Της Εύας Στάμου
Ακούμε πραγματικά τους διανοούμενους όταν μιλάνε; Αναζητούμε τα άρθρα και τα βιβλία τους, ή απλά περιμένουμε να μας καθοδηγήσουν σε περιόδους κρίσης;
Ποιος είναι ο κοινωνικός ρόλος του διανοούμενου σήμερα; Γιατί δεν βλέπουμε περισσότερους επιστήμονες, συγγραφείς, ή πανεπιστημιακούς στην τηλεόραση; Είναι άραγε η δυσκολία πρόσβασης των πνευματικών ανθρώπων στα ΜΜΕ εντελώς τυχαία;Οι διανοούμενοι τού σήμερα, όμως, δεν είναι ούτε μπορούν να είναι οι διανοούμενοι του χθες. Στο παρελθόν η τυπική εικόνα του διανοούμενου ήταν ενός άνδρα, μέσης ή προχωρημένης ηλικίας, πανεπιστημιακής μόρφωσης και αστικής καταγωγής. Η εικόνα αυτή έχει αλλάξει. Οι χώροι όπου γίνεται η κυκλοφορία και η ζύμωση των ιδεών έχουν -οικειοθελώς ή μη- ανοίξει τις πύλες τους σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, με αποτέλεσμα να έχουν σε μεγάλο βαθμό μεταβληθεί τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά του πανεπιστημιακού, του αρθρογράφου, του κοινωνικού σχολιαστή. Αν μη τι άλλο, υπάρχουν περισσότερες γυναίκες που παρεμβαίνουν ενεργά στην πνευματική ζωή, όχι μόνο προσφέροντας τη δική τους σκοπιά σε παγιωμένα θέματα, αλλά και θέτοντας προς συζήτηση διαφορετικά ερωτήματα. Ο κριτικός λόγος, που άλλοτε θεωρείτο αποκλειστικό προνόμιο των λεγόμενων ‘πνευματικών ανδρών’, διαχέεται και μεταδίδεται με τρόπους -όπως το facebook και τα blogs- που εξασφαλίζουν αμεσότητα και εύκολη επικοινωνία με ένα ευρύ κοινό, γεγονός όμως που υπονομεύει περαιτέρω την παραδοσιακή διάκριση μεταξύ ιδεολογικού ‘πομπού’ και ‘αποδέκτη’, στην οποία στηρίζεται η μέχρι σήμερα αντίληψη για τον ‘καθοδηγητικό’ ρόλο των διανοούμενων. Το φύλο, η ηλικία, η κοινωνική τάξη, οι προσωπικές εμπειρίες, και οι ιδιαίτερες συνθήκες στις οποίες ζει και εργάζεται ο καθένας συνθέτουν την ξεχωριστή ταυτότητα τόσο τού ίδιου, όσο και του έργου του.
Η σύγχρονη πολυμορφία των διανοουμένων κάνει επιτακτικότερη την ανάγκη διάκρισης μεταξύ τους. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι κάποιος είναι ταλαντούχος και αναγνωρισμένος καλλιτέχνης ή συγγραφέας δεν τον καθιστά αυτόματα αυθεντία σε θέματα κοινωνικής πολιτικής, όπως ο γάμος μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου ή οι συμπεριφορές κακοποίησης όπως ο βιασμός. Οι καταλληλότεροι για να αναλύσουν τα παραπάνω ζητήματα είναι οι κοινωνιολόγοι, οι νομικοί, οι επιστήμονες της ψυχικής υγείας. Το να ρωτάμε την άποψη ενός καλλιτέχνη επί παντός επιστητού, ώστε να μπορούμε στην συνέχεια, αν διαφωνούμε μαζί του, να καταφερθούμε εναντίον όλων των διανοούμενων, είναι ένα ατόπημα που βλάπτει την κουλτούρα και παραπλανά το ευρύ κοινό ως προς τη θέση, τον ρόλο και το ήθος των διανοούμενων γενικότερα. Η ιδιότητα του πανεπιστημιακού δεν καθιστά κάθε καθηγητή ειδικό, π.χ., στον κινηματογράφο, όπως και η ιδιότητα του ζωγράφου δεν καθιστά κάποιον ειδικό σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής και κοινωνικού δικαίου.
