλάδα, περιγράφει με θλιβερή ακρίβεια τα εμπόδια πάνω στα οποία προσκόπτει κάθε έντυπο που διεκδικεί την παρρησία της γνώμης. «Δεν θα βρείτε δέκα ανθρώπους σ’ αυτή τη χώρα», σημειώνει, «που να είναι διατεθειμένοι να πουν δημοσίως μετά λόγου, όσα απαξιωτικά πιστεύουν και λένε κατ’ ιδίαν για κεκυρωμένες αξίες. Η κριτική άποψη, η αξιολόγηση, δηλαδή, του καλλιτεχνικού έργου ως δημόσιου αγαθού, ωφέλιμου ή επιβλαβούς για την καλλιέργεια του γούστου, δεν υπήρξε ποτέ ζηλευτό ιδανικό εδώ… Όπως η εκπαιδευτική κοινότητα, που αξιολογεί σύμπαν το ελληνικόν, δεν θα δεχτεί ποτέ πραγματική αξιολόγηση του εαυτού της, έτσι και η λογοτεχνική συντεχνία δεν θα ανεχτεί ποτέ ειλικρινή αξιολόγηση μέσα από τα σπλάχνα της…»
Tι είδους, τι λογής στοχαστής της λογοτεχνίας και των εντύπων της είναι ο Πατίλης, τι προσελκύει και τι κατευθύνει τη θεωρητική του ματιά;
Έχοντας όλα αυτά κατά νου (και πολύ περισσότερα που η ευκαιρία δεν μας επιτρέπει να θίξουμε, το βιβλίο είναι ταμιευτήριο σωστό προβληματισμών και ερεθιστικών ιδεών), έχοντας όλα αυτά λοιπόν κατά νου μπορεί να θέσει κανείς το ερώτημα τι είδους, τι λογής στοχαστής της λογοτεχνίας και των εντύπων της είναι ο Πατίλης, τι προσελκύει και τι κατευθύνει τη θεωρητική του ματιά. Δεν θα τον έλεγα ουτοπιστή, παρότι το όραμα που τον εμπνέει, μιας «Νέας Ελεύθερης και Απελευθερωτικής Δημόσιας Εκφραστικής», όπως επί λέξει το αποκαλεί, τον εντάσσει ασφαλώς σ’ ένα ρεύμα ιδεών που με κάμποση ακρίβεια θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε ελευθεριακό. Η εμπιστοσύνη που τρέφει στο ποιόν και τις δυνατότητες του Διαδικτύου, ενός μέσου που για τον Πατίλη είναι σε θέση να πραγματώσει τα ιδανικά του παλαιού Μικρού Τύπου, τον φέρνουν επιπλέον κοντά σε όσους βλέπουν στην νέα τεχνολογία ένα όργανο χειραφετητικό. Προσωπικά δεν συμμερίζομαι την αισιοδοξία του, μολονότι ασφαλώς δέχομαι την χρησιμότητα, την κρισιμότητα μάλιστα, ενός ρυθμιστικού ιδεώδους ως κινήτρου και οδηγού πολύτιμου για κάθε ενέργημα. Όμως από τη φύση τους τα ανθρώπινα έχουν πρόσωπο ιάνειο, κανένα κέρδος δεν προκύπτει δίχως απώλεια – σημασία έχει πάντα τι ακριβώς αποκτά και τι χάνει κανείς.
Με την αντίληψή του ως προς το ριζικό σκοπούμενο της λογοτεχνίας αλλά και με τη στράτευσή του υπέρ της ανεξαρτησίας του συγγραφέα από κάθε εξωτερικό και εσωτερικό καταναγκασμό, με τα θεωρητικά του κείμενα αλλά και με την έμπρακτη εφαρμογή τους, αυτήν που βρίσκεται κατατεθειμένη πρωτίστως στα 52 τεύχη του Πλανόδιου, ο συγγραφέας και η σκέψη του στοιχίζονται πίσω από εκείνη τη στάση που θα την ονόμαζα κριτικό ιδανισμό. Είναι μια στάση που ώς έναν βαθμό εκπροσωπείται και από άλλες μορφές των λογοτεχνικών μας πραγμάτων των τελευταίων δεκαετιών – ότι το βιβλίο του Πατίλη αφιερώνεται στον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο και τις Σημειώσεις του, ασφαλώς δεν είναι τυχαίο.
Από τη μεριά μου, προτιμώ να βλέπω στον Πατίλη κάτι άλλο. Όχι τον εκπρόσωπο του τάδε ή του δείνα ρεύματος στα γράμματά μας όλη αυτή την περίοδο, αλλά τον γνήσιο φορέα του πνεύματος μιας δημιουργικής μειονότητας. Δημιουργική μειονότητα κατά τον Τόυνμπη, θυμίζω, είναι εκείνη η κοινωνική ομάδα που μολονότι αριθμητικά υστερεί αθεράπευτα έναντι της νωθρής πλειονότητας, αντισταθμίζει το έλλειμμά της αυτό με το πλεόνασμα σε ιδέες και επίνοιες που παράγει. Ως ποιητής, ως εκδότης, ως μελετητής του λογοτεχνικού φαινομένου, ο Πατίλης είναι αυτοδίκαιο μέλος μιας τέτοιας πολύτιμης συντροφιάς.
* Ο Κώστας Κουτσουρέλης είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας, εκδότης του περιοδικού «Νέο Πλανόδιον».