Της Εύας Στάμου
Στην εποχή μας υπάρχει από ό,τι φαίνεται μια «σωστή» ηλικία για όλα. Όσοι είναι νεότεροι ή μεγαλύτεροι από αυτή την ενδεδειγμένη ηλικία δεν μπορούν να μετέχουν στα κοινωνικά κι επαγγελματικά οφέλη που απολαμβάνει όποιος βρίσκεται στο «ιδεώδες» στάδιο του κύκλου της ζωής, είτε επειδή, λόγω νεότητας, οι άλλοι τον θεωρούν ανώριμο και με περιορισμένες ικανότητες, είτε επειδή, λόγω γήρατος, τον χαρακτηρίζουν βολεμένο, βαρετό, συντηρητικό, ακόμα και πνευματικά αργόστροφο.
Ως ιδανικό στάδιο του κύκλου της ζωής θεωρείται από τους περισσότερους -όπως καταδεικνύεται σε σχετικές κοινωνιολογικές έρευνες- αυτό που συνδέει τη νεότητα με το γήρας (από 30 έως 60 ετών), γεγονός που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα όσων ανήκουν σε αυτή την ηλικιακή κατηγορία να εργάζονται εντατικά αποτελώντας το πιο ενεργό οικονομικά τμήμα της κοινωνίας, αυτό που ουσιαστικά την «διαχειρίζεται». Οι πολίτες που δεν έχουν φτάσει ακόμα το τριακοστό ή που έχουν υπερβεί το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους φαίνεται ότι είναι τα πιο συχνά θύματα αρνητικής συμπεριφοράς και επαγγελματικού αποκλεισμού με βάση την ηλικία.
Αν και υπάρχουν άντρες που βιώνουν αυτό τον αποκλεισμό, οι γυναίκες είμαστε πιο ευάλωτες στον ρατσισμό με βάση την ηλικία – σίγουρα δεν είναι απαραίτητο να περάσει μια γυναίκα τα εξήντα για να αρχίσει να ανησυχεί για την ηλικία της. Σε πρόσφατες ιατρικές έρευνες που έγιναν στη Βρετανία με θέμα την ψυχική υγεία, διαπιστώθηκε ότι στην ηλικιακή κατηγορία 44-54 μεγάλος αριθμός γυναικών κάνει συστηματική χρήση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων για σύντομο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Πολλές γυναίκες σε αυτή την ηλικιακή ομάδα παραδέχτηκαν ότι το πώς τις κρίνουν οι άλλοι σε σχέση με την ηλικία τους αποτελεί γι αυτές μόνιμη πηγή κατάθλιψης ή ανησυχίας. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες που έχουν περάσει τα 44 αντιμετωπίζουν –λόγω ακριβώς του ρατσισμού της ηλικίας– αντικειμενικά εμπόδια στην προσπάθειά τους να υλοποιήσουν τις πραγματικές τους δυνατότητες και να γίνουν αποδεκτές από άνδρες συναδέλφους ή νεότερες γυναίκες. Η δημιουργικότητα, η παραγωγικότητα και η αξία αυτών των γυναικών δοκιμάζεται καθημερινά από μια παγιωμένη νοοτροπία που θεωρεί ότι δεν δικαιούνται να βρίσκονται επαγγελματικά στην πρώτη γραμμή, με μοναδικό ή κύριο κριτήριο την ηλικία τους.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα που μας έρχεται από τη Βρετανία είναι η περίπτωση της πενηντατριάχρονης Mary O’ Reilly, παρουσιάστριας του δημοφιλούς τηλεοπτικού προγράμματος του BBC, Countrylife, η οποία έχασε τη δουλειά της για να τοποθετηθεί σε πόστο γραμματέως, επειδή το κανάλι θεώρησε ότι οι ρυτίδες της θα επηρέαζαν αρνητικά την τηλεθέαση. Στην συνέχεια, όταν η πρώην παρουσιάστρια κατέφυγε στη δικαιοσύνη για να επιλύσει το ζήτημα, το BBC την απέλυσε. Το θετικό είναι ότι η Mary O’ Reilly κέρδισε τη δίκη, δημιουργώντας έτσι ένα προηγούμενο σε ευρωπαϊκό επίπεδο για κάθε γυναίκα που αισθάνεται θύμα του ρατσισμού της ηλικίας στον εργασιακό της χώρο. Το αρνητικό είναι ότι αρκετοί συνάδελφοί της έκαναν δηλώσεις στις οποίες ανέφεραν πως θεωρούν την στάση του καναλιού «φυσιολογική» και «δικαιολογημένη», ενώ προέτρεπαν την Mary O’ Reilly ν’ αφήσει τη γκρίνια και να σκεφτεί σοβαρά την πλαστική χειρουργική.