Μερίδα του τύπου αρέσκεται να κατηγορεί τους διανοούμενους για ελιτισμό και αδιαφορία για τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, και απαιτεί την μαχητική τους παρέμβαση, θεωρώντας ότι αυτό θα συντελέσει αυτόματα σε κάποια σημαντική αλλαγή.
Δεν είναι λίγες οι φορές που οι διανοούμενοι γίνονται στόχοι λαϊκιστικής κριτικής που ισχυρίζεται ότι ‘είναι όλοι αργόσχολοι, εγωκεντρικοί, σνομπ, που δεν ενδιαφέρονται για τα προβλήματα του λαού’. Η νοοτροπία αυτή τοποθετεί τους διανοούμενους εκτός κοινωνικού συνόλου, και αρνείται να δει ότι και οι εργάτες του πνεύματος είναι μέρος της κοινωνίας στην οποία ζουν, και επηρεάζονται και αυτοί από τις όποιες μεταβολές. Έτσι, μερίδα του τύπου αρέσκεται να κατηγορεί τους διανοούμενους για ελιτισμό και αδιαφορία για τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, και απαιτεί την μαχητική τους παρέμβαση, θεωρώντας ότι αυτό θα συντελέσει αυτόματα σε κάποια σημαντική αλλαγή. Αντίστροφα, μια άλλη μερίδα του τύπου στοχοποιεί όσους ανθρώπους του πνεύματος ανακατεύονται στην πολιτική ή συνδέουν το όνομά τους με συγκεκριμένα κόμματα, υποστηρίζοντας ότι η αρμόζουσα θέση του διανοούμενου είναι αυτή του αμέτοχου, αμερόληπτου, ψύχραιμου παρατηρητή.
Αν τελικά υπάρχει κάποιος ρόλος για κάθε διανοούμενο, πιστεύω ότι δεν είναι να ηγείται: είναι να παρεμβαίνει στα κοινά με το λόγο του, παράγοντας έργο πρωτότυπο, βασισμένο στην κοινωνική, επιστημονική, ιστορική, ή φιλολογική έρευνα, δουλεμένο με τον προσωπικό στοχασμό του. Ο κριτικός λόγος των διανοητών μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε ένα φαινόμενο από διαφορετικές οπτικές, να προάγει την συζήτηση για θέματα που μας απασχολούν, να συνεισφέρει στην διαμόρφωση κοινωνικών προτύπων και συμπεριφορών – αλλά όχι να επινοήσει αυτόματα μαγικές λύσεις στα καθημερινά μας προβλήματα.
Θα είχε ωστόσο ενδιαφέρον να ξέραμε αν οι υποστηρικτές τόσο της άποψης ότι ο διανοητής οφείλει να παρεμβαίνει στα κοινά όσο και της άποψης ότι πρέπει να παραμένει ιδιωτικός κι απόκοσμος στοχαστής, γνωρίζουν το έργο των διανοούμενων που επικρίνουν, ή αν απλώς, στην πρώτη περίπτωση, περιμένουν την σωτήρια επέμβαση τους σε περιόδους κρίσης, και στη δεύτερη, ακυρώνουν την παρουσία τους με την πλήρη αδιαφορία για το έργο τους. Αποτέλεσμα όλης αυτής της κατάστασης είναι ο αυξανόμενος συντηρητισμός της κοινωνίας, με στόχο γενικώς κι αορίστως τους ανθρώπους του πνεύματος, και κύριο θύμα τον απροκατάληπτο κι ενημερωμένο διάλογο, που να ξεφεύγει από τα τετριμμένα μιντιακά αναμασήματα.
Η συμβολή των πνευματικών ανθρώπων δεν τελειώνει στον αποσπασματικό λόγο μιας συνέντευξης ή μιας εισήγησης. Όποιοι νοιάζονται να μάθουν τι έχει να πει ένας συγγραφέας, το καλύτερο που θα μπορούσαν να κάνουν είναι να διαβάσουν το έργο του. Δεδομένου μάλιστα του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζεται η πνευματική εργασία στη χώρα μας, θα ήταν παράλογο να περιμένουμε από τους ίδιους τους διανοούμενους να μπορούν να εξασφαλίζουν την ευρεία διάδοση του έργου τους. Άλλωστε η ίδια η γλώσσα που επικρατεί στα περισσότερα ΜΜΕ ακυρώνει αυτόματα τον ήπιο, ψύχραιμο λόγο του διανοητή, που επιζητά την αλήθεια στη συνομιλία του, κι όχι να κατοχυρώσει την αυθεντία του.