Της Εύας Στάμου
Πόσο εφικτή είναι η μέτρηση της ευτυχίας, τη στιγμή που ο ορισμός της είναι αμφιλεγόμενος, η επίτευξή της δύσκολη, κι η διατήρησή της μια ιδιαίτερα εύθραυστη υπόθεση, ευάλωτη στο παραμικρό απρόβλεπτο γεγονός;
Η πρόσφατη απόφαση ορισμένων ευρωπαϊκών κρατών να μετρήσουν την ευτυχία των πολιτών τους, φέρνει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά και πολιτικά ζητήματα. Αν και το κύριο ερώτημα που θέτει η έρευνα είναι ποια χαρακτηριστικά θεωρούν απαραίτητα οι Ευρωπαίοι για την εξασφάλιση της ευζωίας τους, υπάρχουν ορισμένα βασικά ερωτήματα που θα άξιζε να διερευνήσουμε όπως: τι είναι ευτυχία; υπάρχει τρόπος να μετρηθεί; ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης τέτοιων ερευνών και πόσο φερέγγυες είναι; έχει μια κυβέρνηση την πρόθεση ή τη δύναμη να βελτιώσει την ευζωία μας και είναι τελικά σημαντικότερη για την διασφάλιση της ευτυχίας η εσωτερική αλλαγή του εκάστοτε ατόμου ή η θεσμική αλλαγή ολόκληρου του κοινωνικού συστήματος;
Οι μεταβλητές που εξετάζουν οι εν λόγω έρευνες είναι το εισόδημα και ο πλούτος, η επαγγελματική ικανοποίηση και η οικονομική ασφάλεια, η συμμετοχή στα κοινά σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, οι καλές σχέσεις με φίλους και συγγενείς, οι περιβαλλοντικές συνθήκες, η εγκληματικότητα, η υγεία, η παιδεία και η εκπαίδευση, οι προσωπικές και πολιτισμικές δραστηριότητες, ο εθελοντισμός. Στη δική μου λίστα υψηλές θέσεις θα καταλάμβαναν η καλή ψυχική υγεία, οι αποτελεσματικές υπηρεσίες, η ευγένεια –ειδικά από τους δημόσιους λειτουργούς-, η ανεμπόδιστη πρόσβαση σε πηγές πληροφοριών και πολιτισμού όπως δημόσιες βιβλιοθήκες, θέατρα, κινηματογράφοι, αίθουσες τέχνης.
Αυτό που φαίνεται να προκύπτει από τις έως τώρα έρευνες στη Γαλλία είναι η σύνδεση της ευτυχίας με τις καιρικές συνθήκες, τις στενές οικογενειακές σχέσεις, τους θεσμούς και τις παραδόσεις της χώρας, και η ταυτόχρονη αποσύνδεση της ευτυχίας από την οικονομική ευμάρεια και την απόκτηση υλικών αγαθών. Αναρωτιέμαι αν αυτό που θέλουν να μας πουν οι συγκεκριμένες έρευνες είναι ότι το καλύτερο είναι να ζει κανείς σε μια κλειστή, παραδοσιακή κοινωνία με καλό καιρό και ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς.
Μήπως ο τρόπος που διεξάγονται οι συγκεκριμένες έρευνες οδηγεί τους ερωτηθέντες σε απαντήσεις που αποφεύγουν την συσχέτιση της προσωπικής ικανοποίησης με την οικονομική εξασφάλιση; Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η επιλογή των κυβερνήσεων να διεξάγουν αυτή την έρευνα την χρονική περίοδο που περικόβονται μισθοί, μειώνονται οι συντάξεις, και πολλοί εργαζόμενοι χάνουν την δουλειά τους δεν είναι καθόλου τυχαία. Ίσως αποτελεί αντίθετα μια προσπάθεια να μας πείσουν ότι ήρθε η ώρα να αναθεωρήσουμε την τάση των δυτικών κοινωνιών να συνδέουν άμεσα την ευτυχία με τα υλικά αγαθά και να θεωρούν το χρήμα «μονάδα μέτρησης» της ευδαιμονίας των πολιτών τους. Ταυτόχρονα οι ευθύνες του κράτους μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα αφού η ευτυχία φαίνεται να αποτελεί προσωπικό επίτευγμα κάθε ευσυνείδητου οικογενειάρχη και πατριώτη. Ο καλύτερος τρόπος για να πεισθεί ο πολίτης ότι τα οικονομικά οφέλη δεν συνδέονται άμεσα με την προσωπική ευτυχία είναι να φανεί ότι η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από τις στατιστικές και τις μαρτυρίες των συμπολιτών του.
Αμφιβολίες για την φερεγγυότητα της έρευνας γεννούν διάφορα πορίσματα, όπως το ότι από τους ευρωπαϊκούς λαούς που έχουν ερωτηθεί μέχρι σήμερα οι Δανοί εμφανίζονται ως οι ευτυχέστεροι και οι Γάλλοι οι πιο δυστυχείς. Το πόρισμα σίγουρα ανατρέπει την εικόνα της vie en rose που επικρατεί εδώ και δεκαετίες, κι η οποία αντανακλάται στο γεγονός ότι η Γαλλία (κι όχι η... Δανία) αποτελεί έναν από τους πιο επιθυμητούς ταξιδιωτικούς προορισμούς παγκοσμίως. Άλλο ένα παράδοξο που μοιάζει να βάλει την αξία τέτοιων ερευνών, είναι η ανάδειξη ως ευτυχέστερων στον κόσμο των κατοίκων του Μεξικό και της Κολομβίας - χώρες που έχουμε συνηθίσει να συνδέουμε με χαμηλή ποιότητα διαβίωσης λόγω της οικονομικής εξαθλίωσης, της υψηλής εγκληματικότητας, των οικολογικών καταστροφών και των πολιτικών αναταραχών.