Το περιστατικό αυτό είναι ενδεικτικό μιας ιδιόμορφης λογικής που επικρατεί σε πολλούς χώρους. Λαμβάνεται καταρχάς ως δεδομένο ότι όλες οι γυναίκες μέσης ηλικίας είναι οπωσδήποτε λιγότερο εμφανίσιμες κι ελκυστικές από όλες τις νεότερες γυναίκες. Θεωρείται, κατόπιν, ότι η εργασία που προσφέρουν οι «λιγότερο ελκυστικές» γυναίκες, είναι και λιγότερο αξιόλογη ή σημαντική από αυτή των νεότερων συναδέλφων τους. Το αποτέλεσμα είναι η ώριμη ηλικία των γυναικών να συνδέεται αυτόματα με την απαξίωση της εργασίας τους.
Γεγονός είναι ότι στην κουλτούρα μας συνεχίζει να ισχύει ότι κυρίως οι άντρες κρίνουν και οι γυναίκες κρίνονται. Το αντρικό βλέμμα αποτελεί για την πλειοψηφία των γυναικών καθημερινή «απόδειξη» ή «διάψευση» των προσπαθειών τους να παραμείνουν νέες και ελκυστικές. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που το γήρας είναι περισσότερο επώδυνο και προβληματικό για τις γυναίκες.
Έχει καταδειχτεί από πλήθος ερευνών που έχουν γίνει την τελευταία δεκαετία ότι τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες είμαστε περισσότερο επικριτικοί με γυναίκες που τολμούν να αφήνουν τα μαλλιά τους λευκά ή με όσες έχουν έντονες ρυτίδες ή επιπλέον κιλά –χαρακτηριστικά που συνηθίζουμε να συνδέουμε με το τέλος της νεότητας. Ενώ για τους άντρες τα λευκά μαλλιά ή οι ρυτίδες θεωρούνται εύσημα της ηλικίας τους, για τις γυναίκες η έλλειψη εντατικής ενασχόλησης με την εμφάνισή τους μπορεί να εκληφθεί ως δείγμα ψυχικής ανισορροπίας, αμφισβήτησης των άγραφων κανόνων που θέλουν τη γυναίκα να είναι το «ωραίο φύλο» και, κατά συνέπεια, περιορισμένης κοινωνικότητας, ακόμη και... νοημοσύνης.
Ο ρατσισμός της ηλικίας είναι ένα φαινόμενο που, όπως πολλά από τα δεινά που συστήνουν την καθημερινότητά μας, έχει ελάχιστα συζητηθεί στη χώρα μας. Ακόμη και η φράση «ρατσισμός της ηλικίας» δεν αναγνωρίζεται από το ευρύ κοινό, σε αντίθεση με τις αγγλόφωνες χώρες όπου γίνεται ευρεία χρήση του όρου ageism (λέξη πλασμένη κατά αναλογία των όρων sexism και racism).
Και για να συλλογιστούμε την αντιστοιχία της δικής μας πραγματικότητας με το περιστατικό της τηλεπαρουσιάστριας που εκδιώχθηκε από το BBC, ας αναρωτηθούμε τι συμβαίνει με τις τηλεοπτικές περσόνες στη χώρα μας. Βλέπουμε για παράδειγμα μεσήλικες ή και μεγαλύτερες γυναίκες να παρουσιάζουν δελτία ειδήσεων και ενημερωτικές εκπομπές; Η αλήθεια είναι πως ναι. Μπορεί στην πρωινή και μεσημεριανή ζώνη το όριο ηλικίας να είναι τα 45, αλλά στις βραδινές «σοβαρές» εκπομπές θέσεις κλειδιά κρατούν γυναίκες δημοσιογράφοι πολύ μεγαλύτερης ηλικίας. Μόνο που αυτό δεν είναι άμεσα εμφανές αφού οι γυναίκες αυτές έχουν φροντίσει με κάθε διαθέσιμο τεχνικό ή χειρουργικό μέσο να επικαλύψουν ή να «σβήσουν» τα σημάδια του χρόνου. Το σίγουρο είναι ότι ποτέ δεν θα φέρουν σε δύσκολη θέση τα κανάλια στα οποία εργάζονται αφού –δεσμοφύλακες οι ίδιες του εαυτού τους– δεν χρειάζονται καμία εξωτερική παρέμβαση ώστε να αποφασίσουν να «κάνουν κάτι για τις ρυτίδες τους». Άλλωστε, όπως λέει και η λαϊκή ρήση: «οι γυναίκες δεν έχουν ηλικία.» Και αυτή ακριβώς η αντίληψη, είναι η απόδειξη ενός βαθύτερου ρατσισμού.