Ας μη βιαστούμε ωστόσο να καταδικάσουμε συλλήβδην την διεξαγωγή τέτοιων ερευνών, αμφισβητώντας τον ρόλο των κοινωνικών επιστημόνων ή προεξοφλώντας την σχέση τους με την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία. Αυτό που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι ο κατάλληλος σχεδιασμός των ερευνών που θα διασφαλίσει με την σειρά του την φερεγγυότητά τους και την κατά το δυνατόν αντικειμενικότητα των πορισμάτων τους.
Είναι καλό οι έρευνες να διαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε ο σχεδιασμός τους να επιτρέπει εκτός από την μέτρηση ποσοστώσεων, την συλλογή και επεξεργασία προσωπικών απόψεων και πληροφοριών που θα επεξηγούν τις απαντήσεις και θα αποφεύγουν τις επιπόλαιες γενικεύσεις για το προφίλ των ερωτηθέντων. Δύο σημαντικά θέματα που αρκετές φορές παραβλέπονται από τους κοινωνικούς ερευνητές είναι: Πρώτον, το πώς αυτοπροσδιορίζονται οι ίδιοι οι συμμετέχοντες αναφορικά με την κοινωνική τους τάξη, την καταγωγή, και την σεξουαλικότητα, μεταβλητές ιδιαίτερα ευαίσθητες και -παρά τα φαινόμενα- ανοιχτές σε διαφορετικές ερμηνείες. Δεύτερον τι θα ήθελαν να ρωτήσουν οι ίδιοι οι ερωτώμενοι, και τι θα ήθελαν να ανακαλύψουν για αυτό το θέμα, αν βρίσκονταν στη θέση του ερευνητή.*
Ο τρόπος που συνήθως διεξάγονται οι κοινωνιολογικές έρευνες στηρίζεται στην αυτόματη κατάταξη των ερωτηθέντων από τον ερευνητή με βάση τις πληροφορίες που του δίνονται και τα χαρακτηριστικά που είναι σε θέση να παρατηρήσει. Το γεγονός, παραδείγματος χάριν, ότι μία από τις συμμετέχουσες μπορεί να είναι τριανταπεντάχρονη παντρεμένη μητέρα που γεννήθηκε στην Αθήνα και φοίτησε σε ελληνικό σχολείο την κατατάσσει αυτόματα στις ετεροφυλόφιλες Ελληνίδες. Ζητώντας από την ίδια να αυτοπροσδιοριστεί, ο κοινωνικός ερευνητής μπορεί να διαπιστώσει ότι είναι αμφι-σεξουαλική εφόσον είχε στο παρελθόν μία σειρά από μακροχρόνιες ερωτικές σχέσεις με άτομα του ίδιου φύλου, που μόλις πρόσφατα παντρεύτηκε και έκανε το πρώτο της παιδί. Την ίδια στιγμή μία ακόμα ανατροπή μπορεί να προστεθεί στην εικόνα της συγκεκριμένης γυναίκας, αν δεν αυτοπροσδιορίζεται ως Ελληνίδα, αλλά ως Ελληνο-Ρωσίδα (αν και τίποτα στα χαρακτηριστικά ή στην προφορά της δεν προδίδει κάτι τέτοιο) γεννημένη στην Ελλάδα από Ρώσους γονείς που φρόντισαν να μάθει εξίσου καλά τις δύο γλώσσες και να αφομοιώσει τις δύο κουλτούρες.
Επιπλέον, δίνοντας στους συμμετέχοντες την ευκαιρία να προσθέσουν στο ήδη υπάρχον ερωτηματολόγιο τις ερωτήσεις που οι ίδιοι θα ήθελαν να θέσουν αν βρίσκονταν στη θέση του ερευνητή, οι επιστήμονες μπορούν να βγάλουν πιο ολοκληρωμένα συμπεράσματα σε σχέση με τα ζητήματα που διερευνούν και να αποφύγουν την μηχανική εφαρμογή έτοιμων θεωριών που συχνά οδηγεί στην εδραίωση ή την αναπαραγωγή προκαταλήψεων.
Οι απροκατάληπτα σχεδιασμένες έρευνες είναι άλλωστε από τα ισχυρότερα εργαλεία κατά των αντιδημοκρατικών κυβερνητικών μέτρων και των ανισοτήτων παγκοσμίως. Ας μην παραβλέπουμε ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι σημαντικότερες θεσμικές αλλαγές για τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό και την ευρύτερη βελτίωση της ποιότητας ζωής οφείλονται στην συστηματική εργασία κοινωνικών και πολιτικών επιστημόνων, που με τις έρευνές τους καταδεικνύουν τις επιπτώσεις που έχει η οικονομική ανέχεια, ο διάχυτος ρατσισμός, κι η διάλυση του κοινωνικού ιστού στις ασθενέστερες ομάδες. Η λύση δεν είναι η τυφλή απόρριψη και κατάργηση της κοινωνικής έρευνας αλλά η χρησιμοποίησή της με τρόπους που να χειραφετεί τους πολίτες και αντί για ‘αντικείμενα’ έρευνας, να τους βλέπει ως συμμετέχοντες που στέκονται ισότιμα απέναντι στους ερευνητές, διαμορφώνοντας μαζί τους τις κοινωνικές εξελίξεις.